Πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε πιάσει τους εαυτούς μας να αναρωτιέται «τι θα γινόταν εάν…»

Σε όλους τους τομείς της ζωής και της καθημερινότητας. Ακόμα και στον αθλητισμό. Εκεί όπου μια απόφαση, μια στιγμή, ένα γεγονός μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα και η ιστορία να γραφτεί τελείως διαφορετικά απ’ ότι θα μπορούσε να γραφτεί. Ας γυρίσουμε λίγο στο καλοκαίρι του 1993…

Συνέντευξη στο gazzeta.gr

Τότε που ο Ολυμπιακός πανηγύριζε το πρώτο του πρωτάθλημα ύστερα από 15 χρόνια ύστερα από την απόφαση του Παναθηναϊκού να μην «κατέβει» στο ΣΕΦ για τον 4ο τελικό της σειράς εκφράζοντας τα παράπονά του για την αλλαγή του διαιτητή Παπαδημητρίου. Το γεγονός αυτό είχε πεισμώσει πολύ τον αείμνηστο Παύλο Γιαννακόπουλο ο οποίος ήθελε πάση θυσία να μετατρέψει την ομάδα του σε κυρίαρχη δύναμη.

«Ζέλικο, θέλουμε τους καλύτερους. Εσύ γνωρίζεις και μιλάς με τον Ντράζεν Πέτροβιτς. Τα χρήματα δεν είναι πρόβλημα. Θα του δώσω πολλά» φέρεται να είπε ο πρόεδρος του -τότε- ΤΑΚ Παναθηναϊκός στον Παβλίσεβιτς προκειμένου να ντύσει στα «πράσινα» το μεγαλύτερο όνομα της εποχής. Όμως η μοίρα είχε αποφασίσει διαφορετικά…

Ο Ζέλικο Παβλίσεβιτς παραχώρησε συνέντευξη στο Gazzetta και αποκάλυψε με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα είχαν συμβεί εκείνο το καλοκαίρι. Από την σχεδόν συμφωνία του Ντράζεν Πέτροβιτς με τον Παναθηναϊκό λίγα 24ωρα πριν χάσει τη ζωή του στο μοιραίο δυστύχημα στον αυτοκινητόδρομο Autobahn 9, έως και το «όχι» που είπε στον Παύλο Γιαννακόπουλο για την απόκτηση του Παναγιώτη Φασούλα«Αυτό ήταν το λάθος μου…» συμπληρώνει ο 71χρονος σήμερα τεχνικός των Eastern Lions στο… μακρινό Χονγκ Κονγκ όπου συνεχίζει την προπονητική του καριέρα.

Λοιπόν, «τι θα γινόταν εάν» ο Παναθηναϊκός ξεκινούσε τη σεζόν 1993-94 με τον Ντράζεν Πέτροβιτς και τον Παναγιώτη Φασούλα στο ρόστερ του, έχοντας παράλληλα τους ΓκάληΒράνκοβιτςΣοκ, ΑλβέρτηΟικονόμουΜυριούνηΚούουσμα. Κανείς δεν ξέρει..

Ο «ΖεΠα» ξεδίπλωσε το κουβάρι των αναμνήσεων του μιλώντας για τα δύο ευρωπαϊκά του πρωταθλήματα με την Τσιμπόνα του Πέτροβιτς το 1986 στη Βουδαπέστη, όπως και για το «three peat» της ΠΟΠ ’84 (ή αν προτιμάτε Γιουγκοπλάστικα) στον τελικό του ’91 στο Παρίσι. Για τους Παύλο και Θανάση Γιαννακόπουλο, τον Γιάννη Ιωαννίδη, την απόφασή του να πάει στον Παναθηναϊκό αλλά και τη… δική του απόφαση να αποχωρήσει ύστερα από μια εντός έδρας ήττα από την Εφες.

– Coach σε πετυχαίνουμε στο Χονγκ Κονγκ. Πώς είναι η ζωή εκεί;

«Τα πάντα είναι μια χαρά ωστόσο δεν μπορεί κανείς να μπει μέσα στην χώρα λόγω των μέτρων που ισχύουν για τον Covid. Μόνο όσοι έχουν συγγενείς εδώ. Κανείς άλλος. Απαγορεύεται η είσοδος στο Χονγκ Κονγκ. Είναι αδύνατον… Μόνο η κόρη μου μπορεί να έρθει εδώ, κανείς άλλος φίλος μου».

– Και εσύ πώς και βρέθηκες εκεί; Είναι λίγο περίεργο για μας το γεγονός ότι υπάρχει μπάσκετ και στο Χονγκ Κονγκ…

«Με πλησίασαν οι άνθρωποι των Eastern Long Lions, μου είπαν τις ιδέες τους, μου έκαναν την προσφορά τους και από τη στιγμή που δεν είναι τόσο επαγγελματική ομάδα όσο κάποιες άλλες στην Κίνα ή στην Ιαπωνία, ήταν κάτι που μου δημιούργησε μια παραπάνω πρόκληση. Πρόκειται για μια ομάδα με εξαιρετική οργάνωση, με νεανικό ρόστερ και σου παρέχει τις καλύτερες συνθήκες για να δουλέψεις. Από εκεί και πέρα υπάρχουν η προοπτική και οι ιδέες ώστε να αναπτυχθεί το club τις δύο επόμενες χρονιές. Αγαπούν το μπάσκετ».

