Ποιος θα περίμενε ποτέ, οι Έλληνες να γιορτάζουν έναν Γερμανό… Ο Ότο Ρεχάγκελ γίνεται σήμερα 84 ετών και παραμένει ο μόνος βασιλιάς που δεν ξεχνάμε.
Πρώτα θα τον μισήσεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Να ήταν οι παίκτες που τον μίσησαν περισσότερο ή οι φίλαθλοι; Θα τον μισήσεις, είναι δεδομένο. Εξ ορισμού, το στυφνό του παρουσιαστικό δεν τον κάνει συμπαθή.
Κι αν δεν τον μισήσεις γιατί μοιάζει με αξίωμα του γερμανικού λαού να μένεις μηχανικά ανέκφραστος σε ό,τι συμβαίνει γύρω σου, θα τον μισήσεις επειδή στα 84 του χρόνια μοιάζει ίδιος με τον άνθρωπο και τον προπονητή που ήρθε στην Ελλάδα το 2001. Μόνο που τώρα γελάει. Μόνο που τώρα τον αγαπάς. Μόνο που τώρα τον γνωρίζεις. Τον βλέπεις στο σινεμά. Κάποτε τον κατηγορούσαν ότι έχει κάνει συμφωνία με τον διάβολο. Και παρότι το παρουσιαστικό του ενδεχομένως να το… επιβεβαιώνει, ο Ότο Ρεχάγκελ είναι ο άνθρωπος που θα μπορούσε να κάνει την κόλαση να παγώσει!
Η αγάπη είναι ισχυρότερη από το μίσος. Το αληθινό μίσος μπορεί να μετατραπεί σε αγάπη, η αληθινή αγάπη δεν θα γίνει ποτέ μισός. Αν το ένα είναι η φωτιά και το άλλο το νερό, ναι το νερό μπορεί να τη σβήσει. Ναι, η κόλαση μπορεί να παγώσει. Όταν ο Ότο Ρεχάγκελ ήρθε στην Ελλάδα, έγινε αποδεκτός – ω, τι έκπληξη – με δυσπιστία και ειρωνείες. Όταν έχασε 5-1 (σ.σ. ή μήπως ήταν 5-0) στην Φινλανδία, έμοιαζε να λειτουργεί υπό το καθεστώς βομβιστικού μηχανισμού στην καρέκλα του. Έκανε και κάτι άλλα τρελά, ποιος στα αλήθεια τα ξεχνάει; Το δωμάτιο του Ντέμη Νικολαΐδη με τον Γρηγόρη Γεωργάτο, η αποπομπή από την Εθνική όσων δεν συμφωνούσαν με τα «θέλω» του, η εμμονή του να τη μετατρέψει σε κλειστό κλαμπ προνομιούχων, ο Άκης Ζήκος και ο Ιεροκλής Στολτίδης που δεν είδαν φως, δεκάδες διαμαρτυρόμενοι σαν σε αίρεση της Ορθόδοξης πίστης και εννέα χρόνια μετά, μια πρόταση.
«Παλαιότερα έκανε ο καθένας ό,τι ήθελε. Τώρα κάνει ό,τι μπορεί».
Έκανα πολλά για να αλλάξω ανώμαλες καταστάσεις και σήμερα λένε οι παίκτες μου: Ο προπονητής είναι δίκαιος. Είμαι αυτό που ήμουν και στη Γερμανία: Δημοκρατικός δικτάτορας», συνοψίζει για όσα έφερε στο ελληνικό ποδόσφαιρο, το οποίο υπηρέτησε για εννέα χρόνια. Συχνά επιστρέφει για να μας θυμίζει τα καλύτερά μας χρόνια. Και είναι πάντα τόσο ίδιος με τότε που έφυγε που δεν μπορείς παρά να τον μισήσεις. Μα, είναι αδύνατον να μισήσεις τον ίδιο σου τον εαυτό, γιατί κομμάτι μας έγινε μέσα σε εκείνα τα χρόνια. Και κομμάτι του γίναμε, κομμάτι του παραμένουμε.
«Έχω τρεις καρδιές. Δύο για την Γερμανία και μία για την Ελλάδα».