Έφεση άσκησε ο 40χρονος, ο οποίος καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για τον φόνο της 58χρονης Γιαννούλας Χατζηγιάννη στον Οίκο Μαραθάσας τον Νοέμβριο του 2018.

Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, ο 40χρονος «ενώ επέβαινε στο όχημα του θύματος στο χωριό Οίκος Μαραθάσας, καθήμενος στο πίσω κάθισμα, φόνευσε την άτυχη Γιαννούλα Χατζηγιάννη με τη χρήση μαχαιριού, το οποίο φρόντισε να προμηθευθεί το πρωινό της ημέρας εκείνης από περίπτερο της περιοχής.

Όπως επισημάναμε στην απόφασή μας ο 40χρονος κυριολεκτικά κατακρεούργησε το θύμα, επιφέροντας του πολλαπλά πλήγματα με το μαχαίρι σε διάφορα μέρη του σώματός της με καίριο κτύπημα στην καρδιά, που ήταν και το θανατηφόρο».

Ο 40χρονος εφεσίβαλε την απόφαση, στηριζόμενος κυρίως στο επιχείρημα ότι ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρίας δεν απεδείχθη προμελέτη. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στο πλαίσιο της νομικής αξιολόγησης των δεδομένων που τέθηκαν ενώπιον του στην ουσία μετατόπισε το βάρος απόδειξης στους ώμους της Υπεράσπισης για να αποδείξει πως δεν στοιχειοθετείτο η προμελέτη.

Επίσης, ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε πλημμελώς την ενώπιον του μαρτυρία και προέβη σε ευρήματα για τα οποία δεν υπήρχε σχετική μαρτυρία.

Το ζήτημα της ανεπάρκειας του συνηγόρου υπεράσπισης

Ο 40χρονος παραπονείται ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης αφενός λόγω ανίκανης και/ή ανεπαρκούς δικηγορίας,  ένεκα του ότι ο συνήγορος του δεν έθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία που ενίσχυε τη θέση του για μη ύπαρξη προμελέτης και αφετέρου λόγω της μη ικανοποιητικής και/ή επαρκούς μετάφρασης της διαδικασίας, με αποτέλεσμα την αποστέρηση του δικαιώματος του να προβάλει αποτελεσματικά τη δική του εκδοχή και υπεράσπιση.

Από την πλευρά του το Ανώτατο Δικαστήριο σημειώνει ότι «είναι σαφές ότι δεν αρκεί η νομική εκπροσώπηση να είναι ανεπαρκής ή ανίκανη, αλλά θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να καθιστά τη διαδικασία άδικη και την κρίση του Δικαστηρίου ανασφαλή. Τέτοιες περιπτώσεις δεν μπορεί παρά να είναι σπάνιες.

Το παράπονο του 40χρονου, εν προκειμένω, σε σχέση με την εκπροσώπηση του από το συνήγορο υπεράσπισης ενώπιον του Δικαστηρίου, έγκειται βασικά στο γεγονός της μη παρουσίασης στο Δικαστήριο της γραπτής κατάθεσης που του λήφθηκε από την Αστυνομία, όπου υποστήριζε την έλλειψη προμελέτης. Ως εσφαλμένο χειρισμό από το συνήγορο του επικαλέστηκε το γεγονός ότι θεωρούσε ότι η κατάθεση του πελάτη του βρισκόταν ενώπιον του Κακουργιοδικείου ως μέρος του μαρτυρικού υλικού της υπόθεσης που είχε κατατεθεί κατά το στάδιο της παραπομπής, αγνοώντας ότι τέτοιο μαρτυρικό υλικό κατατίθεται για συγκεκριμένο σκοπό και δεν αποτελεί μέρος της κυρίας δίκης.  Και ότι ο 40χρονος βασίστηκε σε αυτή τη λανθασμένη εντύπωση του δικηγόρου του.