– Πάντως έχεις φύγει από τη Ευρώπη εδώ και πολλά χρόνια με αποτέλεσμα να στεριώσεις σε χώρες όπου το μπάσκετ δεν είναι και το δημοφιλέστερο άθλημα… Πρόκληση;

«Τα πάντα ξεκίνησαν όταν είχα την κλήση από την εθνική ομάδα της Ιαπωνίας πριν από το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα που θα φιλοξενούσαν το 2006. Με ήθελαν, μου έκαναν την πρόταση έχοντας να επιλέξουν ανάμεσα σε 20 προπονητές από την Ευρώπη, την Αμερική και την Αυστραλία και εκτός ότι ήταν τιμητικό να θέλουν να εκπροσωπήσω τη χώρα τους σε μια διοργάνωση που θα φιλοξενούσαν, αποτελούσε και μια μεγάλη και διαφορετική πρόκληση. Έμεινα 14 χρόνια στην Ιαπωνία γιατί κοουτσάρισα εκτός από την εθνική Ιαπωνίας και τέσσερις ομάδες. Με μια μικρή διακοπή όταν επέστρεψα μια σεζόν στην Κροατία όπου κατέκτησα το Κύπελλο της χώρας με την Ζάγκρεμπ, μια χαμηλής δυναμικότητας ομάδα… Δεν ήταν εύκολη αυτή η μετακίνηση, αλλά πλέον νιώθω πολύ άνετα.»

– Αν λάβουμε υπόψιν μας το γεγονός ότι είσαι από τους πλέον αναγνωρίσιμους προπονητές με πολλά και σημαντικά τρόπαια στην καριέρα σου, δεν ήθελες να συνεχίσεις στην Ευρώπη και να ανταγωνιστείς άλλους μεγάλους προπονητές όπως ο Ομπράντοβιτς;

«Στην Ευρώπη είχα υλοποιήσει τους στόχους μου έχοντας κατακτήσει τα δύο πρωταθλήματα Ευρώπης με την Τσιμπόνα και την Γιουγκοπλάστικα ΠΟΠ ’84. Να έμενα για τα ρεκόρ; Ο Ομπράντοβιτς έχει εννέα κατακτήσεις, άλλοι προπονητές έχουν από 2-3 EuroLeague, αλλά εκείνος θα είναι πάντα ο πρώτος. Εγώ το έβλεπα όπως σου είπα από την άποψη της πρόκλησης. Κάθε χώρα έχει και κάτι διαφορετικό να σου προσφέρει. Σίγουρα η EuroLeague είναι η κορυφαία διοργάνωση, με παίκτες και προπονητές του υψηλότερου επιπέδου αλλά από εκεί και πέρα είναι και εσύ ο ίδιος τι θέλεις».

– Πάντως για να μείνεις τόσα χρόνια εκεί, αυτό σημαίνει ότι σου αρέσει. Απολαμβάνεις τη διαμονή και το μπάσκετ…

«Θα σου πω. Όταν με πήραν τηλέφωνο από την Ιαπωνία, κανείς ευρωπαίος προπονητής δεν θα έμπαινε στη διαδικασία να σκεφτεί να πάει εκεί. Κανείς δεν ήξερε το μπάσκετ εκεί. Όπως δεν ήταν διαδεδομένο και σε άλλες χώρες όπως η Κίνα ή το Χονγκ Κονγκ όπου βρίσκομαι τώρα. Ομως ξέρεις κάτι; Είναι ωραίο για έναν προπονητή να βρίσκεται εδώ. Οι άνθρωποι ακολουθούν κατά γράμμα όλους τους κανόνες και σε βοηθούν να κάνεις πολύ άνετα τη δουλειά σου. Και αναγνωρίζεται. Μάλιστα φίλοι και γνωστοί προπονητές με παίρνουν τηλέφωνο και μου λένε αν έχω κάποιες διασυνδέσεις και επαφές ώστε να έρθουν σε αυτές τις χώρες.»

– Δεν σου έχει λείψει η δράση στο υψηλότερο ευρωπαϊκό επίπεδο;

«Υπάρχουν κάποιες μέρες που το σκέφτομαι… Είδα και τον Ρικ Πιτίνο ο οποίος πήγε και κοουτσάρισε τον Παναθηναϊκό και στη συνέχεια την εθνική Ελλάδας σε ηλικία 75 ετών. Υπάρχει ακόμα το κίνητρο. Και εγώ προσωπικά έχω τόσο την ενέργεια όσο και το κίνητρο για να προσφέρω και να ηγηθώ σε οποιαδήποτε ομάδα. Όμως πλέον υπάρχουν τα παιχνίδια των ατζέντηδων και δεν είναι εύκολο να πάει κάποιος προπονητής σε μια ομάδα υψηλού επιπέδου…»

– Θα ήθελες να επιστρέψεις σε μια ευρωπαϊκή ομάδα που να έχει προοπτική;

«Σίγουρα εάν και εφόσον το επιτρέψουν οι συνθήκες. Και δεν αναφέρομαι στα χρήματα, όσο στο κίνητρο. Ποτέ δεν πρέπει να λες ποτέ για το επόμενο βήμα σου και να απορρίπτεις κάποιες προοπτικές. Κάθε δουλειά είναι σημαντική. Κάθε ομάδα έχει την ιστορία της. Κάθε χώρα έχει τις παραδόσεις της. Οπότε ποτέ δεν ξέρεις. Παρακολουθώ τα παιχνίδια της EuroLeague και σίγουρα πρόκειται για την πιο δυνατή διοργάνωση. Όμως εάν δεν είσαι στις 8 πρώτες ομάδες έως τα Χριστούγεννα, πιθανόν μετά να αποτελέσεις και παρελθόν. Κάπως έτσι είναι τα πράγματα. Φέτος βλέπω να τα πηγαίνουν καλά η Ρεάλ και η Μπαρτσελόνα. Μάλιστα προπονητής στη Ρεάλ είναι ο Πάμπλο Λάσο, τον οποίο είχα παίκτη στην Μπασκόνια και γνωρίζω καλά. Πολύ έξυπνος άνθρωπος…»

