Κρατούσε γερά στα χέρια την πολύτιμη φωτογραφική της μηχανή. Πολύτιμη όχι σε χρηματική αξία. Πολύτιμη γιατί κουβαλούσε μέσα στο φιλμ τη ζωή της. Υπήρχαν φορές που δεν της επέτρεπαν να την πάρει μέσα στο γήπεδο και τότε ζούσε μια μικρή στιγμή χουλιγκανισμού. Κολλούσε με τους μπροστινούς της, έκρυβε περίτεχνα τη φωτογραφική και περνούσε τελικώς τον έλεγχο στην είσοδο της θύρας.
Απόψε ήταν άλλο ένα παιχνίδι με τους… εκείνους τέλος πάντων, που δεν επέτρεπε στον εαυτό της να προφέρει ούτε το όνομα. Στο Βόρειο Λονδίνο υπήρχε πάντοτε μια περίεργη ζωηράδα πριν από αυτά τα ματς. Είχαν τη δική τους, ειδική βαρύτητα και η κυρία Μαρία επιστράτευε όλη της τη δημιουργικότητα. Να σκαρώσει τραγουδάκια, στα οποία απαραιτήτως δεν θα αναφέρονταν το όνομα τους.
Κάθε οπαδός που σέβεται τον εαυτό του, γνωρίζει από την αρχή της χρονιάς τα (τοπικά) ντέρμπι. Έχει κυκλώσει την ημερομηνία και όσο ο χρόνος πλησιάζει σε εκείνο το κακοφτιαγμένο κυκλάκι στο ημερολόγιο της κουζίνας, τόσο η αγωνία χορεύει με τον ενθουσιασμό σε ένα build – up που όσες φορές κι αν χρειαστεί να γίνει, θα γίνει. Με την ίδια αναλλοίωτη κάψα. Ε λοιπόν η Μαρία Πετρή ήταν οπαδός. Οπαδός της Άρσεναλ.
Κουβαλούσε μάλιστα στο μόλις 1,50 κορμί της έναν ορισμό που είχε βουτήξει στα νερά του ρομαντισμού, είχε γδαρθεί στις επιταγές του modern football μα δεν είχε αποκτήσει ούτε αμυχή. Τον κρατούσε μέσα της σα φυλαχτό. Εκείνο το περήφανο «στα εύκολα και τα δύσκολα». Εκείνο το αγέρωχο «παντού μαζί». Στα ντέρμπι και στα αδιάφορα ματς εξίσου. Στην ομάδα ανδρών, σε εκείνη των γυναικών και στην αναπτυξιακή. Εκεί.
«Αληθινός οπαδός της Άρσεναλ; Κάποιος που στηρίζει την ομάδα του σε όλα τα επίπεδα, δεν τους βρίζει, τους ενθαρρύνει να τα πάνε καλύτερα αν τα πάνε άσχημα, τους ανταμείβει με χαμόγελα όταν τα πάνε καλά, αυτός που πηγαίνει στους αγώνες είτε πρόκειται για σημαντικούς αγώνες, είτε για μικροσκοπικούς αγώνες, με μικρές ομάδες. Αυτός είναι ένας πραγματικός οπαδός».


Γιατί; Δεν υπάρχει «γιατί», ούτε για το «πώς ακριβώς» υπάρχει απάντηση. Απλώς άκουσε το όνομα της ομάδας μια μέρα στο ραδιόφωνο, καθώς έτριβε το πάτωμα του δωματίου πάνω από το εστιατόρια που είχαν οι γονείς της. Ήταν ένα 12χρονο κορίτσι που ερωτεύτηκε την Άρσεναλ και η επιθυμία της να γνωρίσει από κοντά το υποκειμένου του πόθου της, γιγαντώθηκε καθώς πέρασε μέσα απ’ την απαγόρευση. Τί δουλειά έχει ένα κορίτσι στο γήπεδο; Αυτό της έλεγαν επί χρόνια οι γονείς της. Και έτσι περίμενε. Την στιγμή που θα δει για πρώτη φορά την κόκκινη φανέλα από κοντά, την πρώτη φορά που θα επισκεφθεί το Χάιμπουρι, που θα πατήσει το τσιμέντο του, θα μυρίσει το χορτάρι του, θα γνωρίσει το δεύτερο σπίτι της.
Ακόμα κι όταν τα κατάφερε όμως, βρέθηκε αντιμέτωπη με τα: «Ω, σκάσε! Επίστρεψε στην κουζίνα! Ξέρει ο σύζυγός σου ότι είσαι εδώ;» Γι όλους αυτούς κρατούσε ένα δυναμικό: «Ποτέ δεν θα με κάνεις να σωπάσω!». Κι άπαξ κι έγινε μια φορά, δεν υπήρχε πλέον γυρισμός. Το πρώτο της ever παιχνίδι ήταν ένα εκτός έδρας ματς στο Πόρτσμουθ στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Έκτοτε έδινε το παρών σχεδόν σε όλα τα παιχνίδια της ομάδας. Όλου του οργανισμού. Χωρίς εξαίρεση. Τη γνώρισαν όλοι. Παίκτες, παράγοντες, φίλαθλοι, φροντιστές, δημοσιογράφοι, αντίπαλοι. Κι αν κάποιος δεν τη γνώριζε καταλάβαινε το ξεχωριστό της αύρας της. Διαγραφόταν στο πλατύ χαμόγελο της, φώλιαζε στα τραγούδια της, εκφραζόταν με το go gunners.
Οι Ελληνοκύπριοι γονείς της Μαρίας Πετρή μετακόμισαν στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1938. Ήταν ερωτευμένοι, αλλά οι οικογένειές τους δεν τα πήγαιναν καλά, κι έτσι «κλέφτηκαν». Ταξίδεψαν μακριά απ’ την πατρίδα για να ζήσουν μαζί. Η Μαρία γεννήθηκε ένα χρόνο μετά κι από μικρή δήλωνε πως θα γίνει δασκάλα. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο στο Chichester, πήρε πτυχίο στα γαλλικά και τα ισπανικά. Επέστρεψε ύστερα στο Islington για να διδάξει. Μιλούσε έξι γλώσσες, δίδαξε για 33 ολόκληρα χρόνια και δεν έκανε δική της οικογένεια. Χώρισε τη ζωή της ανάμεσα στα θρανία, τις κερκίδες και τον αγαπημένο της κήπο, που ήταν γεμάτος με δάφνες, θάμνους δεντρολίβανου και ένα αμπέλι στο οποίο καλλιεργούσε σταφύλια και τα χρησιμοποιούσε για να κάνει ζελέ.

