Από το hard rock και τις χρωματιστές εμφανίσεις, στη “Θέση του Θεού” και στον καρκίνο. Από το παρ’ ολίγον σπάσιμο του ποδιού του Σαβιόλα, στην απόλυτη επιτυχία στο πλευρό του Ντιέγκο Σιμεόνε στην Ατλέτικο Μαδρίτης. Και πλέον, αναζητώντας ανάλογη, αλλά σε solo έκδοση, ο Χερμάν Μπούργος έρχεται στα μέρη μας αναλαμβάνοντας την τεχνική ηγεσία του Αρη.

Ποιος ξέρει, ίσως να ζήλευε. Με το που πρωτοπαρουσιάστηκε στη Ρίβερ Πλέιτ, μεγάλος για τα δεδομένα του αργεντίνίκου ποδοσφαίρου, ακόμη και για τη θέση του – τερματοφύλακας – εννοείται πως αυτό που ξεχώρισε ήταν η όψη του Χερμάν Μπούργος, ο οποίος συμφώνησε να αναλάβει την τεχνική ηγεσία του Άρη. Ενδεικτική για το παρατσούκλι που αμέσως του χάρισε η εξέδρα: Mono. Η μαϊμού. Μακριά μαλλιά, κλασικός χαιτάς των 90’s (και πιο πίσω), αγριόφατσα, έσκιαζε μόνο και μόνο αντικρίζοντάς τον.

Εκείνη την εποχή λοιπόν, μαζί του, έσκαγε μύτη και ο Χαβιέρ Σαβιόλα. Δεκαέξι χρονών παιδάκι ήταν και έκανε τόσο θόρυβο που άπαντες περίμεναν πως και πως το ντεμπούτο του στην πρώτη ομάδα των “εκατομμυριούχων”. Baby face έτσι κι αλλιώς, ο Mono με το που τον είδε… μύρισε αίμα. Ο ίδιος ο Αργεντινός επιθετικός έχει αποκαλύψει πως το δικό του παρατσούκλι, “κούνελος” δηλαδή, ο Μπούργος του χάρισε. Κάτι έψαχνε και αυτός να πιαστεί…

Τα νιάτα και η ορμή του Σαβιόλα δεν κρύβονταν ούτε στις προπονήσεις. Ήθελε να ντριμπλάρει όποιον και ό,τι βρίσκονταν στον δρόμο του. Μέχρι… εξευτελισμού. Φυσικά και τον τερματοφύλακα. Το γκολ από μόνο του, δεν αρκούσε. Σε μια άσκηση λοιπόν, κάνει ανοιχτό κοντρόλ εμφανώς επιδιώκοντας να περάσει τον Μπούργος. Αυτός, αντί να μπλονζάρει, διεκδικώντας τις πιθανότητες του, κάνει άλμα και με τα δύο πόδια προσγειώνεται στον Σαβιόλα.

“Δεν ένιωσα τίποτα. Επεσα στο χορτάρι και νόμιζα πως δεν είχε μείνει κόκκαλο που δεν είχε σπάσει στα πόδια μου. Είχα σοκαριστεί. Ο Χερμάν συνέχισε κυνηγώντας την μπάλα και όταν την έδιωξε, γύρισε, με κοίταξε και μου είπε “σήκω κουνελάκι, δεν έχεις τίποτα”. Και όντως δεν είχε. Μόνο φόβο και αντανακλαστική πλέον θύμηση της επίπτωσης της έστω προσπάθειας να ντριμπλάει τον Μπούργος. Εστω και σε προπονητική άσκηση…

«Θα σου ξεριζώσω το κεφάλι»

Χρόνο στην Μαδρίτη δεν είχαν συμπληρώσει. Με τον Ντιέγκο Σιμεόνε, ως ποδοσφαιριστές, πολύ δεν είχαν συνυπάρξει. Μια σεζόν στην Ατλέτικο Μαδρίτης και όσες φορές στην εθνική Αργεντινής. Μα όταν ο “Τσόλο” αποφάσισε να περάσει τον Ατλαντικό για να ξεκινήσει την προπονητική καριέρα στην Ευρώπη, αναλαμβάνοντας την Κατάνια, τον πήρε μαζί του. Και έκτοτε, ο Χερμάν Μπούργος έγινε το alter ego του Σιμεόνε.

Στην Μαδρίτη λοιπόν, πήγαν παραμονές Χριστουγέννων του ’11, αναλαμβάνοντας μια αποστολή που τότε έμοιαζε με αυτοκτονίας. Την Ατλέτικο δηλαδή με 19 βαθμούς ύστερα από 16 αγωνιστικές στη La Liga, μόλις στο +4 από τη ζώνη του υποβιβασμού. Χωρίς προοπτική, χωρίς ελπίδα, με γκρίνια και εσωστρέφεια. Και κακά τα ψέματα, κανείς από το αχώριστο εφεξής δίδυμο, δεν προσέφερε τα απαραίτητα, προπονητικά και εμπειρικά εχέγγυα για αντιστροφή κλίματος και κατάστασης.

