Η ονείρωξη του Τίτο. Αυτό ήταν το Βούκοβαρ. Ό,τι είχε κατά νου ο γεννήτορας της Γιουγκοσλαβίας, αυτή η πόλη στο ανατολικό άκρο της Κροατίας το προσέφερε πρακτικά σε επίπεδο συνύπαρξης. Συνολικά 22 διαφορετικές εθνικότητες ήταν καταγεγραμμένες στο δημοτολόγιο της πριν τον εμφύλιο.

Πλούσιος τόπος, για τα δεδομένα του κοινωνικοπολιτικού καθεστώτος της εποχής, για τους περίπου 150.000 ανθρώπους που ζούσαν εκεί προπολεμικά. Ενδεικτικό ότι πέραν του Μάριμπορ, ήταν η περιοχή στην Γιουγκοσλαβία οπού υπήρχαν τα περισσότερα αυτοκίνητα ανά ενήλικο.

Κύριος λόγος αυτής της άνθισης ήταν η βιοτεχνία του Μπόροβο, ενός δήμου του Βούκοβαρ, στο ανατολικό άκρο της πόλης. Ιδρύθηκε από έναν Τσέχο το 1932, κατασκευάζοντας παπούτσια και προϊόντα καουτσούκ. Εκεί εργάζονταν η Βικτόρια, Κροάτισσα, παντρεμένη με τον Μπόγκνταν, οδηγό νταλίκας στο επάγγελμα, Σέρβος στην καταγωγή.

Δύο αγόρια είχαν. Μεγαλύτερος ο Σίνισα, μικρότερος ο Ντράζεν. Καλοί μαθητές, τα έπαιρναν τα γράμματα, εκεί παράπονο δεν υπήρχε. Αυτό το οποίο η Βικτόρια δεν μπορούσε να αντέξει ήταν το ποδόσφαιρο. Της χάλαγε το σπίτι. Κυριολεκτικά.

Ο μεγάλος ήταν αυτός που συνέχεια κλώτσαγε. Και όσο πήγαινε να βλέπει τους μεγαλύτερούς του να παίζουν σε ένα χωράφι, δίπλα από το πατρικό του, απλώς χαρούμενος που έτρεχε πίσω από κάθε μπάλα που έφευγε εκτός ορίων και έτσι είχε τη δυνατότητα να (τους) την γυρίσει πίσω, η Βικτόρια δεν προβληματίζονταν.

Όταν όμως επέστρεφε σπίτι και προσπαθούσε να μιμηθεί όσα έβλεπε, δημιουργούνταν προβλήματα. Μια μεγάλη πόρτα αποθήκης είχε μετατραπεί σε… πεδίο βολής, σε εστία, την οποία και συνεχώς σημάδευε, με τις ώρες, πάντα εστιάζοντας σε συγκεκριμένα σημεία. Άλλοτε τα τοποθετούσε στο νου του, άλλοτε σημείωνε πάνω στην πόρτα εκεί που ήθελε να στείλει την μπάλα.

Κάτι η επανάληψη, κάτι η δύναμη με την οποία κλωτσούσε και που ολοένα και αυξάνονταν όσο μεγάλωνε, διέλυαν την πόρτα. Νόμος της φυσικής. Επανάληψη και πίεση. Δεν ήταν φυσικά μόνο η πόρτα. Συχνά πυκνά η φθορά προκαλούνταν και στα τούβλα που την πλαισίωναν. Αλλάχτηκαν τόσες πολλές φορές που ήταν αδύνατον να διατηρηθεί η αρμονική τους συνέχεια, κάτι που γίνονταν αμέσως εμφανές από την ευδιάκριτη πολυχρωμία.

Οι μπελάδες και τα άγχη της Βικτόρια σταμάτησαν, τουλάχιστον ως προς την υπόσταση του σπιτικού της, όταν έστειλε τον κανακάρη της στην τοπική ομάδα. Ας κλωτσούσε εκεί όσο δεν απειλούσε την οικογενειακή περιουσία. Μα το σπίτι, με αυτήν την χαρακτηριστική πολυχρωμία στον τοίχο της αποθήκης, παρέμεινε να ξεχωρίζει.