– Ας γυρίσουμε λίγο τον χρόνο πίσω και ας πάμε στη Βουδαπέστη. Το 1986 όταν και είχες οδηγήσει την Τσιμπόνα με τον Ντράζεν Πέτροβιτς στο ρόστερ, στην κατάκτηση του τροπαίου απέναντι στην Ζάλγκιρις Κάουνας του Σαμπόνις…

«Όντως. Τότε το ευρωπαϊκό μπάσκετ ήταν χωρισμένο σε δύο πλευρές. Σε αυτήν του Άρβιντας Σαμπόνις και σ’ αυτήν του Ντράζεν Πέτροβιτς. Και τότε υπήρχε η κόντρα στην Ευρώπη για το ποιος από τους δύο ήταν ο καλύτερος. Και τα έφερε η μοίρα και παίξαμε αντίπαλοι στον μεγάλο τελικό του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος. Μάλιστα η Ζάλγκιρις ήταν πολύ δυνατή τότε. Είχε την Σοβιετική Ένωση στο ρόστερ της αφού εκτός του Σαμπόνις υπήρχαν επίσης ο Κουρτινάιτις, ο Χομίτσιους και ο Γιοβάισα οι οποίοι ήταν ‘πενταδάτοι’ στην εθνική τους ομάδα. Θυμάμαι ότι επειδη η Βουδαπέστη ήταν πολύ κοντά στα σύνορα της τότε Ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, το γήπεδο ήταν γεμάτο από φίλους της Τσιμπόνα. Είχαμε μεγάλη συμπαράσταση και αυτό μας βοήθησε να ελέγξουμε το ματς και να φτάσουμε σε μια εύκολη, σχετικά, νίκη. Μετά τα πρώτα 5-6 λεπτά δεν είχαμε πρόβλημα να πάρουμε το Κύπελλο».

– Το έχεις δει πολλές φορές το συγκεκριμένο παιχνίδι;

«Ναι το έχω δει κάποιες φορές. Όχι πολλές, αλλά το έχω δει. Άλλωστε αυτή είναι η ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Σωστα; Στην τελική δεν είναι πολλοί οι προπονητές που έχουν πάρει το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα περισσότερες από δύο φορές. Και είναι μεγάλη επιτυχία. Και όσον αφορά το συγκεκριμένο ματς ήταν μια μεγάλη στιγμή για την πόλη του Ζάγκρεμπ και την Τσιμπόνα. Μάλιστα εκείνη την περίοδο είχε καθιερωθεί το passing game στην set επίθεση και εμείς είχαμε βάλει αυτούς τους κανόνες στην ομάδα και παρουσιάσαμε ένα τέτοιο στυλ παιχνιδιού. Και ήταν κάτι που εφαρμόσαμε και στην ΠΟΠ ’84 ύστερα από πέντε χρόνια. Το μπάσκετ άλλαζε και συνεχίζει να αλλάζει πάρα πολύ γρήγορα».

Ο τελικός Τσιμπόνα-Ζάλγκιρις Κάουνας το 1986 στην Βουδαπέστη

– Και πέντε χρόνια αργότερα, όταν και είχες αναλάβει την ΠΟΠ ’84 κατάφερες και πάλι από τη πρώτη χρονιά να φτάσεις στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, ακόμη κι αν είχαν αποχωρησει από την ομάδα ο Ράτζα και ο Ιβάνοβιτς. Ήταν ακόμα πιο δύσκολο το έργο σου τότε;

«Θα σου πω μερικά πράγματα γιατί πολλοί μπορεί να λένε, ‘α αυτός ήταν τυχερός’. (γέλια). Τη χρονιά που πήραμε το ευρωπαϊκό με την Τσιμπόνα, είχαμε επίσης χάσει δύο σημαντικούς παίκτες όπως ήταν ο Άντρο Νέγκο, διεθνής με την εθνική Γιουγκοσλαβίας ο οποίος είχε πάρει μεταγραφή στην Κάχα Μαδρίτης και ο Άτσο Πέτροβιτς, ο αδερφός του Ντράζεν. Παρόλα αυτά ήμασταν καλύτεροι και νικήσαμε. Όταν ήταν να αναλάβω την ΠΟΠ ’84 μου είχαν πει από το club οτι ο Ράτζα θα πήγαινε στο ΝΒΑ και ότι ο Ιβάνοβιτς ήθελε να μετακομίσει στο εξωτερικό. Και πήγε στην Τζιρόνα. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, την προετοιμασία και με πήραν τηλέφωνο οι υπεύθυνοι της ομάδας λέγοντάς μου ότι είχαν κάτι να συζητήσουν μαζί μου. Και ξέρεις, όταν συμβαίνει αυτό, είναι προάγγελος κακών ειδήσεων. Είχα κακό προαίσθημα. Μου είπαν τότε ότι θα αποχωρήσει και Σόμπιν από την ομάδα, ο οποίος μάλιστα είχε μετακομίσει στην Ελλάδα για λογαριασμό του Άρη. Ήταν σοκ για εμένα γιατί είχαν αποχωρήσει οι τρεις από τους πέντε παίκτες της πρώτης πεντάδας. Τότε αρχίσαμε να παίζουμε διαφορετικό μπάσκετ από αυτό του Μάλκοβιτς που στηρίζονταν στην σκληράδα στην άμυνα. Πιο γρήγορο και με περισσότερες κατοχές. Βέβαια λόγω του ότι είχαμε χάσει τους παίκτες, μου είχαν πει από την ομάδα να πάρουμε τουλάχιστον τη πρόκριση στην επόμενη φάση. Και αυτό διότι η ΠΟΠ ’84 ήταν η πρωταθλήτρια Ευρώπης…»

