Γράψε για τον Μέσι, η συνεννόηση μετά τον τελικό των τελικών. Για ποιον άλλον θα μπορούσε; Χτες, σήμερα, αύριο, εις τον αιώνα – πια – τον άπαντα;

Αντανακλαστικό προφανώς, αλλά πώς όμως; Τι να (περί)γράψεις; Με ποιες λέξεις και τρόπο, πως να βρεις σειρά και συνέχεια; Χτες, σήμερα, εις τον αιώνα – πια – τον άπαντα;

Δεν έχει σημασία. Μάταιη η προσδοκία πως γίνεται. Δεν υπάρχουν λέξεις. Και δεν χρειάζονται. Μοναδική η συγκυρία που η καλύτερη ιστορία που έχει φτιαχτεί ποτέ, δεν τις θέλει για να ειπωθεί. Να μεταφερθεί από στόμα σε στόμα.

Ανακαλείται με συναισθήματα και εικόνες, αφουγκράζεται με μελωδίες και καρδιοχτύπι, κατακλύζεται από στιγμές, ιαχές και, ευτυχία, δάκρυα, αγαλλίαση, δικαίωση και λύτρωση.

Εις τον αιώνα – πια – τον άπαντα.

Τερμάτισαν επίθετα και τα επιρρήματα, εξαντλήθηκαν. Σε όποια γλώσσα. Όλα, τα πάντα πια που τον αφορούν, από τούδε και στο εξής, θα μπαίνουν σε μια νέα, οικουμενική κατηγορία γιατί απλούστατα δεν υπάρχει καμία άλλη υπάρχουσα, γνωστή, για να ενταχθεί. Και ούτε μπορεί εφεξής κανείς να συνυπάρξει μαζί του σε οποιαδήποτε.

Εκτός από τον Μέσι.

Αυτή είναι η κατηγορία που θα διακρίνει όλους τους υπόλοιπους. Έτσι, αντιθετικά απλώς, φτάνει αυτή για να τον ξεχωρίσει από οποιονδήποτε άλλον, εις τον αιώνα – πια – τον άπαντα. Γιατί από χτες το βράδυ δεν υπάρχει κάτι που δεν έχει κάνει, δεν έχει πετύχει. Όπως το έχει κάνει, όπως το έχει πετύχει.

Αυτό ήταν το δικό του κύπελλο. Από τότε που πριν 17 χρόνια, 172 παιχνίδια και 98 γκολ, για λίγα μόνο λεπτά φόρεσε για πρώτη φορά την «αλμπισελέστε». Συμπαίκτης του τότε, σε εκείνο το ντεμπούτο, ο συνονόματος Σκαλόνι. Αυτός, ο πιο αναπάντεχος απ’ όλους, έγινε ο προπονητής που συνέβαλλε επιτέλους στο να δουλέψουν τα πάντα ώστε η πιο προσωποκεντρική αθλητική διοργάνωση όλων των εποχών να καταλήξει ακριβώς όπως όλοι προσδοκούσαν.

Ακόμη και κάποιοι Γάλλοι, όπως παραμονές του τελικού ο εκλέκτορας των «τρικολόρ» είχε παραδεχτεί, διαισθανόμενος, ή έστω θέλοντας να ξορκίσει ξεστομίζοντας, πως η κοσμική δύναμη, όποια και αν είναι, όπως και αν λέγεται, με όποιον τρόπο και αν σχηματίζεται, είχε (προ)κρίνει την κατάληξη, την έκβαση της ιστορίας.

Της ιστορίας του Λιονέλ Μέσι.

Βήμα το βήμα, ανταποκρινόμενος σε κάθε ενέργεια, σε κάθε χνάρι που άφηνε στο χορτάρι, στο κάθε τι στο γήπεδο και έξω από αυτό, στο κάλεσμα του πεπρωμένου του. Μόνο ο απειλητικότερος σφετεριστής σε αυτή την πορεία και ο επόμενος που θα κρατήσει τα σκήπτρα, ο Εμπαπέ πέτυχε περισσότερα γκολ (έστω μόνο ένα) σε αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο. Και είναι έντεκα χρόνια μικρότερος.

Κανείς δεν είχε περισσότερες ασίστ. Κανείς δεν υπερίσχυσε πνευματικά. Διάολε, με όλο το βάρος του σύμπαντος στους ώμους, το πρώτο πέναλτι στον τελικό, το χτύπησε δίπλα στον Γιορίς. Κυριολεκτικά δίπλα. Τον έριξε πρώτα και έστειλε την μπάλα τόσο κοντά του, τόσο απαλά, τόσο σιγά, τόσο σίγουρα που έμοιαζε πως ο Γάλλος ακόμη και να είχε σηκωθεί και να αποκρούσει θα μπορούσε.

Αλλά ούτε που το διανοήθηκε. Τον είχε, έτσι ακριβώς, με αυτόν τον αθόρυβα εκκωφαντικό τρόπο, γονατίσει. Και εκεί, ακριβώς εκεί, τον είχε κιόλας τελειώσει.

