Ο Κώστας Κωνσταντίνου, γνωστός ευρύτερα σε όλους ως Κώτσιος, δεν αποτελεί απλά ένα μέρος της ιστορίας της Ανόρθωσης. Είναι μία μορφή ταυτισμένη με την ομάδα της Αμμοχώστου, δηλώνοντας «παρών» στα πρώτα δύσκολα χρόνια της προσφυγιάς κι όχι μόνο, ως ποδοσφαιριστής, αλλά κι ως γενικός αρχηγός, στην «χρυσή» δεκαετία της μεγάλης επιστροφής της.

Ο Κώτσιος λοιπόν, όπως όλοι τον γνωρίζουν και τον αποκαλούν, σε συνέντευξή του στην ιστοσελίδα μας, εισέρχεται στη… μηχανή του χρόνου και θυμάται τα.. παλιά. Τα πρώτα του βήματα ως ποδοσφαιριστής, την καθιέρωση, τις δυσκολίες, τις επιτυχίες. Μιλάει για την… τωρινή Ανόρθωση και το κυπριακό ποδόσφαιρο, την Εθνική ομάδα, την Αμμόχωστο…

– Ως βέρος Αμμοχωστιανός, να υποθέσω ότι η Ανόρθωση ήταν κάτι ως… φυσικό επακόλουθο;
«Ασφαλώς. Εγώ ξεκίνησα με άλλα αθλήματα και μετά κατέληξα στο ποδόσφαιρο. Άλμα εις ύψος, έριχνα σφαίρα, ήμουν γενικά αθλητικός τύπος, από μικρός. Ο γυμναστής ο Νικής, ήταν τότε ένας απ’ τους καλύτερους αθλητές, με πλησίασε μια μέρα και μου είπε ότι με τα προσόντα που είχα, θα ήταν καλό να ασχοληθώ με το ποδόσφαιρο. “Είσαι νεαρός, θα χρειαστείς μια δουλειά και θα σε βοηθήσει”, μου είχε πει. Εκείνος ουσιαστικά με έσπρωξε στο ποδόσφαιρο».

– Από το ΘΟΪ Αγίου Λουκά, στον Νέο Αιώνα Τρικώμου, με τον οποίο πανηγυρίσατε την κατάκτηση του πρωταθλήματος Γ’ κατηγορίας και το 1973 στην Ανόρθωση. Πώς έγινε η μεταγραφή;
«Όταν αγωνιζόμουν στο ΘΟΪ ήμουν ο καλύτερος παίκτης. Ο Μαυρίκιος Άσπρου ήταν ο προπονητής του Νέου Αιώνα αλλά μας παρακολουθούσε. Μια μέρα με πλησίασε και μου είπε να με πάρει στην ομάδα του. Ήμασταν γειτόνοι, θα με έπαιρνε με το αυτοκίνητο στις προπονήσεις. Ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος. Τότε εγώ αγωνιζόμουνα σέντερ φορ. Ακόμη κι όταν πρωτοπήγα στην Ανόρθωση, επιθετικός αγωνιζόμουνα. Βρήκαν τον Άσπρου και του είπαν ότι με ήθελαν, τους είπε να περιμένουν να πάρουμε το πρωτάθλημα και θα το κανονίζαμε. Έτσι πήγα στην Ανόρθωση κι άρχισα στη δεύτερη ομάδα».

– Με προπονητή τον Στέφανο Πετρίτση πήρατε προαγωγή για την πρώτη ομάδα;
«Ναι. Ήταν επεισοδιακός ο τρόπος που πήγα από τη δεύτερη στην πρώτη ομάδα. Ο Ζάγκυλος ήταν ο προπονητής μου στη δεύτερη ομάδα. Έπαιξα σχεδόν έναν γύρο, ήμουν ο πρώτος σκόρερ. Ο Πετρίτσης αποφάσισε, ενώ όλη τη βδομάδα έκανα προπόνηση με τα δεύτερα, ότι με ήθελε στην πρώτη αλλά ο Ζάγκυλος αντέδρασε! Του είπε “καλά, ήρθες μισή ώρα πριν το παιχνίδι να πάρεις τον παίκτη;». Ήρθε ο πρόεδρος, ο Πελεκάνος. Τους είπε ότι έκαναν λάθος, κυρίως ο Πετρίτσης και πρόσθεσε ότι δεν θα έπαιζα με τα δεύτερα».