-Και πώς κύλησε η σεζόν έως την κατάκτηση του τροπαίου;

«Δεν είχαμε ψηλούς. Είχαν φύγει οι Ράτζα και Σόμπιν με αποτέλεσμα να μείνει μόνο ο Σάβιτς με τις βοήθειες που πρόσφερε ο Τάμπακ. Έτσι πήραμε το Έιβι Λέστερ για 15.000 δολάρια. Και αυτό διότι θέλαμε ύψος. Δεν είχαμε. Ο Κουκοτς έπαιζε σε άλλη θέση. Ομως ο Λέστερ δεν ήταν έτοιμος και γι’ αυτόν τον λόγο τον είχα μόνο για προπονήσεις επί τρεις μήνες. Δεν έπαιζε στα ματς. Όμως κοίτα πώς τα φέρνει η ζωή. Με τις προπονήσεις και τη δουλειά που είχε κάνει, έφτασε στο σημείο να παίξει στη βασική πεντάδα του τελικού. Και όχι μόνο έπαιξε ήταν και πολυ καλός. Ούτε και εγώ περίμενα ότι θα ειναι τόσο καλός…»

– Ναι αλλά ο Σάβιτς ήταν όλα τα λεφτά σ’ εκείνον τον τελικό…

«Ο Κούκοτς μπορεί να μην είχε σκοράρει αλλά έκανε όλα τα υπόλοιπα. Ριμπάουντ, άμυνα… Στο δεύτερο ημίχρονο ο Περάσοβιτς είχε αποβληθεί με πέντε φάουλ, το ίδιο ο Λέστερ, ο Κούκοτς είχε τέσσερα φάουλ. Και βρεθήκαμε σε δύσκολη θέση. Η Μπαρτσελόνα είχε την ευκαιρία να κερδίσει το ματς με κάποιο τρόπο, αλλά δεν θέλω να τον σχολιάσω. Όμως εμείς συνεχίζαμε να παίζουμε όσο καλύτερα μπορούσαμε με αποτέλεσμα να φτάσουμε στη νίκη. Εκείνη τη στιγμή είπα στον Κούκοτς να έρθει να μιλήσει μαζί μου στη συνέντευξη Τύπου αλλά μου απάντησε ότι ο Σάβιτς ήταν ο καλύτερος του τελικού. Ζήτησα από τα media να φέρω δύο παίκτες, αλλά δεν μπορούσα να το κάνω. Έτσι πήρα μαζί μου τον Κούκοτς για τα τρόπαια που είχαν προηγηθεί, για το γεγονός ότι ήταν κομβικός στη χρονιά, όπως επίσης και για το ότι θα αποχωρούσε το καλοκαίρι από την ομάδα. Βρέθηκα σε δύσκολη θέση. Αν δεν ήταν το τελευταίο παιχνίδι του Τόνι θα έπαιρνα τον Σάβιτς μαζί μου. Ο Κούκοτς δεν ήταν ο καλύτερος του αγώνα και γι’ αυτό όποτε έβλεπα τον Σάβιτς του ζητούσα συγνώμη επειδή δεν τον είχα επιλέξει.»

Ο τελικός ΠΟΠ ’84-Μπαρτσελόνα το 1991 στo Παρίσι

– Και ερχόμαστε στο καλοκαίρι του 1991 που υπέγραψες στον Παναθηναϊκό. Τότε δεν είχε το ευρωπαϊκό μέγεθος που απέκτησε αργότερα. Ως πρωταθλητής Ευρώπης που ήσουν, πώς και πήρες την απόφαση να αναλάβεις μια ομάδα που έπαιζε στο κύπελλο Κόρατς, χωρίς διακρίσεις και όχι σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή ομάδα που πρωταγωνιστούσε τότε;

«Ναι σε πολλούς είχε φανεί περίεργο έχοντας δύο ευρωπαϊκά τρόπαια. Τότε ένας ατζέντης ο οποίος έχει φύγει από τη ζωή, ο Βασίλης Ευαγγελινός, μιλούσε πολύ καλά τα σέρβικα και με πήρε τηλέφωνο να μου πει για το ενδιαφέρον του Παναθηναϊκού. Εγώ περίμενα κάποια πρόταση από άλλη ομάδα, αλλά εκείνος με έπαιρνε συνέχεια τηλέφωνο και μου έλεγε για το πόσο πολύ με ήθελαν στην ομάδα, δίνοντάς μου και πάρα πολλά χρήματα. Τελικά με έπεισε και αποφάσισα να έρθω στην Ελλάδα όπου είχε κανονίσει ραντεβού με τον Παύλο Γιαννακόπουλο. Το ραντεβού ήταν για τις 5 το απόγευμα, αλλά η ώρα περνούσε και ο πρόεδρος δεν είχε φανεί. Είχα αρχίσει να νευριάζω και είπα στον Βασίλη να σοβαρευτούμε και να φύγουμε. Τον πήρε τηλέφωνο και τελικά μου είπε ότι το λάθος ήταν δικό του και ότι το ραντεβού ήταν για τις 6 το απόγευμα. Τελικά βρεθήκαμε, μου είπε τις σκέψεις του για την ομάδα και μου πρόσφερε πολύ καλά χρήματα..»