Εγινε όμως, με τους “ροχιμπλάνκος” στην πρώτη, κολοβή σεζόν του Σιμεόνε, να καταθέτουν σκηνές από τα προσεχώς, να τερματίζουν τελικά στην 5η θέση, κερδίζοντας 37 βαθμούς σε 22 αγωνιστικές με τον “Τσόλο” και τον Mono στον πάγκο. Εννοείται πως στάτους δεν άλλαξαν. Πολύ νωρίς, αλλά είπαμε, τα προσεχώς είχαν ξεκινήσει να… παίζονται.

Τέλη Νοεμβρίου του ’12, ύστερα από 13 αγωνιστικές η Μπαρτσελόνα ήταν πρώτη με 37 βαθμούς, η Ρεάλ μακριά, στο -11 και η Ατλέτικο, σφήνα, 2η στο -3 από τους Καταλανούς. Και για πρώτη φορά, θα πήγανε στο “Μπερναμπέου” με Σιμεόνε – Μπούργος. Η “βασίλισσα” ξεκίνησε δυνατά και προηγήθηκε στο 15’. Ξαφνικά, πριν τη συμπλήρωση του ημιώρου, ο τηλεοπτικός φακός συνέλαβε τον Μπούργος, μόνιμα στην τσίτα, μόνιμα αδύνατον να παλουκωθεί σε μια καρέκλα, να γυρίζει προς τον πάγκο της Ρεάλ και να απευθύνεται στον καθισμένο τεχνικό της, Ζοζέ Μουρίνιο.

“Εγώ δεν είμαι Τίτο. Θα σου ξεριζώσω το κεφάλι” (σ.σ. αναφέρονταν στον Τίτο Βιλανόβα, τον αείμνηστο τεχνικό της Μπαρτσελόνα, ο οποίος ως assistant των Καταλανών είχε δεχτεί το… δάχτυλο του Μουρίνιο στο μάτι κατά τη διάρκεια ενός προηγούμενου τελικού ισπανικού Σούπερ Καπ).

Σαφές, λιτό, ξεκάθαρο, ορθό κοφτό, με συνοδευτικές, ανάλογες χειρονομίες. Ο Πορτογάλος, αμήχανος, άναυδος, απλώς του κάνει thumbs up, υπομειδιά, παραμένει καθιστός στον πάγκο και θυμάται να απαντήσει μόνο μετά το τέλος του παιχνιδιού, όταν ερωτώμενος για το περιστατικό, ξεστόμισε: “Ποιος είναι ο Μπούργος”;

Τότε, όντως, προπονητικά, ο Σιμεόνε και πόσο μάλλον ο βοηθός του, με ούτε μια διετία στους πάγκους, δεν ήταν τίποτα. Το… μισό από τα τίποτα όμως, στο σπίτι της μισητής, άφθαστης για δεκαετίες συμπολίτισσας, όχι μόνο δεν “μάσησε” από τη συνθήκη – διάολε, πρώτο του ματς στο “Μπερναμπέου” ως μέλος προπονητικού επιτελείου ήταν -, όχι μόνο δεν κώλωσε από το προβάδισμα της Ρεάλ και τον περίγυρο, όχι μόνο δεν πτοήθηκε από το στάτους του προπονητή που είχε απέναντί του, αλλά πήγε και του χώθηκε, μέσα στα μούτρα του.

Ενδεικτικό…

Αμετανόητος ροκάς. Παντού…

Το παρουσιαστικό προϊδέαζε. Οπότε, αξιοποιήθηκε. Την καλλιτεχνική έφεση την είχε από μικρός έτσι κι αλλιώς, τη φήμη επίσης, οπότε συνδυαστικός, αλλά και εναλλακτικός τρόπος διαφυγής, το τραγούδι. Ξεκίνησε ως στιχουργός, συνθέτης και τραγουδιστής στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ιδρύοντας το πρώτο του συγκρότημα: La Piara.

Αργότερα, με πάνω κάτω την ίδια στελεχιακή βάση και τον ίδιο frontman, κραδαίνοντας, πέραν του μικροφώνου και ένα ταμπουρίνο ως πρόσθετη ηχητική συμβολή (του) στο μουσικό όλο της εννοείται hard rock μπάντας του, αυτή μετονομάστηκε και έγινε γνωστή ως The Garb, πιο εκλεπτυσμένη δηλαδή συνέχεια από την ενδιάμεση ονομασία της, Burgos Simpatia. Όχι όμως και λιγότερο προσωποκεντρική, αφού το Garb δεν ήταν τίποτα λιγότερο από ένα αρκτικόλεξο των αρχικών του ονοματεπώνυμού του: Germán Adrián Ramón Burgos.