– Πώς προέκυψε η αλλαγή θέσης και από σέντερ φορ, να καθιερωθείτε ως κεντρικός αμυντικός;
«Έγινε η εισβολή κι εγώ κατατάγηκα στο στρατό. Ήθελαν τότε να με πάρουν δόκιμο αξιωματικό αλλά ο Πελεκάνος δεν δεχόταν διότι θα έπρεπε να πάω στην Κρήτη για δύο μήνες. Μας ειδοποίησαν ότι θα κάναμε την πρώτη μας συνάντηση μετά την εισβολή σε ένα ξενοδοχείο στη Λάρνακα. Εγώ τότε ήμουν ο νεαρότερος. Είχαμε πολλά προβλήματα. Πήγαμε στο παλιό ΓΣΖ και μετά στο Μακένζι. Τότε ήταν απλά η θάλασσα, δεν υπήρχαν κτίρια και κάναμε εκεί την προπόνηση. Τότε λοιπόν, μου είπε ο Καρράς ότι ήθελε να κουβεντιάσουμε για κάτι, μαζί με τον Πελεκάνο. Μου είπαν τότε ότι θα έπρεπε πρωτίστως να φτιάξουμε την άμυνα μας κι ότι θα έπρεπε να παίξω με τον Στέφανο (σ.σ Λυσάνδρου). Εγώ έπεσα από τα σύννεφα. Ήμουν επιθετικός, σκόρερ και ξαφνικά έπρεπε να γίνω κεντρικός αμυντικός! Είχαν ήδη μιλήσει με τον Στέφανο, τους είπε ότι δεν είχε πρόβλημα αλλά… ο Κώτσιος δεν θα δεχόταν! Γι’ αυτό ο Καρράς ήθελε μαζί του τον Πελεκάνο. Μου είπε ότι θα περάσουμε πολλές δυσκολίες στο μέλλον και ήθελε να του κάνω το χατίρι. Δεν αντέδρασα. Ύστερα από λίγες ώρες, έμαθα ότι το γνώριζε ο Στέφανος και έτσι έγινε η αρχή. Ο Καρράς μου το είπε, θα παίξετε μαζί στην Εθνική με τον Στέφανο».

– Αποτελέσατε μαζί με το Στέφανο Λυσάνδρου ένα από τα καλύτερα αμυντικά δίδυμα εκείνης της εποχής. Δίδυμο τότε στο γήπεδο, δίδυμο και τώρα στην εξωγηπεδική ζωή…
«Ναι, εγώ ήμουνα φίλος με όλους. Ο Στέφανος είναι πολύ καλός άνθρωπος».

– Θυμάστε ποιοι επιθετικοί σας έκαναν… δύσκολη τη ζωή σας;
«Ο Ίαν Μουρς, ο Τζεβίζοφ, ο Σωτήρης Καϊάφας. Υπήρχαν κι άλλοι. Βρισκόμαστε π.χ με τον Δημήτρη Παναγιώτου της Αλκής και μου λέει ότι δεν κοιμόμασταν τη νύχτα όταν θα ήμασταν αντίπαλοι. Ήμουν σκληρός αμυντικός η αλήθεια».

– Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε τότε με την εισβολή και την προσφυγιά;
«Πολλές. Στην αρχή είχαμε ένα μικρό δωμάτιο στο παλιό ΓΣΖ. Δεν είχαμε αθλητικό υλικό. Στην πρώτη συγκέντρωση μας έφεραν καμιά δεκαριά ζευγάρια παπούτσια, δεν πήραμε όλοι. Όμως ήμασταν παθιασμένοι, δεν ήθελα να σκεφτόμουν τα προβλήματα. Με τη γυναίκα μου είχαμε σχέση από τον καιρό που ήμασταν στην Αμμόχωστο και παντρευτήκαμε στη Λάρνακα. Παντρεύτηκα ημέρα Σάββατο, για να μπορέσω την Κυριακή να παίξω με την Ανόρθωση. Παίζαμε τότε με την Ομόνοια, ήρθαμε 0-0».

– Στον πρώτο χρόνο της προσφυγιάς, το 1975, η Ανόρθωση κατακτάει το κύπελλο. Μεταφέρετε μας λίγο τις στιγμές τότε…
«Όντως, πήραμε το κύπελλο. Εγώ είχα αγωνιστεί σε όλα τα παιχνίδια εκτός από τον δεύτερο ημιτελικό γιατί δεν μπορούσα να παίξω, είχα πρόβλημα τραυματισμού. Δεν ήμουν στον τελικό. Ήταν ένας μεγάλος άθλος. Ίσως ήταν ένα δείγμα ότι αυτή η ομάδα δεν θα πάει ποτέ διαβάθμιση. Αυτό πίστευαν τότε πολλοί. Πήραμε μεγάλη δύναμη και ώθηση. Περάσαμε δύσκολες στιγμές στη συνέχεια, μία χρονιά είχαμε κινδυνέψει. Παίζαμε με τον Ευαγόρα και πήγαμε στην Πάφο και νικήσαμε 2-0. Είχαμε πάντα στο μυαλό μας αυτό το πράγμα. Να μην επιτρέψουμε να κινδυνέψει η ομάδα. Ήμασταν όλοι μια οικογένεια. Πίστεψε με, κάποτε αφήναμε την οικογένεια μας για την Ανόρθωση».

