Αν έπρεπε να κατατάξουμε το όνομα του Αλέξη Μαυρομιχάλη στη πυραμίδα των προσώπων που κρατούσαν τα σκήπτρα της νύχτας στη Λευκωσία, τότε το όνομα του θα βρισκόταν στην κορυφή. Εξού και η στυγερή δολοφονία του που διαπράχθηκε το βράδυ της Τρίτης στο Στρόβολο, όπου διέμενε, έσκασε σαν κεραυνός εν αιθρία, όχι μόνο για όσους τον γνώριζαν, αλλά και για την ίδια την Αστυνομία. Και αυτό διότι, ο Αλέξης Μαυρομιχάλης, συχνά πυκνά αποτελούσε στόχο εγκληματικών ενεργειών, εντούτοις θεωρείτο δύσκολο στόχος, λόγω των μέτρων ασφαλείας που λάμβανε, τόσο κατά τις μετακινήσεις του, όσο και στον χώρο διαμονής του.
Ωστόσο, όπως στην περίπτωση της ενέδρας θανάτου του 55χρονου Θανάση Καλογερόπουλου, που έπεσε νεκρός 37 ώρες νωρίτερα στη Λεμεσό, ο ή οι δράστες, ακολούθησαν το ίδιο modus operandi. Δηλαδή, είχαν μελετήσει εκ των προτέρων καλά τις κινήσεις του στόχου, που προφανώς παρακολουθούσαν, και εκμεταλλεύτηκαν τις «αδύνατες» στιγμές τους.
Από τη μία, γνώριζαν πως o Καλογερόπουλος πηγαίνει καθημερινά για περπάτημα ή κολύμπι στο παραλιακό μέτωπο, χωρίς να συνοδεύεται από οποιοδήποτε πρόσωπο. Γνώριζαν πως στις οκτώ το πρωί, όταν αποφάσισαν να εκτελέσουν το θύμα, δεν ήγειραν υποψίες, αγνοώντας την ίδια ώρα πως θα υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες.
Από την άλλη, ο Αλέξης Μαυρομιχάλης, γνωστός ως Αλεξούι, συνοδευόταν πάντα από διάφορα πρόσωπα και είχε αυξημένα μέτρα ασφαλείας. Έτσι, έστησαν καρτέρι σε κοντινό σημείο της πολυκατοικίας που διαμένει στο Στρόβολο, αναμένοντας την κατάλληλη στιγμή. Ο ελεύθερος σκοπευτής, όπως προκύπτει από τα μέχρι στιγμής δεδομένα, πιθανόν να βρισκόταν σε απέναντι παρακείμενο ανοιχτό χώρο από την πολυκατοικία και κρυμμένος πίσω από δέντρο, ενώ όταν σε κάποια στιγμή το θύμα βγήκε στο μπαλκόνι του, τότε πάτησε τη σκανδάλη από μακρινή απόσταση.
Με μόνο μια σφαίρα, ο επαγγελματίας εκτελεστής, έπληξε τον Αλέξη Μαυρομιχάλη στην κοιλιακή χώρα, ο οποίος μεταφέρθηκε σε κρίσιμη κατάσταση στο νοσοκομείο, ωστόσο κατά τη διάρκεια του χειρουργείου υπέκυψε στα τραύματα του.
Και στις δύο δολοφονίες, οι δράστες εγκατέλειψαν το μέρος και στη συνέχεια παρέδωσαν στις φλόγες το όχημα που χρησιμοποίησαν, που και στις δύο περιπτώσεις ήταν κλοπιμαίο, ενώ το σημείο που επέλεξαν να θέσουν φωτιά στα οχήματα, ήταν άμεσα προσβάσιμο στον αυτοκινητόδρομο.

