Το ελληνικό μπάσκετ εν έτει 1962 δεν είχε καμία σχέση με το αντίστοιχο σημερινό. Οι μπασκετμπολίστες δεν αμείβονταν πλουσιοπάροχα, (ή σωστότερα δεν αμείβονταν καθόλου!), την τιμητική τους είχαν οι «ραβέρσες», τα «ελ», οι «καλαθιές», και τα «μπασίματα», ενώ δεν υπήρχαν καν κλειστά γυμναστήριο, εκτός από το νεότευκτο (δύο ετών μόλις) γήπεδο αθλοπαιδιών του Παναθηναϊκού, τον θρυλικό «Τάφο του Ινδού».

Έννοιες όπως «pick n’ roll», «transition game», «low post» ήταν παντελώς άγνωστες για τους ρομαντικούς μπασκετάνθρωπους της εποχής. Ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς, έτσι κι αλλιώς, ήταν και εκείνος μόλις δύο ετών τότε. Συγκεκριμένα, γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου 1960, δέκα ακριβώς ημέρες πριν από τα εγκαίνια του σημερινού «Παύλος Γιαννακόπουλος»…

Μεγάλες δυνάμεις της εποχής ήταν ο Παναθηναϊκός, η ΑΕΚ, ο Πανελλήνιος, το Παγκράτι, το Σπόρτιγκ και ο Τρίτωνας, ενώ δεν είχε θεσπισθεί ακόμα ούτε η Εθνική Κατηγορία. Έτσι, οι ομάδες συμμετείχαν στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα μέσω των τοπικών διοργανώσεων, τα παιχνίδια των οποίων έκρυβαν μεγάλες συγκινήσεις και έντονο ανταγωνισμό.

Ένα τέτοιο παιχνίδι έγινε στις 12 Απριλίου 1962 μεταξύ του Παναθηναϊκού και του Πανελληνίου, των δύο «αιώνιων αντιπάλων» της ελληνικής καλαθοσφαίρισης τις δεκαετίες 1940 και 1950, στο γήπεδο του δεύτερου. Ενα εξ αναβολής ματς, το οποίο θα έκρινε σε μεγάλο βαθμό την πρόκριση για το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα και για τις δύο ομάδες. Ένα παιχνίδι για το οποίο η Αθλητική Ηχώ της επομένης θα γράψει τα εξής:

«Το δραματικώτερον αναμφισβήτητα παιγνίδι μπάσκετ που έχει γίνει ποτέ σε ελληνικό γήπεδο! Ένα παιγνίδι που κυριολεκτικά συνήρπασε τους 2.500 περίπου χιλιάδες θεατάς του και που διήρκεσε 65 ολόκληρα λεπτά!»

Ο Παναθηναϊκός, πρωταθλητής Ελλάδας του 1961, και έχοντας στη σύνθεσή του μεγάλα ονόματα της εποχής, όπως ο φημισμένος για το μακρινό του σουτ, Πέτρος Παναγιωταράκος, ο μετέπειτα πρόεδρος της ΕΟΚ και της FΙΒΑ Europe, Γιώργος Βασιλακόπουλος, ο Στέλιος Ταβουλάρης, ο Γιώργος Λιαμής, ο Γιώργος Ζάννος και ο αρχηγός Γιάννης Μακρίδης, ήταν το φαβορί της αναμέτρησης. Ο Πανελλήνιος είχε πάψει να είναι η ομάδα-φόβητρο της δεκαετίας του 1950, ήταν όμως πάντα υπολογίσιμος και δυνατός.

Το παιχνίδι πήρε από τα πρώτα λεπτά άσχημη τροπή για το Τριφύλλι, το οποίο στην ανάπαυλα βρισκόταν πίσω στο σκορ με 17 πόντους (46-29). Στο 24′ η διαφορά θα φτάσει μέχρι και τους 21 πόντους (54-33) και το φόβο της ήττας διαδεχόταν ήδη ο φόβος μιας επικείμενης συντριβής. Ο Πανελλήνιος χρειαζόταν μονάχα μια σωστή διαχείριση ώστε να ρίξει στο καναβάτσο τους «πράσινους», φτάνοντας στην πολυπόθητη νίκη.

Αλλά η καρδιά του Πρωταθλητή δεν είχε σταματήσει να χτυπά… Και κάπου εκεί ξύπνησε το ένστικτο επιβίωσης των παικτών με το τριφύλλι στο στήθος.

Ο Παναθηναϊκός άρχισε να μειώνει σταδιακά τη διαφορά και λίγο πριν από τη λήξη η ψαλίδα είχε μικρύνει αισθητά, με το σκορ στο 63-57. Το πάθος ξεχείλιζε και η ισοφάριση ήταν πλέον θέμα χρόνου. Ο Παναθηναϊκός είχε ξυπνήσει και η φανέλα δεν μπορούσε να κρύψει το βάρος το οποίο κουβαλούσε. Και τελικά οι μπασκετμπολίστες του καταφέρνουν και ισοφαρίζουν σε 67-67, στέλνοντας το ματς στην παράταση!