Ακόμη και μετά τον πόλεμο, όπου η αλλοτινή πόλη πρότυπο της Γιουγκοσλαβίας διαλύθηκε, γέμισε πληγές και σημάδια που ακόμη δεν έχουν κλείσει, η ανάμνησή του στους ντόπιους ήταν εκεί. Οι ιδιοκτήτες του έφυγαν με την πρώτη τουφεκιά και δεν ξαναγύρισαν μέχρι να κλείσουν τα μάτια τους. Ούτε ο μεγάλος τους γιος όμως, αυτός που ευθύνεται για την χαρακτηριστική ανομοιομορφία, πήγε στο πατρικό του μέχρι να σταματήσει, για χρόνια κιόλας, να κλωτσάει, επαγγελματικά πια.

Έτσι κι αλλιώς άλλωστε είχε καταστραφεί σχεδόν ολοσχερώς, με μόνη θύμηση, ολοζώντανη σε κάθε περίπτωση, τα πολύχρωμα τούβλα, που όλοι, ντόπιοι και επισκέπτες, γνώριζαν για χρόνια, απλώς και μόνο βλέποντας τα να ξεχωρίζουν, πως αποτέλεσαν μέρος του πρώτου, προσωπικού προπονητηρίου στο σπίτι που μεγάλωσε ο Σίνισα Μιχάιλοβιτς.

Οι «Χιλιάνοι», ο Αστέρας και ο Αρκάν

Έφηβος ακόμη ήταν όταν έπαιξε στην πρώτη ομάδα της Μπόροβο, ενώ ως επίλεκτος, ξεχώριζε από την περιοχή της Κροατίας, με άλλους, ονομαστούς ταλαντούχους: Σούκερ, Μπόμπαν, Προσινέτσκι.

Η πατρική σέρβικη καταγωγή του, θέμα από νωρίς σε μια πυριτιδαποθήκη που έβραζε. Κι αυτό παρότι ήταν γεννημένος στην Κροατία, μεγαλωμένος στην Κροατία, η μητέρα του ήταν Κροάτισσα, χωρίς άλλο τόπο, ούτε να γνωρίζει, ούτε και να έχει μάθει. Του ζητήθηκε να υπογράψει στην Ντίναμο Ζάγκρεμπ, αλλιώς δεν θα πήγαινε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Νέων του 1987 στη Χιλή.

Αρνήθηκε. Δεν πήγε στους «μπλε», δεν πήγε όμως ούτε και στη Χιλή και έτσι έχασε την ευκαιρία να πλαισιώσει τους Προσινέτσκι, Μπόμπαν, Μιγιάτοβιτς, Σούκερ, Γιάρνι, Στίματς, Πέτριτς, συμμετέχοντας στην κορωνίδα της ιστορίας του γιουγκοσλαβικού ποδοσφαίρου, με την κατάκτηση του Παγκόσμιου πρωταθλήματος από την ομάδα που εφεξής έμεινε στις συνειδήσεις όλων των Γιουγκοσλάβων, Κροατών, Σέρβων, Μαυροβούνιων, Βόσνιων, Σλοβένων ως οι «Χιλιανοί».

Αντί Ζάγκρεμπ, Νόβισαντ. Και αντί Ντιναμό, Βοϊβοντίνα. Στα 19 του, άφησε την κροατική γη και μετακόμισε σε σερβική, αντίστοιχα όμως, μωσαϊκό εθνικοτήτων και καταγωγών. Στον πάγκο, ο γνωστός μας από τις μετέπειτα θητείες του σε ΠΑΟΚ και Ολυμπιακό, Λιούμπκο Πέτροβιτς.

«Μάνα» του λόχου, ένας από τους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού μεγάλους και έμπειρους εκείνης της ομάδας, ο Μίλος Σέστιτς, ο οποίος είχε επιστρέψει από την τετραετή του θητεία στους «ερυθρόλευκους».