Τα ερωτήματα στο κάδρο
Οι κοινοί παρονομαστές των δύο εγκλημάτων, αναπόφευκτα δημιούργησαν τεράστια ερωτήματα και οδήγησαν στην πιθανή διασύνδεση των εγκλημάτων. Πέραν όμως τούτου, αυτό που δημιούργησε μεγάλο ερώτημα, είναι το γεγονός ότι δολοφονήθηκαν με διαφορά 37 ωρών, δύο πρόσωπα, που ο κάθε ένας τους, θεωρείτο δυνατό όνομα στην Επαρχία του, σε σχέση με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες και μάλιστα, όπως μας ανέφεραν πρόσωπα από το περιβάλλον τους, διατηρούσαν φιλικές σχέσεις.
Το γεγονός πως δολοφονήθηκαν δύο δυνατά ονόματα της νύχτας μέσα σε λίγες ώρες και δεδομένου των κοινών σημείων που προκύπτουν από τα δύο εγκλήματα, βάζει στο κάδρο των ανακριτών συγκεκριμένο ερώτημα, που ενδεχομένως να αποτελούν κλειδί. Υπογράφηκαν και ανατέθηκαν σε ξένους εκτελεστές τα δύο συμβόλαια θανάτου από τον ίδιο ή τους ίδιους ηθικούς αυτουργους;
Από την άλλη, αν δεν συνδέονται τα δύο εγκλήματα, ανεξαρτήτως των κοινών παρονομαστών, τότε θα μπορεί να πει κάποιος πως πρόκειται για χρονική συγκυρία, αλλά όχι όμως ακριβώς τυχαία. Και αυτό διότι, τόσο στην δολοφονία Καλογερόπουλου όσο και στη δολοφονία Μαυρομιχάλη, οι δράστες είχαν σχέδιο, που προφανώς μελετήθηκε αρκετά καλά, και οι δράστες δεν έδρασαν με ερασιτεχνικό σχέδιο ή εν βρασμώ ψυχής. Ειδικότερα, στην περίπτωση του Αλέξη Μαυρομιχάλη, επρόκειτο για ελεύθερο σκοπευτή, πιθανόν εισαγόμενο, ο οποίος πέραν του ότι έπρεπε να μελετήσει τις κινήσεις του και να γνωρίζει ότι ο στόχος θα βρισκόταν στην οικία του, αναζητούσε την κατάλληλη στιγμή για να πατήσει τη σκανδάλη. Συνεπώς, για κάτι τέτοιο, χρειάζεται χρόνος.
Επιπρόσθετα, στο σενάριο τα δύο εγκλήματα να συνδέονται μεταξύ τους, στο κάδρο μπαίνει ακόμα ένα ερώτημα. Ποιος ο κοινός εχθρός των δύο και ποιο το κίνητρο, αφού πρόκειται για δύο ονόματα που δραστηριοποιούνταν σε ξεχωριστές Επαρχίες.
Σε κάθε περίπτωση, από τις δύο δολοφονίες εξάγεται το συμπέρασμα πως οι δράστες δεν υπολόγισαν τίποτα και κανένα. Στη Λεμεσό έδρασαν μπροστά στα μάτια των πολιτών, μάλιστα σε ώρα αιχμής, και στη Λευκωσία χτύπησαν σε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή, την ώρα που η Αστυνομία, θεωρητικά, είχε λάβει μέτρα λόγω του αναβρασμού που υπήρχε και συνεχίζει να υπάρχει. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να σημειωθεί πως κατά καιρούς εναντίον του Αλέξη Μαυρομιχάλη υπήρχαν πληροφορίες περί δολοφονίας του, ωστόσο φαίνεται εκ του αποτελέσματος πως διαπράχθηκαν δύο δολοφονίες σε διάστημα 37 ωρών και οι μυστικές υπηρεσίες της Αστυνομίας που ασχολούνται με το οργανωμένο έγκλημα, δεν είχαν οποιεσδήποτε πληροφορίες προς αυτή τη κατεύθυνση, ούτε στο μεσοδιάστημα της πρώτης με της δεύτερης δολοφονίας.

Πηγή: Reporter.com.cy