– Μπορούμε να πούμε πόσα;

«Απλά θα σου πω ότι ήταν τα διπλάσια από τον πιο ακριβοπληρωμένο προπονητή στην Ευρώπη. Ήξερα τα κασέ και μπορώ με σιγουριά να πω ότι ήταν η καλύτερη προσφορά που θα μπορούσε να είχε ένας προπονητής. Μόνο η Μπαρτσελόνα και η Ρεάλ μπορούσαν τότε να κοντράρουν την προσφορά, αλλά και πάλι δεν θα έφταναν τα χρήματα που μου πρόσφερε ο Παύλος Γιαννακόπουλος».

– Ήξερες την ομάδα; Γνώριζες το ρόστερ που είχε τότε;

«Όχι. Ήξερα μόνο ότι έπαιζε σε ένα μικρό γήπεδο και ότι στόχος ήταν να κάνουμε βήματα προς τα πάνω. Γι’ αυτό και με είχαν επιλέξει εμένα, κάτι που αποτελούσε πρόκληση για εμένα. Έκανα κάτι το τελείως διαφορετικό. Βέβαια η πρώτη σεζόν στον Παναθηναϊκό ήταν πολύ δύσκολη αλλά είχα στο 100% την στήριξη του προέδρου. Καταλάβαινε τα πάντα. Και εκείνος και ο αδερφός του, ο Θανάσης. Μιλούσαμε επί ώρες και του εξηγούσα ότι για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε και να είμαστε ανταγωνιστικοί για το πρωτάθλημα, θα έπρεπε να ξοδέψουμε 40% περισσότερα χρήματα για να την ενίσχυση της ομάδας…»

– Πάντως στην πρώτη σου χρονιά, εμπιστεύτηκες τους νεαρούς παίκτες όπως ήταν ο Αλβέρτης, ο Οικονόμου και ο Μυριούνης.

«Ναι, τους πίστευα. Γι’ αυτό και τους εμπιστεύτηκα και τους έβαζα να παίζουν. Έβλεπα ότι μπορούσαν να προχωρήσουν και να κάνουν καριέρα. Ο Οικονόμου είχε το πνεύμα του μαχητή, ο Αλβέρτης έδειχνε από τότε τα στοιχεία που τον συνόδευσαν στην καριέρα του. Εκτός από το καλό του σουτ είχε τρομερή ενέργεια και πάθος. Ο Μυριούνης είχε τη δική του εξέλιξη από παιχνίδι σε παιχνίδι, πλούσιο ταλέντο. Και μάλιστα συνέχισαν να παίζουν ακόμα και την επόμενη χρονιά, όταν ο πρόεδρος αποφάσισε να αυξήσει το μπάτζετ και να φέρει στην ομάδα τον Γκάλη, τον Βράνκοβιτς, τον Κόμαζετς και τον Σοκ. Και είμαι χαρούμενος που δούλεψα μαζί τους και τους βοήθησα στα πρώτα τους βήματα.»

-Τι είναι αυτό που σου έχει μείνει περισσότερο από την Ελλάδα και από τα παιχνίδια που κάθισες στον πάγκο του Παναθηναϊκού;

«Σίγουρα το Κύπελλο που κατακτήσαμε αλλά περισσότερο μου έχει μείνει ένα παιχνίδι στη Θεσσαλονίκη απέναντι στον Άρη. Ο Κόμαζετς είχε δύο βολές με 23 δευτερόλεπτα (σ.σ. το σκορ ήταν ισόπαλο 56-56) να απομένουν για το παιχνίδι. Ευστόχησε στην πρώτη, αλλά στη δεύτερη η μπάλα αναπήδησε και ο Τάρπλεϊ την έβγαλε αντικανονικά βάζοντας το χέρι μέσα από το καλάθι. Αμέσως, μαζί με όλον τον πάγκο του Παναθηναϊκού, αρχίσαμε να διαμαρτυρόμαστε στους διαιτητές με αποτέλεσμα να δεχτούμε τεχνική ποινή και στο τέλος να χάσουμε το ματς από αδικία. Ακόμα το θυμάμαι αυτό το παιχνίδι. Και φυσικά δεν ήταν το μοναδικό…»

– Ποιο άλλο;

«Ένα που δεν έγινε ποτέ (γέλια). Και φυσικά αναφέρομαι στους τελικούς του 1993, όταν δεν κατεβήκαμε να παίξουμε στο ΣΕΦ εναντίον του Ολυμπιακού. Τότε όλα τα ματς μεταξύ Παναθηναϊκού και Ολυμπιακού ήταν απίστευτα. Ένταση σε παρκέ και εξέδρα, πραγματικά ντέρμπι. Ο εμφύλιος πόλεμος της Ελλάδας (γέλια). Κανείς δεν ήξερε ποιος θα νικήσει, ανεξαρτήτου έδρας. Πολύ σκληρά ματς. Όσον αφορά το παιχνίδι που δεν παίξαμε ποτέ για να διεκδικήσουμε το πρωτάθλημα, θυμάμαι ήμασταν εσώκλειστοι στο ξενοδοχείο, όπως είναι τώρα η καραντίνα. Και μετά το γεύμα με την ομάδα, με πήρε τηλέφωνο ο πρόεδρος και μου είπε ‘Ζέλικο, δεν παίζουμε’.