Τέσσερα άλμπουμ κυκλοφόρησε το συγκρότημα μεταξύ 1999-2005, ενόσω δηλαδή ο Μπούργος, αγωνίζονταν στην Ισπανία, όπου και πρωτοπάτησε το 1999 για χάρη της Μαγιόρκα, προτού, δύο χρόνια αργότερα, μετακομίσει στην Ατλέτικο. Οι επιρροές από τους Rolling Stones εμφανέστατες σε στίχο, μουσική, ύφος (έστω και της εποχής, παρότι δεν σήκωνε και τόσο ροκάδες το ξεκίνημα του 21ου αιώνα), θρυλικά τα lives σε Ισπανία και Αργεντινή της μπάντας, θρυλικότερες οι εμφανίσεις του ίδιου του Μπούργος σε αυτές, με τα video που ακόμη υπάρχουν και βρίσκονται στο διαδίκτυο από τις διάφορες συναυλίες μάλλον να δίνουν τον ορισμό του viral.

Showman ήταν και στην εστία του. Την όποια εστία του. Γούσταρε να παίζει αρκετά μέτρα μακριά από δαύτην. Χούι που δεν έκοψε ακόμη και όταν ένας άλλος με παρόμοια τάση, ο Χοσέ Λουίς Τσιλαβέρτ, σ’ ένα παιχνίδι Βελέζ – Ρίβερ, το 1996, τον “κρέμασε” από την περιοχή του, βλέποντας τον (πολύ) εκτός της δικής του.

Η τάση του να ξεχωρίζει προφανής και από το τι φορούσε. Αν δεν ήταν χρωματιστό, δεν του έκανε. Πολλές φορές μάλιστα άλλαζε, πάντα όμως γεμάτες χρώμα, εμφανίσεις στο ημίχρονο ενώ ακριβώς για να δίνει και έμφαση στην αγαπημένη του πολυχρωμία, φρόντιζε να την ενισχύει σε… εμβαδό, όγκο και αξεσουάρ, αφού ήταν ένας από τους ελάχιστους τερματοφύλακες της εποχής που φορούσαν φόρμες και καπέλα.

Κακά τα ψέματα, κλάση ως τερματοφύλακας δεν ήταν (ας μην του μεταφερθεί αυτό…). Παρά ταύτα, στο πλαίσιο των παραστάσεων που γούσταρε να δίνει και της προσοχής στην οποία αποζητούσε να του δίνεται, βρήκε τρόπους. Λάνσαρε την επονομαζόμενη “Θέση του Θεού” στα τετ-α-τετ. Να περιμένει δηλαδή, να γονατίζει και να ανοίγει όσο μπορεί τα χέρια του. Ηταν αποτελεσματικός.

Πολλές φορές, όταν το σκορ το επέτρεπε, δοκίμαζε να αποκρούει με διάφορα σημεία του σώματός του, το κεφάλι του, το στήθος του, μόνο και μόνο για να διασκεδάσει το κοινό. Θρυλική, παρότι όχι ηθελημένη, η απόκρουσή του σ’ ένα πέναλτι του Λουίς Φίγκο, σε μαδριλένικο ντέρμπι, στην πρώτη σεζόν της Ατλέτικο μετά την επιστροφή της από τη Segunda (2002-03).

Ο Πορτογάλος εκτέλεσε πολύ δυνατά. Ο Μπούργος δεν μπόρεσε, δεν πρόλαβε να βάλει τα χέρια του, απλώς αντανακλαστικά έπεσε με το κορμί του προς την μπάλα και ήταν τυχερός που αυτή σταμάτησε στη… μύτη του! Μάτωσε και συνέχισε να ματώνει στο υπόλοιπο της αναμέτρησης, δεν αντικαταστάθηκε όμως και η Ατλέτικο, με αυτήν του την επέμβαση, κατάφερε να ισοφαρίσει στο τέλος.

Ο καρκίνος και ο Διόσκουρος

Δύο εβδομάδες μόνο μετά από εκείνο το παιχνίδι (19/1/2003), από το πουθενά, ύστερα από μια εξέταση ρουτίνας, διαγνώστηκε με καρκίνο στα νεφρά. Σοκ. Εγχειρήσιμος, αλλά καρκίνος. Το τσιγάρο, προέκταση του χεριού του όποτε δεν ήταν στο γήπεδο, θεωρήθηκε υπεύθυνο. Άλλου τουλάχιστον δεν μπορούσε να το αποδώσει. Το διαλάλησε, χωρίς να το κρύψει μπας και το καταλάβει κανείς πιο έγκαιρα από τον ίδιο, δεν το έκοψε όμως παρότι το έχει επανειλημμένως προσπαθήσει.