– Ποιες ιστορίες θυμάστε χαρακτηριστικά;
«Θυμάμαι ένα παιχνίδι με τον Απόλλωνα στο Τσίρειο. Είχαμε το ίδιο χρώμα στις στολές μας και έπρεπε οι φιλοξενούμενοι να την αλλάξουν. Εμείς δεν είχαμε άλλη. Ήταν εκεί ο φροντιστής του Άρη και μας είπε να μας δώσουν τις δικές τους. Αν έβλεπες τον αγώνα, θα νόμιζες πως έπαιζε ΑπόλλωναςΆρης! Είχαμε μάλιστα νικήσει με 3-1. Θυμάμαι επίσης ένα παιχνίδι με την Ομόνοια. Η φανέλα μου είχε σκιστεί την προηγούμενη αγωνιστική και με την Ομόνοια φόρεσα άλλη φανέλα, ήταν μεν μπλε χρώματος, αλλά διαφορετική απ’ αυτής της ομάδας».

– Πώς ήταν τότε η σχέση με τον κόσμο;
«Με την πάροδο του χρόνου, έτρεχε περισσότερο την ομάδα. Μας έδωσε μεγάλη στήριξη. Η περιοχή των Κοκκινοχωριών είχε τους πρωτοστάτες. Έκαναν έδρα το Δασάκι λες και δεν ήμασταν πρόσφυγες. Οι φίλαθλοι της Ανόρθωσης βρίσκονται σε όλη την Κύπρο».

– Σε ηλικία 34 ετών, το 1988, τερματίσατε την καριέρα σας στην Ανόρθωση. Ήταν συνειδητή η επιλογή σας; Δεν θέλατε να αγωνιστείτε σε άλλη ομάδα; Είχατε ποτέ μια τέτοια ευκαιρία;
(Με δάκρυα στα μάτια) «Είχα ορκιστεί ότι δεν θα παίξω σε άλλη ομάδα και το τήρησα. Ήμουν σε άριστη κατάσταση όταν σταμάτησα, αλλά αυτή ήταν η επιλογή μου».

– Είστε ο πέμπτος σε συμμετοχές στην ιστορία της Ανόρθωσης, συνολικά 357. Τι σημαίνει για σας αυτό;
«Ότι έκανα στο ποδόσφαιρο, το έδωσα σε μια ομάδα. Αλλά υπηρέτησα την Ανόρθωση για άλλα δέκα χρόνια ως γενικός αρχηγός».

– Πήρατε έναν τίτλο ως ποδοσφαιριστής, αλλά ως έφορος, από το 1993 ως το 2003, ζήσατε την… χρυσή εποχή της Ανόρθωσης. Με 5 πρωταθλήματα, 3 κύπελλα, 3 σούπερ καπ. Πώς ζήσατε αυτή την εποχή;
«Στην αρχή όταν πήγε ο Κίκης, κάπου του… γελούσαν. Ήρθε και με βρήκε, μου ζήτησε να τον βοηθήσω. Ο άνθρωπος είχε φίλους αλλά αυτοί δεν ήταν του ποδοσφαίρου. Μου είπε να πάω για λίγο καιρό. Έτσι ξεκίνησα. Πήραμε το πρώτο πρωτάθλημα μετά από πάνω από 30 χρόνια».

– Πού βασίστηκε τότε η Ανόρθωση;
«Είχε μεγάλη συμβολή ο μακαρίτης ο Ντούσαν Μιτόσεβιτς. Ήταν πολλά πράγματα, αλλά έπαιξε μεγάλο ρόλο. Είχαμε και πολύ καλούς παίκτες».

– Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή ως ποδοσφαιριστής κι ως γενικός αρχηγός;
«Κοίτα, εγώ βασιζόμουν στις δικές μου δυνάμεις. Έτσι έκαμα την πορεία μου στο ποδόσφαιρο. Δεν δεχόμουν να μου επιβληθεί κανένας. Κάποτε ο Κίκης μου είπε ότι ήμουν ο πιο μάγκας που συνεργάστηκε. Εγώ είχα το θάρρος να του πω ότι θα πρέπει να μείνει μόνο πρόεδρος και να μην τα… τρέχει όλα».

– Οι πιο ξεχωριστές;
«Έχω πολλές καλές στιγμές στην Ανόρθωση, αλλά και δύσκολες. Ήμασταν μια οικογένεια. Μαζί γελούσαμε, μαζί διασκεδάζαμε, μαζί κλαίγαμε. Δεν θα ήθελα να ξεχωρίσω κάτι».