Όλα έδεσαν και από το πουθενά, η Βοϊβοντίνα κατέκτησε στη δεύτερη χρονιά του Μιχάιλοβιτς το δεύτερο και τελευταίο πρωτάθλημα της ιστορίας της. Ασύλληπτο επίτευγμα, τελείως εκτός λογικής και αγωνιστικών δεδομένων. Επίτευγμα που ακολούθησε η νομοτέλεια. Ο Πέτροβιτς έφυγε και ανέλαβε τον Ερυθρό Αστέρα και «έψησε» τον Μιχάιλοβιτς να πάει μαζί του. Εντάχθηκε αρμονικά και εφόσον φορούσε τη φανέλα, οι εξ ημισίας κροατικές του ρίζες, δεν αποτελούσαν πρόβλημα.

Για την ακρίβεια, θα φροντίζονταν να μην μετατραπούν σε πρόβλημα σε μια χώρα που μύριζε παντού μπαρούτι. Εγγυητής ήταν ο ηγέτης της εξέδρας των Delije, των οργανωμένων του Αστέρα, ο διαβόητος Αρκάν (κατά κόσμον Ζέλικο Ραζνάτοβιτς), ο οποίος στον πόλεμο που ακολούθησε εξελίχθηκε σε αιμοσταγή πολέμαρχο, εγκληματία πολέμου.

Ο Αρκαν ήταν εκείνος που εγγυήθηκε για τον νιόφερτο του Αστέρα και από τότε ξεκίνησε και η γνωριμία τους. Δεν τον ενοχλούσε που η μητέρα του προστατευόμενού του ήταν Κροάτισσα.

Στην πόλη του, στο Βούκοβαρ, ήταν που ουσιαστικά ξεκίνησε ο εμφύλιος. Εκεί έπεσαν οι πρώτες τουφεκιές, εκεί έγινε η πρώτη αδιανόητη σφαγή. Και αυτό την ώρα που ο Μιχάιλοβιτς είχε καταλυτική παρουσία στην πορεία του – πολυσυλλεκτικού εθνολογικά – Ερυθρού Αστέρα για την κατάκτηση πρώτα του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1991 και λίγους μήνες μετά του Διηπειρωτικού Κυπέλλου.

Χρόνια αργότερα, στην κηδεία του Αρκάν, ο Μιχάιλοβιτς έγραψε επικήδειο. Ενέργεια που ερμηνεύτηκε ως απόδειξη εθνικιστικών πιστεύω και που σε κάθε ευκαιρία και αφορμή του υπενθυμίζονταν από κάθε μια από τις δύο, εμπλεκόμενες μεριές, προφανώς με διαφορετική αφετηρία, κίνητρα και υποδοχή.

Τι κι αν ο ίδιος ποτέ δεν έκρυψε καταγωγή και dna, λέγοντας δημοσίως το αυτονόητο, πως δηλαδή η Κροατία είναι η δεύτερη πατρίδα του. Τι κι αν χρόνια αργότερα, σε μια συνέντευξη στη Gazzetta dello Sport, είχε πει: «Είναι αλήθεια πως έγραψα τον επικήδειο. Ο Αρκάν ήταν φίλος. Με βοήθησε όταν έπαιζα στον Αστέρα, βοήθησε την οικογένειά μου. Δεν δικαιολογώ τα εγκλήματά του. Ήταν φρικτά. Σε έναν εμφύλιο, δεν υπάρχουν κακοί και κακοί, δεν υπάρχει μαύρο και άσπρο, μόνο κόκκινο. Το χρώμα του αίματος των αθώων».