Τον καρκίνο όμως τον νίκησε. Ζήτησε, όπως έχει παραδεχτεί, το χειρουργείο να γίνει Δεύτερα, γιατί την Κυριακή είχε παιχνίδι (σ.σ. κόντρα στη Μαγιόρκα). Οι γιατροί του όμως, ούτε τόσο δεν του έδωσαν και μόνο λίγα εικοσιτετράωρα μετά τη διάγνωση, υποβλήθηκε στην επέμβαση. Επιτυχημένη. Δύσκολη, αλλά επιτυχημένη. Χωρίς φόβο. Ούτε μοιάζει, ούτε δείχνει, ούτε και είναι άνθρωπος που φοβάται. Η ζωή του σώθηκε και έκτοτε, όποτε και όσο μπορεί, μοιράζεται την εμπειρία του, μοιράζεται την αποθεραπεία του, μοιράζεται την ελπίδα με όσους βρίσκονται σε ίδια – και προφανώς χειρότερη – θέση απ’ ότι βρέθηκε ο ίδιος.

Ουσιαστικά, το κόστος αυτής της επέμβασης, το κόστος της ζωής, ήταν η καριέρα του. Πρακτικά δεν επανήλθε ποτέ και παρότι για ακόμη μια σεζόν ήταν στο ρόστερ της Ατλέτικο, πρακτικά αποτέλεσε απλώς το ψυχολογικό σημείο αναφοράς της ομάδας, αλλά και η ομάδα το αντίστοιχο για τον ίδιο, προτού, στα 35 του πλέον, κρεμάσει τα πολύχρωμα γάντια του.

Απόλαυσε τη ραστώνη και για μια εξαετία, προτού του χτυπήσει την πόρτα ο Σιμεόνε και έκτοτε, διαβούν το πλέον επιτυχημένο, πλέον φημισμένο, το πλέον ξακουστό κοινό τους επαγγελματικό μονοπάτι. Μαζί κέρδισαν έναν πρωτάθλημα Ισπανίας, ένα Κύπελο, ένα ισπανικό Σούπερ Καπ, 2 Europa League, ισάριθμα ευρωπαϊκά Σούπερ Καπ, φτάνοντας δις σε τελικούς Champions League, για να τους χάσουν – και να πονέσουν… – αμφότερους από τη Ρεάλ.

Εχει να λέει πως σε αυτά τα 8,5 χρόνια στην Ατλέτικο, δηλώθηκε ως πρώτος προπονητής της σε 18 παιχνίδια εξαιτίας των λογιών λογιών τιμωριών και ποινών που κατά καιρούς και σε διάφορες διοργανώσεις επιβλήθηκαν στον Διόσκουρο του “Τσόλο” (για παράδειγμα, στον δεύτερο κερδισμένο τελικό του Europa League, το 2018 κόντρα στη Μαρσέιγ του Κώστα Μήτρογλου, αυτός ήταν στον πάγκο και ο Σιμεόνε, τιμωρημένος, στην εξέδρα).

Στο τέλος της περίεργης, ελέω ξεσπάσματος covid, σεζόν της πανδημίας, ανακοίνωσε πως θα φύγει (2020). Πικραμένος εν μέρει και από την στάση της διοίκησης της Ατλέτικο, αλλά κυρίως γιατί ήθελε να κυνηγήσει, επιτέλους, αυτόνομη και αυτόφωτη προπονητική καριέρα. Στην Ισπανία επιδίωξε να μείνει, με επαναπατρισμό έμελλε να ξεκινήσει. Η πρώτη απόπειρα στη Νιούελς, πέρυσι, δεν πήγε καλά. Ούτε η δεύτερη θα είναι τελικά στην Ισπανία, αλλά τον φέρνει στα μέρη μας και τον πάγκο του Αρη, με το ελεύθερο για τα επόμενα 2,5 χρόνια να κάνει – ούτε λίγο ούτε πολύ – ό,τι γουστάρει, ό,τι θεωρεί σωστό και κατάλληλο.

Οι παραστάσεις και η εμπειρία του, δικαιολογούν αυτή την ελευθερία και ας μην έχει δοκιμαστεί όντας ο ίδιος πρώτο όνομα στην προπονητική μαρκίζα. Ε, και; Τον τρόπο τον ξέρει. Στο τέλος τέλος, τον δικό του τον διαμόρφωσε όλ’ αυτά τα χρόνια και πλέον μπορεί να παινεύεται πως μπορεί να τον πατεντάρει δοκιμάζοντας εφαρμογή και σε σόλο έκδοση.

Καιρός ήταν και τιμή μας Mono…