Δεν ένιωσε μοναξιά ποτέ. Πρώτη της οικογένεια υπήρξαν τα παιδιά στα θρανία. Δεύτερη αυτά στην κερκίδα. «Είμαι ερωτευμένη με την Άρσεναλ. Μόνο αυτό μπορώ να πω. Επειδή δεν έχω δική μου οικογένεια, η Άρσεναλ είναι η οικογένειά μου. Είμαι τόσο συνδεδεμένη με την Άρσεναλ. Είναι τόσο υπέροχοι άνθρωποι και το προσωπικό επίσης είναι απολύτως όμορφο, είναι τόσο ευγενικοί μαζί μου. Νομίζω ότι αν είμαι χαρούμενη και αυτοί φαίνονται χαρούμενοι επειδή είμαι χαρούμενη εγώ. Η αγάπη για αυτούς με κυρίευσε και δεν με αφήνει να φύγω. Και συνεχίζω να λέω στους ανθρώπους: ‘Θα είμαι τόσο στεναχωρημένη όταν πεθάνω’. Και λένε, “γιατί Μαρία;” ”Λοιπόν, δεν θα μπορώ να παρακολουθώ πια την Άρσεναλ’».
Always loud and proud γράφουν οι Άγγλοι για την κυρία Μαρία που «έφυγε» από τη ζωή στα 83 της χρόνια τα ξημερώματα του Σαββάτου. Για τη «μεγαλύτερη οπαδό της Άρσεναλ». Για την κυρία Μαρία ερωτεύτηκε την Άρσεναλ και δεν την άφησε λεπτό. Ούτε κι η Άρσεναλ εκείνη όμως.
Και τώρα θρηνεί για λίγο από το αγνό κι ανόθευτο που έφυγαν μαζί της…
«Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψει κανείς με λόγια τι σήμαινε η Μαρία για όλους όσους συμμετέχουν στην Arsenal Football Club: παίκτες, επιτελείο και άλλους υποστηρικτές. Σπάνια μπορεί να ειπωθεί ότι “τα παιχνίδια δεν θα είναι τα ίδια” χωρίς κάποιον υποστηρικτή, αλλά η παρουσία της Μαρίας, το θρυλικό της ‘Come on You Gunners!’ και πολλά, πολλά υποστηρικτικά τραγούδια που δημιουργήθηκαν εδώ και δεκαετίες, θα αφήσουν πραγματικά ένα κενό στους αγώνες στο Emirates, στο Meadow Park και σε εκτός έδρας αγώνες όπου κι αν παίζουμε.
[…] Κάθε φωτογραφία της Μαρίας φωτιζόταν πάντα από το υπέροχο χαμόγελό της – και τα χαμόγελα όλων γύρω της, ενεργοποιημένα από τη θετικότητά της και τη λάμψη στα μάτια της που μεταδίδονταν. Αλλά ήταν ακλόνητα θετική, ανεξάρτητα από τις συνθήκες του παιχνιδιού και ελπίζουμε ότι ως φόρο τιμής στη Μαρία, οι υποστηρικτές να παρακινηθούν να αξιοποιήσουν την αισιοδοξία και το πνεύμα της στη μνήμη αυτής της πολύ ιδιαίτερης θαυμαστή. Η Μαρία έλεγε συχνά ότι η Άρσεναλ ήταν η οικογένειά της και αυτή η οικογένεια είναι συντετριμμένη σήμερα. Ήσουν μία στο εκατομμύριο και δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ Μαρία»

Αγγ