Καταπέλτης η απόφαση του Δικαστηρίου σε σχέση με την δεύτερη υπόθεση κατά του τέως Μητροπολίτη Κιτίου Χρυσόστομου, ο οποίος βρέθηκε στο εδώλιο του κατηγορουμένου για άσεμνη επίθεση σε βάρος 16χρονης που διαπράχθηκε το 1981.
Μετά από μια δικαστική διαδικασία η οποία κράτησε για σχεδόν δύο χρόνια και στην οποία κατέθεσαν μεταξύ άλλων το φερόμενο θύμα, ο ίδιος ο Μητροπολίτης αλλά και αρκετοί άλλοι μάρτυρες, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας έδωσε την ετυμηγορία του.
Με βάση τα όσα τέθηκαν ενώπιον του, το Δικαστήριο έκρινε ένοχο τον Μητροπολίτη και τον κάλεσε σε απολογία, ενώ στην απόφαση αδειάζει τη στάση του και τα όσα υποστήριξε από το εδώλιο του κατηγορουμένου, λέγοντας μεταξύ άλλων, πως είχε έπαρση και πως ήθελε να πλήξει την παραπονούμενη.
Το Δικαστήριο, αναφέρθηκε στα όσα κατέθεσαν οι μάρτυρες, τόσο κατηγορίας όσο και υπεράσπισης, καθώς και στα όσα υποστήριξαν ενώπιον του, τόσο η παραπονούμενη όσο και ο κατηγορούμενος, του οποίου πάγια θέση, ήταν πως το φερόμενο θύμα δεν επισκέφθηκε ποτέ το γραφείο του.
Αναφορικά με μάρτυρες που δεν κατέθεσαν ενώπιον Δικαστηρίου, με ένα εξ αυτών να χαρακτηρίζεται κλειδί από την υπεράσπιση, το Δικαστήριο διαφώνησε, ενώ σημείωσε πως δεν προκύπτει παραβίαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης του κατηγορούμενου επειδή δεν έδωσαν μαρτυρία. «Ο ισχυρισμός για παραβίαση δίκαιης δίκης, είναι αβάσιμος και απορρίπτεται», ανέφερε το Δικαστήριο.
Σε σχέση με τον χρόνο που έχει παρέλθει μέχρι η παραπονούμενη να προβεί σε καταγγελία, το Δικαστήριο μεταξύ άλλων ανέφερε πως «δεν παραγκωνίζει το γεγονός», ωστόσο ανέφερε πως «η παραπονούμενη επικαλέστηκε σοβαρούς λόγους».
Όπως αναφέρθηκε, «στην καθυστέρηση υποβολής της καταγγελίας, έχω μελετήσει τη μαρτυρία της παραπονούμενης. Η υπεράσπιση έθεσε ότι το φυσιολογικό ήταν η καταγγελία στην Αστυνομία. Η παραπονουμενη είπε ότι δεν το σκέφτηκε καν. Η Κατηγορούσα Αρχή εστίασε στο προφίλ του κατηγορουμένου και έθεσε την άποψη: Ποια γυναίκα θα έκανε καταγγελία σε βάρος ιεράρχη; Καμία».
Σε ό,τι αφορά την μητέρα, την αδελφή και τον γιατρό που έδωσε βοήθεια στην παραπονούμενη, το Δικαστήριο έκρινε πως πρόκειται για αξιόπιστους μάρτυρες, ενώ αξιόπιστη κρίθηκε και η παραπονούμενη.
Παράλληλα, το Δικαστήριο μεταξύ άλλων απέρριψε τη θέση της υπεράσπισης ότι η παραπονούμενη «δασκαλεύτηκε», όπως αναφέρθηκε, από άλλη γυναίκα, η οποία είχε καταγγείλει τον Μητροπολίτη για βιασμό, μια δεκαετία αργότερα.
«Η μοναδική αδυναμία ήταν ο ακριβής προσδιορισμός του χρόνου του συμβάντος. Δεν θεωρών ότι επηρεάζει την υπόθεση επειδή προσδιόρισε χρονικά τις συναντήσεις. Εντυπωσιάστηκα ένεκα της λεπτομέρειας και της παραστατικότητας της μαρτυρίας της παραπονούμενης. Δείχνει βιωματικό περιστατικό», ανέφερε μεταξύ άλλων στην απόφαση του το Δικαστήριο.
Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο αναφέρθηκε και στο πρόσωπο του κατηγορούμενου, λέγοντας πως «ήταν αρχιερέας, υποταγμένος στους κανόνες της αρχιερείας. Πώς ήταν δυνατό να καταγγείλει μια 16χρονη ένα αρχιερέα; Ακόμη και σήμερα είναι σκάνδαλο, πόσο μάλλον τότε».