Και αυτό διότι είχαν αλλάξει τον διαιτητή του αγώνα επειδή δήλωσε κόλλημα την παραμονή του αγώνα. (γέλια). Και ήταν μια απόφαση της ομάδας, την οποία φυσικά και έπρεπε να δεχτώ. Μάλιστα θυμάμαι είχε πάρει τηλέφωνο τον Παύλο Γιαννακόπουλο μέχρι και ο τότε Πρωθυπουργός της Ελλάδας, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και του είχε ζητήσει να κατέβει ο Παναθηναϊκός να παίξει. Όμως ήταν ανένδοτος ύστερα από αυτό που είχε προηγηθεί».

– Στην άλλη άκρη του πάγκου υπήρχε ο Γιάννης Ιωαννίδης. Ποια η σχέση που είχατε και τι έχεις κρατήσει από εκείνον ως ο μεγάλος αντίπαλος προπονητής;

«Με αποκαλούσε μαύρη γάτα (σ.σ. το είπε στα ελληνικά) και ότι φέρνω κακή τύχη στην ομάδα του (γέλια). Πέρα από τη πλάκα μιλάμε για έναν εξαιρετικό προπονητή. Πάντα κάτι είχε έτοιμο να σχεδιάσει στο παρκέ, πάντα έκρυβε κάποια τρικ και πάντα έβγαζε την ενέργειά του κατά τη διάρκεια των αγώνων. Πραγματικά τον σέβομαι πάρα πολύ. Μέσα στο παρκέ ήμασταν και οι δύο μαχητές. Είχαμε ίδιο περίπου στυλ…»

– Τελικά τι έγινε και αποχώρησες από τον Παναθηναϊκό την αμέσως επόμενη σεζόν;

«Τότε η κατάσταση δεν ήταν και η καλύτερη δυνατή στη χώρα μου και σκεφτόμουν να επιστρέψω. Μάλιστα ήταν και μια περίοδος όπου η πίεση στον Παναθηναϊκό ήταν μεγάλη. Και ειδικά από τα media όπου οι εφημερίδες με πυροβολούσαν. Ε, όταν χάσαμε στη Γλυφάδα από την Εφές, ήταν η στιγμή που αποχώρησα. Μάλιστα μετά το παιχνίδι είχε έρθει στο διαμέρισμά μου ο Παύλος Γιαννακόπουλος, με τον οποίο είχα εξαιρετική σχέση για να μου πει να μείνω στην ομάδα. Σχεδόν είχε δακρύσει, δεν ήθελε να φύγω. Όμως είχα κουραστεί πάρα πολύ από την όλη κατάσταση που επικρατούσε ενώ όπως σου είπα ήταν περίεργα τα πράγματα και στη χώρα μου, οπότε ήθελα να επιστρέψω. Αν ήταν διαφορετικά ίσως και να άντεχα την πίεση, άλλωστε αποτελεί μέρος της δουλειάς μας. Η αποχώρησή μου αποτέλεσε καθαρά και μόνο δική μου επιλογή».

image

– Ντράζεν Πέτροβιτς: Aκόμα υπάρχει το ερώτημα. Τι θα γινόταν εάν δεν είχε σκοτωθεί το καλοκαίρι του 1993; Υπήρχε συμφωνία με τον Παναθηναϊκό;

«Έχουν ακουστεί και έχουν γραφτεί πολλά. Θα σου πω ακριβώς πώς είχαν τα πράγματα. Μόνο πέντε άνθρωποι γνώριζαν την αλήθεια και τα όσα είχαν συμβεί τότε. Ο Παύλος Γιαννακόπουλος, ο Θανάσης Γιαννακόπουλος, ο Ντράζεν Πέτροβιτς, ο Ουόρεν Λεγκάριε ο οποίος ήταν ο ατζέντης του και εγώ. Τότε λοιπόν συζητούσαμε με τον πρόεδρο για πρωτοκλασάτους παίκτες οι οποίοι θα μπορούσαν να έρθουν στον Παναθηναϊκό. Και ποιος ήταν σε αυτό το επίπεδο; Ο Ντράζεν Πέτροβιτς. Ο Παύλος Γιαννακόπουλος μου είπε να επικοινωνήσω μαζί του και ότι ήταν πρόθυμος να του δώσει πολλά χρήματα προκειμένου να υπογράψει σε εμάς. Πράγματι μίλησα με τον Ντράζεν, του εξήγησα πώς είχε η κατάσταση στην ομάδα, ότι είχαμε τον Γκάλη και τον Βράνκοβιτς ο οποίος ήταν κολλητός του φίλος και ότι προσπαθούσαμε να χτίσουμε κάτι πολύ μεγάλο στον Παναθηναϊκό. Από τη πλευρά του ο Ντράζεν μου είπε ότι εάν και εφόσον μπορούσε να τον πληρώσει η ομάδα, τότε γιατί όχι; Θα το σκεφτόταν πολύ σοβαρά να έρθει…»

– Και τελικά τι έγινε;

«Μερικές ημέρες αργότερα με πήρε τηλέφωνο για να μου πει ότι είχε πρόταση από τους Νιου Τζέρσεϊ Νετς με καθαρές αποδοχές τα 1,4 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο. Αντίστοιχα ο Παύλος Γιαννακόπουλος του πρόσφερε καθαρές αποδοχές τέσσερα εκατομμύρια δολάρια για διετές συμβόλαιο, μια πρόταση πολύ καλύτερη από αυτή των Νετς. Αμέσως μετά άρχισαν να μπαίνουν στις λεπτομέρειες του συμβολαίου και να μιλούν μαζί με τον Λεγκάριε και τον Ντράζεν για συμφωνία. Ουσιαστικά εξέταζαν όλους τους όρους προκειμένου να υπογράψει. Μάλιστα είχα ξαναμιλήσει μαζί του λίγο πριν από το τουρνουά που πήρε μέρος με την εθνική ομάδα της Κροατίας στην Πολωνία, λίγες μόνο ημέρες πριν από το μοιραίο τροχαίο. Τότε μου είχε πει ότι κατά 80% θα υπέγραφε στον Παναθηναϊκό. Αν δεν του άρεσε η προσφορά ή αν ήθελε να κάτι άλλο θα μου το είχε πει. Έτσι έκανε πάντα…»