– Τι αναπολείτε από την εποχή σας;
«Αναπολώ και περηφανεύομαι ότι συγκαταλέγομαι στους ανθρώπους που όταν έγινε το κακό με την εισβολή, ήμουν εκεί για την ομάδα. Ότι βοήθησα. Ξέρεις, όταν έφυγα από έφορος, ήρθε ο Κυριάκος Θεοχάρους και μου ζήτησε να τον βοηθήσω. Του είχα πει ότι μετά από τόσα χρόνια, έπρεπε να αποχωρήσω. Πήρε τηλέφωνο τον Κίκη για να τον βοηθήσει να με πείσει. Έμεινα για ένα χρόνο και τότε είχαμε δώσει το… χρίσμα στον Τιμούρ Κετσπάγια. Ο Κυριάκος είχε πάρει την απόφαση. Μου είπε συγκεκριμένα “ρε Κώτσιο, εννά τον βάλω προπονητή. Εν νευρικός αλλά έχει πυγμή”. Το είχε αποφασίσει ήδη».

– Ποια η άποψή σας για τη φετινή Ανόρθωση;
«Από τη μέρα που σταμάτησα δεν έχω πάει στο γήπεδο. Όμως την παρακολουθώ ανελλιπώς. Είχα μιλήσει και με τον Χρίστο Πουλλαΐδη, του είπα εγώ δεν μπορώ να βοηθήσω αλλά το κάνει ο γιος μου. Ίσως είναι και λάθος μου που δεν πηγαίνω. Κουράστηκα, η αλήθεια. Όμως παρακολουθώ όχι μόνο την Ανόρθωση, αλλά και τις άλλες ομάδες. Η Ανόρθωση είναι καλή ομάδα, να κλείσουν το στόμα τους οι γύρω γύρω και θα πάει καλά».

– Ποιοι είναι οι γύρω γύρω;
«Όλοι μας. Όλοι τώρα κάνουν τους προπονητές. Μας δόθηκε η ευκαιρία να κάνουμε τους προπονητές. Έχει καλούς παίκτες η Ανόρθωση, μπορεί να ανέβει».

– Προλαβαίνει να διεκδικήσει τον τίτλο; Είναι αρκετά μακριά, η αλήθεια.
«Πιστεύω ναι. Άρχισε άσχημα, αλλά εγώ βλέπω καλά στοιχεία».

– Τι θα θέλατε να αλλάξει στο κυπριακό ποδόσφαιρο;
«Έχουν αλλάξει ήδη πολλά πράγματα. Μπορώ να σου πω ότι η ομάδα που μου αρέσει περισσότερο, ο τρόπος που δουλεύει, είναι η ΑΕΚ. Να σου το πω στα κυπριακά: έφαεν πολλές κλάππες, έγινε όμως πιο επαγγελματική, μπήκαν οι περισσότεροι στην άκρη και πάει πολύ καλά».

– Τι πιστεύετε για την Εθνική μας ομάδα;
«Με στενοχωρεί η κατάστασή της. Έχουμε πρόβλημα. Έχουμε καλό υλικό παικτών, αλλά επιστρέψαμε στις δεκαετίες που δεχόμασταν έξι γκολ. Είναι ντροπή. Πρέπει όσοι είναι εκεί να βρουν το λάθος».

– Τι πιστεύετε για τον Κύπριο ποδοσφαιριστή της σημερινής εποχής;
«Αρχίζουν και παίρνουν τις ευκαιρίες. Κοίτα το παράδειγμα της Ομόνοιας. Υπάρχουν καλοί Κύπριοι ποδοσφαιριστές».

– Έχετε πάει στην Αμμόχωστο μετά την εισβολή;
«Την περασμένη βδομάδα είχα πάει στο Βαρώσι, με ένα φίλο. Έχει ένα γιο, Ανορθωσιάτης και ήθελε να δει το σωματείο. Ήταν η πρώτη φορά που πήγα. Ήταν συγκινητικό. Πήγα σε περιοχές που είχα ζήσει».

– Λέμε ότι η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Υπάρχει ελπίδα για το Κυπριακό;
«Εγώ θέλω να δω την πραγματικότητα. Πρέπει να αλλάξουμε μυαλά. Να μην κάνουμε ακρότητες. Μόνο έτσι θα λυθεί το κυπριακό. Αν βάλουμε στην… πιλάντζα πόσο φταίμε εμείς και πόσο εκείνοι, δεν θα βγούμε από μέσα. Να κάτσουμε να δούμε την πραγματικότητα και να αποδεχθούμε κι εμείς κάποια πράγματα».

Ανδρέας Βεντούρης