Δεν υπάρχουν λέξεις. Δεν χρειάζονται λέξεις. Δύο επαφές μόνο. Τόσες, ίσα ίσα, κόντρα στο Μεξικό για να αλλάξουν τη ρότα μετά το σοκ της πρεμιέρας. Άλλες τόσες και η μπάλα από ένα πλασεδάκι που στις μύριες όσες φορές που το έχει κάνει, φαίνεται πάντα τόσο ανεπητίδευτο, τόσο προβλέψιμο, τόσο απλό, τόσο άνετο, μα πάντα, να καταλήγει στα δίχτυα, όπως σε εκείνα (και) της Αυστραλίας.

Η πάσα που μόνο μια διάνοια συλλαμβάνει, που ήδη βλέπει ως ασίστ όταν δεν φαίνεται καν πάσα, που δίνει λύση με γκολ σε οποιαδήποτε γεωμετρική εξίσωση, η πάσα που κόντρα στην Ολλανδία έκανε τον Ναουέλ Μολίνα του 2022, Μπουρούσαγα του ’86 και Κανίτζια του ’90.

Η βόλτα που έκανε στον κορυφαίο κεντρικό αμυντικό της διοργάνωσης, τον Γιόσκο Γκβάρντιολ στον ημιτελικό, έχοντας το θεριό στην πλάτη του για μισό γήπεδο και συγκλίνοντας από δεξιά προς αριστερά ακουμπώντας την μπάλα μόνο με το αριστερό, εκτός από δύο ύστατες επαφές – και ισάριθμες προσποιήσεις – που αφού πρώτα ξεφορτώθηκε μια και καλή τον Κροάτη, τη σέρβιρε για ακόμη ένα γκολ.

Το αριστούργημα, ήδη από τότε, είχε αποτυπωθεί. Η τελευταία πινελιά απέμενε. Και όλο το σύμπαν καθηλώθηκε για να δει να μπαίνει από τον Μιχαήλ Άγγελο με τα εξάταπα. Από τα 13 είχε φύγει από την πατρίδα του. Συχνά κατηγορούνταν πως δεν ένιωθε, δεν τον ένιωθαν Αργεντίνο. Πριν έξι χρόνια φάνηκε να το(υς) δικαιώνει, λυγίζοντας και ανακοινώνοντας πως αποσύρεται από την εθνική του ομάδα, αδυνατώντας να δει σε αυτήν, με τον ίδιο μέσα, φως και ελπίδα. Να γίνει, κάποια στιγμή, κάπως, ομοούσιος.

Η ελπίδα, ναι, ενίοτε σκοτώνει. Τους Αργεντινούς, συχνότερα. (Με) Τον ίδιο, περισσότερο. Τότε που ξεστόμισε πως σταματά, είχε/είχαν χάσει τρεις τελικούς στη σειρά. Παγκόσμιο Κύπελλο (’14), Copa America (’15) και Copa America Centenario (’16). Πείστηκε να συνεχίσει.

Δεν ήξερε τότε ούτε τον Έντσο Φερνάντες, ούτε τον Χουλιάν Αλβαρες. Παιδιά ήταν. Και τον παρακαλούσαν, όπως τόσα και τόσα άλλα, να ανακαλέσει. Να παραμείνει. Να επιμείνει. Να συνεχίσει να κυνηγά. Για να γίνει, κάποια στιγμή ομοούσιος. Και το πέτυχε, με αυτά τα παιδιά πλέον συμπαίκτες του, κλείνοντας έτσι έναν ακόμη τέλειο, ομόκεντρο κύκλο στην ιστορία.

Τώρα που σε αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο, από την πρώτη στιγμή, αυτή η ελπίδα δεν σκότωσε, αλλά τραγουδήθηκε από τους συμπατριώτες του, με την ιαχή των Muchachos να το ξεκαθαρίζει μια και καλή, συνδέοντας 36 χρόνια, συγχωρώντας πρότερες εκατέρωθεν αδυναμίες, προεξοφλώντας και στηρίζοντας.

“En Argentina nací, tierra de Diego y Lionel

Γεννήθηκα στην Αργεντινή, στη γη του Ντιέγκο και του Λιονέλ

Muchachos, ahora nos volvimos a ilusionar

Τώρα βρήκαμε ξανά την ελπίδα

Quiero ganar la tercera, quiero ser campeón mundial

Θέλω να κερδίσω το τρίτο, θέλω να γίνω παγκόσμιος πρωταθλητής”

Τους έκανε. Έγινε.

Δικό του ήταν. Δική του ιστορία. Η καλύτερη από κάθε άλλη που έγινε ποτέ. Που θα γίνει ποτέ.

Γιατί κοινωνήθηκε, ευλογήθηκε και αγιάστηκε.

Γιατί γιγάντωσε τον θρύλο.

Γιατί ανανέωσε το συναίσθημα.

Γιατί συμπλήρωσε την εικόνα.

Γιατί ολοκλήρωσε το ποδόσφαιρο.