– Στις συζητήσεις που είχατε κάνει τότε, τι σου έλεγε για τον Γκάλη και την προοπτική να γίνει συμπαίκτης του;

«Ήταν πολύ χαρούμενος! Το ήθελε πολύ. Ήταν κάτι που του άρεσε ως ιδέα. Και μου είχε πει ότι στην περίπτωση που υπέγραφε στον Παναθηναϊκό θα έκαναν μια εξαιρετική σεζόν μαζί. Υπήρχε μεγάλος σεβασμός μεταξύ τους. Και υπήρχε αυτός ο σεβασμός γιατί και οι δύο αναγνώριζαν ο ένας το μεγαλείο του άλλου…»

– Αργότερα το ίδιο καλοκαίρι είχε ακουστεί έντονα ότι ο Παναθηναϊκός ήταν πολύ κοντά στον Παναγιώτη Φασούλα, αλλά κατόπιν δική σου εισήγησης μπήκε απαγορευτικό στο να αποκτηθεί. Και αυτό διότι υπήρχε ήδη ο Βράνκοβιτς και ο Βολκόφ. Πρώτα απ’ όλα ισχύει;

«Ναι, έτσι ακριβώς είναι».

– Κάνοντας τον απολογισμό σου, θεωρείς ότι είναι ένα από τα λάθη σου; Και το λέω με την έννοια του ότι όχι μόνο δεν αποκτήθηκε από τον Παναθηναϊκό αλλά μετακόμισε στον Ολυμπιακό με αποτέλεσμα να ενισχυθεί πάρα πολύ εκείνη την περίοδο…

«Ναι, ναι, ήταν λάθος μου. Μάλιστα κάποιοι φίλαθλοι είχαν πρόβλημα μαζί μου επειδή αποτελούσε προσωπική μου απόφαση. Η αλήθεια είναι ότι σκεφτήκαμε αυτό το ενδεχόμενο, δηλαδή να αποκτήσουμε τον Φασούλα και στις κουβέντες που είχαν γίνει με τον πρόεδρο ήταν εφικτό να γίνει. Όμως ήταν μια περίοδος που όπως ανέφερες και εσύ, είχαμε τον Βράνκοβιτς και τον Βολκόφ και δεν χρειαζόμασταν ακόμα έναν ψηλό σαν τον Φασούλα. Ασχέτως αν ήταν ένας εξαιρετικός παίκτης. Ίσως τότε η απόφασή μου να μην ήταν η καλύτερη δυνατή. Και λέω ίσως γιατί δεν ξέρεις πώς θα μπορούσαν να εξελιχθούν τα πράγματα. Κανείς δεν εγγυάται ότι θα παίζαμε καλύτερα εάν είχαμε τον Φασούλα».

– Ναι μεν είχες κοουτσάρει τον Ντράζεν Πέτροβιτς και τον Τόνι Κούκοτς, αλλά πώς ήταν η συνύπαρξή σου με τον Νίκο Γκάλη; Πώς ήταν να είσαι προπονητής του;

«Καταρχήν να σου πω ότι είχα τη χαρά και την ευκαρία να κοουτσάρω τέσσερις παίκτες οι οποίοι μπήκαν στο Hall Of Fame. Τον Τσόσιτς, τον Ντράζεν, τον Κούκοτς και τον Γκάλη. Από τον προσωπική μου εμπειρία, ο Νικ ήταν ο καλύτερος. Οι σπουδαίοι παίκτες, γίνονται σπουδαίοι για κάποιον λόγο. Ο Γκάλης δεν ήταν μόνο ο καλύτερος σκόρερ που έχει υπάρξει στο ευρωπαϊκό μπάσκετ, αλλά ήταν και ένας από τους καλύτερους πασέρ. Μοίραζε 6-7 ασίστ σε κάθε παιχνίδι. Και ειδικά όταν ήμασταν μαζί στον Παναθηναϊκό. Θα σου πω και ένα ακόμη παράδειγμα. Μετά από κάθε προπόνηση στον Παναθηναϊκό, καθόταν και έκανε 200 κοιλιακούς, 200 ραχιαίους και άλλα 200 push ups. Έτσι γίνεσαι ο καλύτερος. Είχαμε εξαιρετική σχέση και συνεργασία. Είχε κάποιους κανόνες τους οποίους σεβόμουν και εκείνος σεβόταν εμένα. Μπορεί να μην τελειώσαμε τη δεύτερη σεζόν που ήμασταν μαζί αλλά είμαι πολύ περήφανος που κοουτσάρισα αυτόν τον θρύλο του μπάσκετ».

– Αν σου έλεγα να μοιραστείς ένα ευτράπελο που σου συνέβη στην Αθήνα, ποιο θα ήταν αυτό; Τι θα επέλεγες;

«Τις τρεις φορές που με λήστεψαν! (γέλια) Την πρώτη φορά θυμάμαι υπήρχε αργία στην Ελλάδα. Ήταν 28 Οκτωβρίου, αλλά είχα βάλει κανονικά προπόνηση. Τότε, στην πρώτη μου χρονιά στον Παναθηναϊκό, έμενα σε ένα διαμέρισμα στην Κηφισιά και όταν επέστρεψα είδα την πόρτα μισάνοικτη και τα φώτα αναμμένα. Τότε κατάλαβα ότι είχε γίνει διάρρηξη. Είχαν πάρει μετρητά και το διαβατήριό μου. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που με λήστεψαν.