Ο Πανελλήνιος όμως δεν είχε πει την τελευταία του κουβέντα… Στην παράταση θα προηγηθεί 71-68 και θα πλησιάσει στη νίκη (αξίζει να αναφερθεί πως εκείνη την εποχή δεν υπήρχε σουτ τριών πόντων). Ο Παναθηναϊκός, όμως, ο οποίος ανέκαθεν διέθετε τη φήμη της ομάδας που αρνείται να ηττηθεί (την οποία απέκτησε από τις εποχές του Γιάννη Λάμπρου και του Μίσα Πανταζόπουλου) θα ισοφαρίσει εκ νέου, οδηγώντας το παιχνίδι σε δεύτερη παράταση (75-75)!

Και πάλι ο Πανελλήνιος είναι εκείνος που θα προσπεράσει στο σκορ, και πάλι όμως οι «πράσινοι» παραμένουν σε θέση βολής και δεν αφήνουν τον σύλλογο της Κυψέλης να ξεφύγει. Το 79-77 του Πανελληνίου θα μετατραπεί σε 81-81 και… τρίτη παράταση!

Παρά το γεγονός ότι οι Μακρίδης και Ζάννος είχαν αποβληθεί με πέντε φάουλ, ο Παναθηναϊκός δεν έδειχνε διατεθειμένος να παραδοθεί. Ήδη έσπαγαν καρδιές στην Κυψέλη και οι θεατές παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα μια επική μονομαχία.

Στην τρίτη παράταση, ο Παναθηναϊκός θα πάρει για πρώτη φορά κεφάλι στο σκορ (81-83 και 85-87), αλλά ο Πανελλήνιος θα ισοφαρίσει σε 89-89. Τέταρτη παράταση! Η κούραση ήταν πλέον εμφανής, ενώ ο Παναθηναϊκός θα χάσει με πέντε φάουλ ακόμα δύο παίκτες, τον Ζάννο και τον Βασιλακόπουλο. Οι πρωταθλητές αγωνίζονταν δίχως τέσσερις βασικούς τους παίκτες, ενώ ο Πανελλήνιος μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε χάσει μόνο τον Πιτσινό.

Όλα προδίκαζαν πως ο καταβεβλημένος Παναθηναϊκός θα παραδώσει πνεύμα και θα ηττηθεί. Ο Πανελλήνιος θα προηγηθεί με τρεις πόντους, κοιτάζοντας πια κατάματα την επικράτηση. Το παιχνίδι όμως έμελλε να έχει και συνέχεια. Ο Παναθηναϊκός θα ισοφαρίσει και θα προσπεράσει (96-98), αλλά οι Κυψελιώτες θα απαντήσουν, ισοφαρίζοντας το σκορ (99-99) και στέλνοντας το παιχνίδι σε πέμπτη παράταση!

Στο μεσοδιάστημα, ο Πανελλήνιος θα στερηθεί των υπηρεσιών δύο παικτών του ακόμα, του Φιλιππάκη και του Γκιουσμά, ενώ το «Τριφύλλι» θα μείνει χωρίς τον «ελεύθερο σκοπευτή» του Παναγιωτίδη. Πλέον, μια πεντάδα «πράσινων» παικτών είχε αποβληθεί…

Η πέμπτη παράταση θα είναι και η τελευταία, στο πιο δραματικό ματς όλων των εποχών και ίσως στο μοναδικό που παίχτηκαν 65 λεπτά καθαρού χρόνου μπάσκετ! 102-105 μπροστά ο Παναθηναϊκός, 105-105 θα ισοφαρίσει ο Πανελλήνιος. Ξανά μπροστά με 108-107  ο Πανελλήνιος, αλλά η ακροτελεύτια ανατροπή θα έχει πράσινο χρώμα και ένα λευκό τριφυλλάκι για σφραγίδα…

Ο Παναθηναϊκός θα κατακτήσει μια ανεπανάληπτη και απρόσμενη νίκη με 109-108, σε ένα ατελείωτο θρίλερ που έσπασε καρδιές και νεύρα, φέρνοντας τους αθλητές στα όριά τους. Μια νίκη από εκείνες που μπολιάζουν με γονίδια θριαμβευτή έναν σύλλογο και που τον μετατρέπουν από πρωταθλητή σε παντοκράτορα.

Ο Σύλλογος Μεγάλος θα προκριθεί στα τελικά και λίγους μήνες αργότερα θα στεφθεί πρωταθλητής Ελλάδας για όγδοη φορά στην ιστορία του, κερδίζοντας τον Ηρακλή Θεσσαλονίκης και τον Τρίτωνα. Όντας πρώτος πλέον σε κατακτήσεις, θα στρογγυλοκαθίσει στο θρόνο του, από τον οποίο δεν θα σηκωθεί ποτέ ξανά…