Αυτό, σύμφωνα με την εισήγηση του 40χρονου, απέκλεισε την εξέταση από το Δικαστήριο της δικής του εκδοχής ως προς τα επίδικα γεγονότα. Όπως το έθεσε ο συνήγορος του, ως εκ του σφάλματος του δικηγόρου του ο 40χρονος αποστερήθηκε του δικαιώματος του να προβάλει την ουσιαστικότερη εκδοχή του, με αποτέλεσμα η δίκη του να καταστεί μη δίκαιη. Με δεδομένο ότι η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής αναφορικά με το στοιχείο της προμελέτης ήταν περιστατική, ήταν υψίστης σημασίας, όπως τονίσθηκε, να αξιολογηθούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο οι ισχυρισμοί του 40χρονου αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επέφερε το θάνατο του θύματος.

Εντούτοις, όταν το Κακουργιοδικείο κάλεσε τον 40χρονο να διαβάσει την ανώμοτη του δήλωση με βάση την προηγηθείσα δήλωση του δικηγόρου του. Ο 40χρονου, όμως, αυτοβούλως απάντησε «Δεν θέλω να το διαβάσω» και προέβη προφορικά σε εκτενή δήλωση.

Ήταν, δηλαδή, ο ίδιος ο 40χρονος που κατά το στάδιο της ανώμοτης δήλωσης του δήλωσε ελεύθερα και, παρά την προηγούμενη δήλωση του δικηγόρου του, ότι δεν επιθυμούσε να αναγνώσει οτιδήποτε, αλλά να τα πει χωρίς να τα διαβάσει. Κατ’ ακολουθίαν όλων των πιο πάνω, η απουσία όπως γραπτής κατάθεσης του 40χρονου δεν δημιούργησε οποιοδήποτε κενό στην Υπεράσπιση του με αποτέλεσμα να μην υφίσταται οποιαδήποτε βάση στο επιχείρημα περί ανεπαρκούς αντιπροσώπευσης η οποία, μάλιστα, είχε ως συνέπεια η διαδικασία στη δίκη να καταστεί άδικη.

Η αυτόπτης μάρτυρας

«Σύμφωνα με την παραδεκτή μαρτυρία της Μ.23, αρχικά, είδε τον κατηγορούμενο να κρατά το θύμα με το ένα χέρι και με το άλλο να την κτυπά στο λαιμό. Στο χρονικό αυτό σημείο υπήρξε ανάπαυλα στη θέαση της, αφού φοβήθηκε, έσπευσε να κλειδώσει πόρτα και παράθυρα και ανέβηκε στο δωμάτιο της. Όταν κοίταξε εκ νέου, από το παράθυρο πλέον του δωματίου της, είδε τον κατηγορούμενο, να έχει αλλάξει στάση – αφού ήταν πλέον ιστάμενος – και να κτυπά το θύμα με το μαχαίρι στο στήθος.

Έπειτα, ο κατηγορούμενος, κατέβηκε από το όχημα και με μια φρικαλέα και αποτρόπαια πράξη αποτελειώματος του θύματος, της έδωσε και δύο γροθιές, λες και τα πολλαπλά κτυπήματα με το μαχαίρι δεν ήταν αρκετά για να τη σκοτώσουν. Η χρονική διάρκεια της επίθεσης δεικνύει δύο πράγματα: Πρώτον, την αποφασιστικότητα για θανάτωση του θύματος (που άπτεται του προηγούμενου στοιχείου που παραθέσαμε) και δεύτερον, το αμετανόητο της απόφασης του κατηγορούμενου.

Όπως πολύ σωστά το έθεσε ο κ. Αριστείδης, ο κατηγορούμενος, για τον λίγο έστω χρόνο που χρειάστηκε μέχρι να κλειδώσει η Μ.23 την πόρτα και τα παράθυρα και να ανέβει στο δωμάτιο της, είχε την ευκαιρία να αναλογιστεί τις συνέπειες των πράξεων του και να αποστεί από την υλοποίηση τους. Κάτι τέτοιο, ενδεχόμενα, θα αναχαιτούσε την τεκμηρίωση προμελέτης. Αντ’ αυτού όμως, συνέχισε να καταφέρνει κτυπήματα στο θύμα, μεταξύ αυτών, και το θανατηφόρο κτύπημα στην καρδιά.»