Την δεύτερη φορά συνέβη το βράδυ όταν κοιμόμουν. Στο μεταξύ έμενα στον πρώτο όροφο και το ύψος του μπαλκονιού δεν ξεπερνούσε τα 2,5-3 μέτρα. Οπότε ήταν εύκολο για κάποιον να σκαρφαλώσει. Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, κάποια στιγμή ένιωσα να υπάρχει άνθρωπος στο σπίτι. Και ρώτησα όπως ήμουν ξαπλωμένος ‘ποιος ειναι’. Όμως δεν πήρα κάποια απάντηση και κοιμήθηκα ξανά. Το επόμενο πρωί που ξύπνησα και ενώ στο σπίτι έμενε και η κόρη μου, η κουζίνα ήταν άνω κάτω. Θα μπορούσε κάλλιστα ο ληστής να με είχε σκοτώσει. Απλά πήραν τα χρήματα και έφυγαν. Στη συνέχεια η ομάδα πήγε να παίξει στη Γλυφάδα και έτσι και εγώ μετακόμισα σε αυτήν την περιοχή.

Την 3η φορά λοιπόν που με λήστεψαν, είχαμε πάει μαζί με τον γιο μου και τη σύζυγό μου για μπάνιο στη θάλασσα. Πρέπει να ήταν τέλη Σεπτεμβρίου, αρχές Οκτωβρίου. Στην Αθήνα έκανε ακόμα ζέστη εκείνη την περίοδο. Και ανακαλύψαμε ότι μας είχαν κλέψει το αυτοκίνητο. Και το πιο άσχημο της υπόθεσης ήταν ότι δεν είχαμε τίποτα μαζί μας. Τα κλειδιά του σπιτιού, τα χρήματα, τα ρούχα ήταν όλα μέσα στο αυτοκίνητο. Είχαμε μείνει μόνο με το μαγιό μας και δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Και ανησυχήσαμε πολύ γιατί θεωρούσαμε ότι θα ήταν στο σπίτι ο γιος μας ο οποίος είχε έρθει στην Ελλάδα να μας δει. Τελικά φτάσαμε σπίτι με την αστυνομία αλλά όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια όλα ήταν εντάξει.

Πήρα τηλέφωνο τον πρόεδρο να του πω τα όσα είχαν συμβεί, εκείνος μου έδωσε αμέσως άλλο αυτοκίνητο, αλλά το καλό της υπόθεσης είναι ότι δεν έγινε τίποτα απολύτως… Όμως η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Ύστερα από τρεις ημέρες με πήρε τηλέφωνο ο συνεργάτης της μου, ο Βλάσσης Βλαϊκίδης και μου ειπε: ‘Είσαι διάσημος αλλά σήμερα είσαι ακόμα πιο διασημος. Είσαι παντού πρωτοσέλιδο’. Εκείνη την ώρα νόμιζα ότι κάτι έγινε με την ομάδα γιατί το να με είχαν πρωτοσέλιδο, δεν ήταν για καλό. Τι είχε γίνει όμως; Είχε γίνει μεγάλη ληστεία σε ένα μεγάλο σούπερ μάρκετ με το αυτοκίνητο που μου είχαν κλέψει! Συγκεκριμένα είχαν πάρει 17 εκατομμύρια δραχμές από τα ταμεία. Στη συνέχεια πήγα το μαγαζί σε μια απομακρυσμένη περιοχή και του έβαλαν φωτιά. Ήταν αστείο γιατί το πρώτο που διάβαζαν στις εφημερίδες, ήταν η λέξη ‘ληστεία’ και το όνομα ‘Ζέλικο Παβλίσεβιτς’ (γέλια).»

– Πώς ήταν οι Παύλος και Θανάσης Γιαννακόπουλος απέναντί σου;

«Εξαιρετικοί άνθρωποι. Μοναδικοί. Έξω καρδιά. Οι πλέον αξιόπιστοι. Και πάντα δίπλα σου σε οτιδήποτε και αν χρειαζόσουν. Ο Παύλος Γιαννακόπουλος με έπαιρνε τηλέφωνο κάθε 10 μέρες να πάμε για δείπνο και να συζητήσουμε κάποια πράγματα που αφορούσαν την ομάδα. Μάλιστα το πλέον χαρακτηριστικό που θυμάμαι, είναι όταν ερχόταν κάποιες φορές στην προπόνηση και έλεγε στους παίκτες: ‘Οτιδήποτε χρειάζεστε έξω από τις τέσσερις γραμμές του γηπέδου θα έρχεστε σε εμένα. Οτιδήποτε αφορά μέσα στο γήπεδο υπεύθυνος είναι μόνο ο προπονητής. Σε αυτόν θα απευθύνεστε μόνο. Ο Θανάσης ήταν λίγο πιο πίσω από τον Παύλο εκείνη την περίοδο αλλά ήταν πάντα μαζί με την ομάδα. Και πάντα πρόσφερε χρήματα τα οποία ήταν εκτός budget για να εχουμε τους καλύτερους δυνατούς παίκτες. Μάλιστα ο Θανάσης ήταν δίπλα μου και προσπαθούσε να με προστατεύσει από τα media όταν είχαν στραφεί εναντίον μου.»