Οι τίτλοι και η ζωή στην Ιταλία και το κακό που πάλεψε

Ακολούθησε τον δρόμο των συμπατριωτών του και μετακόμισε στο καμπιονάτο. Ο Βουγιαντίν Μπόσκοβ τον πήρε στη Ρόμα, μαζί του δούλεψε και μετέπειτα στη Σαμπντόρια, έχοντας πια γυρίσει μέτρα στο γήπεδο, παίζοντας ως λίμπερο. Στη Λάτσιο – αφού πρώτα, για ακόμη μια φορά ο κολλητός του Ρομπέρτο Μαντσίνι και ο αυτός που τον έκανε λίμπερο, ο Σουηδός Σβεν Γκόραν Ερικσον εγγυήθηκαν γι’ αυτόν ώστε να «συγχωρεθεί» το… τζιαλορόσο παρελθόν του – πανηγύρισε τίτλους: Κύπελλο Κυπελλούχων, Ευρωπαϊκού Σούπερ Καπ, σκουντέτο, το δεύτερο και τελευταίο – όπως στη Βοϊβοντίνα – της ιστορίας των «λατσιάλι (2000).

Με άλλους τρεις κρέμασε τα εξάταπα στην Ιντερ (έχοντας πλέον τεχνικό τον Μαντσίνι, ο οποίος ήταν και αυτός που του άνοιξε στη συνέχεια την πόρτα της προπονητικής). Παρέμενε εκρηκτικός, θεριό ανήμερο, δικαιολογώντας στο κάθε τι, στην κάθε φάση, στην κάθε στιγμή τα βαλκανικά γονίδια.

Ζωσμένος έμοιαζε για μάχη, για μανούρα, για κόντρα. Η εξέδρα τον λάτρευε, οι αντίπαλοι τον μισούσαν, χτυπώντας ακριβώς στο παρελθόν και στις εκτιμώμενες πεποιθήσεις του, τις οποίες όσο και αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να αποτινάξει.

Μα πάνω απ’ όλα με αυτό το ασύλληπτο αριστερό του πόδι. Μαθήματα γεωμετρίας οι μεταβιβάσεις του, Πυθαγόρειες εξισώσεις, λυμμένες συνήθως με γκολ, οι εκτελέσεις φάουλ. Ως και χατ-τρικ με τέτοιες έκανε, ενώ συνολικά στη θητεία του στο καμπιονάτο σκόραρε (ρεκόρ) 28 φορές με χτυπήματα φάουλ.

Πέρασε στους πάγκους. Δεκατέσσερα χρόνια, οκτώ ομάδες. Μόνιμα, με την εξαίρεση της σύντομης θητείας του ως εκλέκτορας της Σερβίας, στην Ιταλία. Εκεί, πια, έγινε το σπίτι του. Παντρεύτηκε Ιταλίδα, τη δημοσιογράφο Αριάνα Ραπατσιόνι, έγινε πατέρας έξι παιδιών, είδε και το πρώτο του εγγόνι πριν έναν χρόνο.

Δεν κέρδισε τίποτα ως προπονητής. Τίποτα απολύτως. Δεν σταμάτησε όμως να είναι. Ως και την τελευταία του ανάσα. Τον Ιούλιο του ’19 διαγνώστηκε με μια σπάνια μορφής λευχαιμίας. Υποβλήθηκε σε πολλούς κύκλους χημειοθεραπειών και σε μεταμόσχευση μυελού των οστών. Πολλά σκαμπανεβάσματα, πολλές ελπίδες, πολλές απογοητεύσεις.

Η εικόνα του σε κάποια στιγμή της πάλης του με το κακό, με κασκετάκι στο κεφάλι και που και που μπαστουνάκι για να τον βοηθάει στο περπάτημα, αποκαμωμένος, μισός σε όψη και κιλά, εμφανώς επηρεασμένος σωματικά, άλλα όχι στο βλέμμα, όχι στην ατάκα, όχι στην σπίθα, να είναι εκεί, στο γήπεδο, έξω από την πλάγια γραμμή σε προπονήσεις και αγώνες, κυριάρχησε, ξεπέρασε τα πάντα για την αφεντιά του.

Δεν άντεξε να παλεύει άλλο. Δεν μπόρεσε να ζήσει περισσότερο παρότι το προσπάθησε με λύσσα, μέχρι εκεί που πήγαινε και έτσι, σήμερα, μόλις στα 53 του, επ’ ουδενί πλήρης ημερών, αλλά πλήρης εμπειριών, ζωής ως το μεδούλι, ως το δικό του τέλος, έκλεισε τα μάτια του.

Počivaj u miru Miha.