Ο συνήγορος του 40χρονου εισηγείται ότι το Κακουργιοδικείο απαριθμώντας γεγονότα που, κατά την άποψη του, οδηγούσαν αβίαστα στο συμπέρασμα πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο 40χρονος προμελέτησε τη θανάτωση του θύματος, αγνόησε άλλη μαρτυρία η οποία δημιουργούσε αμφιβολία ή που δεν συνήδε με προμελετημένο φόνο.

Το μυστηριώδες κίνητρο

Στην απόφαση αναφέρεται ότι «το ότι το ακριβές ελατήριο για τη φόνευση του θύματος παρέμεινε άγνωστο έστω και αν μέσα από την ανώμοτη δήλωση του 40χρονου διαφάνηκε ότι μεταξύ του και του θύματος υπήρχαν κάποιου είδους οικονομικές δοσοληψίες χωρίς, ωστόσο, η φύση τους να καθίσταται σαφής, δεν αποτελεί ζήτημα που επηρεάζει την απόδειξη του αδικήματος».

Ο κατηγορούμενος στην ανώμοτη του δήλωση (το μοναδικό στοιχείο που τέθηκε στην υπεράσπιση του) δεν μίλησε ούτε για πρόκληση ούτε για απώλεια αυτοελέγχου. Αντίθετα, ισχυρίστηκε ότι είχε πολύ καλές σχέσεις με το θύμα. Ούτε καν τη διαδικασία φόνευσης του θύματος δεν θυμόταν, κατά τα λεγόμενα του. Το μόνο που ισχυρίστηκε, είναι, πως όταν το θύμα αρνήθηκε να του δώσει €300, την κτύπησε. Απ΄ εκεί και πέρα δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας περί λογομαχίας ή συζήτησης πόσο μάλλον πρόκλησης και απώλειας αυτοελέγχου.

Η απόφαση

Εξετάσαμε με μεγάλη προσοχή όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μας. Ο 40χρονος φέροντας μαχαίρι ανέμενε στο δρόμο το θύμα να περάσει με το όχημα της από σημείο της διαδρομής που γνώριζε ότι έκανε καθημερινά. Έκανε σήμα στο θύμα να σταματήσει και επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο. Όταν σε κάποιο σημείο της διαδρομής η συνοδηγός του θύματος αποβιβάστηκε από το αυτοκίνητο, ο 40χρονος δεν μετακινήθηκε στο μπροστινό κάθισμα, αλλά παρέμεινε καθήμενος στο πίσω κάθισμα. Στη συνέχεια ο 40χρονος θανάτωσε το θύμα.

Σύμφωνα με αυτόπτη μάρτυρα, που άκουσε γυναικεία φωνή να καλεί σε βοήθεια, ο 40χρονος με το δεξί του χέρι κρατούσε το κεφάλι του θύματος και με το αριστερό το μαχαίρι το οποίο ακολούθως κτυπούσε στο λαιμό του θύματος. Μεσολάβησε κάποιος χρόνος μέχρι η αυτόπτης μάρτυρας να εισέλθει στην οικία της, να κλειδώσει την πόρτα και τα παράθυρα και να ανεβεί στο δωμάτιο της.

Όταν κοίταξε εκ νέου είδε τον 40χρονο να έχει αλλάξει στάση και να είναι πλέον ιστάμενος εντός του οχήματος και να κτυπά το θύμα με το μαχαίρι στο στήθος. Ακολούθως αυτός εξήλθε του οχήματος, άνοιξε την πόρτα του οδηγού κτύπησε με γροθιές το θύμα, το οποίο στο μεταξύ είχε γείρει στη θέση του συνοδηγού, και, τρέχοντας, εγκατέλειψε τη σκηνή.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω δεν έχουμε καμιά αμφιβολία ότι το Κακουργιοδικείο ορθά έκρινε από τις όλες ενέργειες του 40χρονου ότι αυτός προμελέτησε και, βάσει αυτής της προμελέτης, εκτέλεσε το φόνο του άτυχου θύματος.