Περπατάς στο δρόμο με τον μικρό σου. Ξαφνικά το ένα του γόνατο λυγίζει, σκουντουφλά. Πέφτει κάτω. Τι κάνεις; Tον θυμώνεις, ή τον παίρνεις απ’ το χέρι να τον σηκώσεις. Ρητορική η ερώτηση, ασφαλώς.
Μέχρι την περασμένη Τετάρτη, η ΑΕΚ δεν περπατούσε αλλά…έτρεχε. Με κεκτημένη ταχύτητα. Τόσο κεκτημένη, που κατάφερε να περάσει με επιτυχία την όμορφη περιπέτεια της Ευρώπης δίνοντας νέα ραντεβού τον Φεβρουάριο και παράλληλα, όχι απλά να μηδενίσει τη διαφορά από την κορυφή αλλά να πατήσει σ’ αυτήν.
Ήρθε η δικιά της στιγμή να σκουντουφλήσει. Το πέσιμό της…πόνεσε. Δίχως αμφιβολία. Δεν μπορεί ωστόσο ή πιο σωστά, δεν πρέπει να μείνει χάμω. Οφείλει να σηκωθεί, οφείλουν όλοι να την σηκώσουν. Να σταθεί ξανά και να συνεχίσει το δρόμο της προς τον μεγαλύτερο της στόχο. Το πρωτάθλημα.
Τώρα που έπιασα στο στόμα μου τη λέξη πρωτάθλημα. Το ματς με τον Άρη, αποτελεί στα δικά μου μάτια ένα ωραιότατο τεστ…επιθυμίας για κατάκτηση του τίτλου. Όχι μονάχα από πλευράς ομάδας. Απ’ όλους.
Είναι φυσιολογικό να ακούγεται το γνωστό σύνθημα μετά από μία νίκη. Αυτή τη φορά ωστόσο, το σύνθημα αυτό θα πρέπει να ακουστεί πιο δυνατά από ποτέ. Όχι μετά από γκολ, όχι μετά από μια ενδεχόμενη νίκη, αλλά την ώρα που θα μπαίνει η ομάδα στον αγωνιστικό χώρο. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή! Να σταλεί το μήνυμα από τον ίδιο τον κόσμο πως το κύπελλο τελείωσε, πάμε γι’ άλλα.
Δεν γνωρίζω πόσοι θα πάνε το απόγευμα της Κυριακής στην «Αρένα». Αν θα ‘ναι δυο χιλιάδες, τρεις ή τέσσερεις. Η ΑΕΚ δεν έχει ανάγκη, απλά, έναν μεγάλο αριθμό, αλλά κυρίως αυτούς που έχουν την τρέλα για το πρωτάθλημα. Που θα δώσουν στους παίκτες να καταλάβουν από το πρώτο δευτερόλεπτο τη σημασία της στήριξης μετά από μια αποτυχία, όταν το σύνθημα «ΑΕΚ ΣΚΑΛΑ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ», θα ακουστεί πιο δυνατά από ποτέ.
Όχι γιατί απλά θα το πεις, αλλά γιατί το νιώθεις, γιατί το πιστεύεις. Και το πιστεύεις, διότι η ίδια η ομάδα σου έδωσε τη δυνατότητα να το πιστέψεις. Η ΑΕΚ καλείται να τρέξει. Ξανά. Μπορεί να σηκωθεί και μόνη της, όπως θα μπορούσε κι ο μικρός που σκουντούφλησε. Με ένα στήριγμα ωστόσο, θα σηκωθεί ευκολότερα. Όπως κι ο μικρός, όταν πήρε το χέρι του γονιού του…

Ανδρέας Βεντούρης