Το Δικαστήριο παράλληλα ανέφερε πως το κίνημα Me too έδωσε ώθηση στην παραπονούμενη να κάνει καταγγελία, κάνοντας «αποδεκτή» την καθυστέρηση και χαρακτηρίζοντας την, «φυσιολογική».
Επίσης, το Δικαστήριο παρέπεμψε και σε μάρτυρα που κατέθεσε ενώπιον του, τον οποίο έκρινε αξιόπιστο, λέγοντας πως «κατέθεσε εναντίον του Μητροπολίτη αλλά δεν είχε κάτι να κερδίσει, αλλά να χάσει από την αξιοπρέπεια του».
Αναφορικά με τη στάση του Μητροπολίτη στο εδώλιο, το Δικαστήριο είπε, «η στάση του κατηγορούμενου έγινε υπεροπτικός και με εμφανή έπαρση κατά της Κατηγορούσας Αρχής, ενώ με τον δικηγόρο του ήταν χαλαρός», ενώ πρόσθεσε πως είχε «πολλές εναλλαγές στην συμπεριφορά του. Σε αρκετές φορές θύμωσε με την Κατηγορούσα Αρχή και σε μια έκρηξη του, χτύπησε χωρίς αναστολή το ευαγγέλιο που είχε μπροστά του. Σε μία από τις χειμαρρώδεις τοποθετήσεις του στην αντεξέταση, ανέφερε ότι ο ίδιος βοήθησε πολλά ορφανά και ανέφερε ότι η μεγαλύτερη τιμή για τον ίδιο ήταν ότι έδωσε πολλά εκατομμύρια για τα ορφανά. Μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που ήθελε να πλήξει το πρόσωπο της παραπονούμενης. Έκανε προσπάθεια να κρύψει την ασχήμια της, υπονοώντας ηθική έκπτωση. Δεν μπορώ να δεχτώ τα όσα ανέφερε ο ίδιος στο Δικαστήριο».
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, ανέφερε πως κρίνει αξιόπιστη την παραπονούμενη και θα μπορούσε να βασιστεί σε αυτή, χωρίς καν να υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία.
Κατά την ανάγνωση της απόφασης, στην αίθουσα του Δικαστηρίου βρίσκονταν εκπρόσωποι του Δικτύου Ενάντια στη Βία κατά των Γυναικών, ενώ εκπρόσωποι βρίσκονταν και εκτός Δικαστηρίου, όπου ανήρτησαν πανό. Μετά την απόφαση του Δικαστηρίου, οι παρευρισκόμενοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα.
Τι κατέθεσε η παραπονούμενη ενώπιον Δικαστηρίου
Στην κατάθεσή της, η παραπονούμενη είχε αναφερθεί μεταξύ άλλων στα όσα υποστηρίζει ότι βίωσε από τον Μητροπολίτη, λέγοντας πως, όλα ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 1981, αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα της αφού μετά την παρότρυνση φίλου της οικογένειας της, επισκέφθηκε τον τότε Μητροπολίτη για να πάρει οικονομική βοήθεια από ταμείο για ορφανά.
Όπως κατέθεσε στο Δικαστήριο, ο τότε Μητροπολίτης Κιτίου άρχισε να την παρενοχλεί. Κατέθεσε επίσης ότι τις συναντήσεις τους, τις κανόνιζε πάντα απογεύματα Σαββάτου, προφανώς για να λείπει το προσωπικό της Μητρόπολης και την υποδεχόταν ο ίδιος στο γραφείο του, αφού της άνοιγε την πόρτα της Μητρόπολης, όπως υποστήριξε.
Όπως τόνισε, επισκέφθηκε τον Μητροπολίτη συνολικά πέντε φορές, ενώ όταν ανέφερε την παρενόχληση που δεχόταν δεν γινόταν πιστευτή. Ανέφερε ακόμα στο Δικαστήριο, πως από την πρώτη συνάντηση, είχε τη διαίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και δεν ήθελε να ξαναπάει, με αποκορύφωμα την ημέρα που, όπως ισχυρίστηκε, ο Μητροπολίτης της επιτέθηκε άσεμνα.
Σημείωσε ακόμα ότι, στη συνέχεια, σε κατάσταση πανικού μετέβη περπατητή στο σπίτι της, όπου ήταν η μητέρα της, ωστόσο δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη, από τα όσα συνέβησαν, αφού τελούσε υπό πανικό. «Φώναζα σαν υστερική», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Στη συνέχεια, στο σπίτι κλήθηκε γιατρός, ο οποίος την ρώτησε τι συνέβη κι εκείνος του είπε, «εμούνταρέ με». Αφού της έβαλαν ένεση, κατάφερε να ηρεμήσει, ωστόσο αποκάλυψε πως από τότε βασανιζόταν, όπως είπε, επειδή δεν κατήγγειλε τον τότε Μητροπολίτη και τελικά αποφάσισε να το κάνει όταν είδε το φως της δημοσιότητας άλλη καταγγελία εναντίον του.