Περνάω τακτικά από τον δρόμο δίπλα από το παλιό Γ.Σ.Π. Οδηγώντας από τη λεωφόρο Ευαγόρου, που ήταν η νότια περίφραξη του με τοίχο, (ήταν ο μοναδικός χώρος που δεν υπήρχαν κερκίδες) και στρίβοντας δεξιά στην Γρηγορίου Αυξεντίου, βλέπω ένα τεράστιο εργοτάξιο που δεν θυμίζει με τίποτε τι υπήρχε εκεί προηγουμένως. Και όμως για μένα, όπως και για πολλούς άλλους, αυτός ο χώρος ξυπνά χίλιες δυο αναμνήσεις.

Εκεί που έφηβος της Τρίτης Λυκείου ξεκίνησα τα πρώτα μου βήματα ως αθλητικογράφος. Και πότε με την πέννα και το χαρτί στο χέρι, πότε σαν φίλαθλος έζησα πολλές σημαντικές στιγμές με συγκίνηση και χαρά και με γεγονότα που έμειναν ανεξίτηλα χαραγμένα στο μυαλό μου.

Όλα αυτά θέλησα να καταγράψω, έτσι για να μείνουν στην ιστορία, και να τα θυμηθούν κάποιοι από μας, όσοι ζουν φυσικά.

Δεν θα αναφερθώ  σε καμιά περίπτωση για αγωνιστικά θέματα εντός του αγωνιστικού χώρου, γιατί αυτά έχουν γραφτεί και υπάρχουν αρκετές αναφορές σε πολλά Μ.Μ.Ε. Θα αναφερθώ σε χαρούμενα γεγονότα και ευτράπελα που συνέβαιναν γύρω από τον αγωνιστικό χώρο ή σε γεγονότα που συνέβαιναν μέσα στον αγωνιστικό χώρο του Γ.Σ.Π. και δεν είχαν σχέση με ποδόσφαιρο.

Δεν κατέγραψα τα γεγονότα με χρονολογική σειρά, αφού αυτό δεν έχει σημασία. Τα έγραψα σκόρπια χωρίς να χάσουν ούτε το ενδιαφέρον, ούτε την σημασία τους και να δώσουν το κέντρισμα για να ξυπνήσουν ευχάριστες αναμνήσεις σε αυτούς που τα έζησαν και να μάθουν οι νεότεροι πως απολάμβανε τότε ο κόσμος τον αθλητισμό.

«Καταπίνουμε την ιστορία μας αμάσητη» έγραψε πριν λίγο καιρό στον «Πολίτη» για το Γ.Σ.Π. ο προπονητής ποδοσφαίρου αλλά και λογοτέχνης Μιχάλης Χατζηπιερής που «έφαγε με το κουτάλι» τον αγωνιστικό χώρο του παλιού Γ.Σ.Π.

Μεγάλος πόνος για τον φίλο Μιχάλη όπως και για μένα, όπως και για πολλούς άλλους. Και τελειώνει το άρθρο του ο Μιχάλης ότι η συγκίνηση γι’ αυτόν δεν είναι απολίθωμα… είναι ρέουσα και ζώσα για το Γ.Σ.Π. και όσα άλλα γήπεδα χάσαμε από την εισβολή των Τούρκων.

Είναι αυτό που μου έδωσε το ερέθισμα για να γράψω αυτές τις θύμισες, ελπίζοντας να βρουν μια θέση στη βιβλιοθήκη του Μουσείου του παλαιού ή του νέου Γ.Σ.Π.

ΟΙ ΓΡΑΦΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ-ΜΑΣΚΟΤ

«Ο ΓΟΥΝΑΡΗΣ»

 

Θα αρχίσω με τους γραφικούς τύπους που διασκέδαζαν με την παρουσία τους και τις ατάκες τους την κερκίδα. Οι φίλαθλοι έλεγαν χαριτολογώντας ότι δεν θα μπορούσε να αρχίσει … ποδοσφαιρικός αγώνας χωρίς την παρουσία τους. Η κάθε ομάδα της πρωτεύουσας είχε δικό της τύπο μασκότ. Είχαν κοινά χαρακτηριστικά. Ήσαν άνθρωποι χαμηλής νοημοσύνης και το κύριο χαρακτηριστικό και των τριών ήταν ότι ουδέποτε ανέβαιναν στις κερκίδες, φοβούμενοι ίσως τις χειρονομίες των φιλάθλων. Στέκονταν στην περίφραξη στηριζόμενοι στο διαχωριστικό σιδερένιο κιγκλίδωμα.

Η Ομόνοια μάλιστα είχε δύο μασκότ. Ο πρώτος ήταν ο Γούναρης. Ξεκινούσε από το Καϊμακλί πεζός, περπατώντας στην λεωφόρο Σαλαμίνος, στη συνέχεια την Στασίνου και Ευαγόρου και κατάληγε στις κυκλικές δυτικές «ομονοιάτικες» κερκίδες. Σε όλη τη διαδρομή, μα σε όλη, δεν σταματούσε ποτέ να φωνάζει Μα-κά-ριος, Μα-κά-ριος, Ο-μό-νοι-α, Ο-μό-νοι-α.

Λέγεται κάποτε, και αυτό είναι επιβεβαιωμένο από φρουρό του Μακαρίου, ότι έγινε το εξής περιστατικό. Ήταν Σάββατο, γύρω στις 2μ.μ. (το Σάββατο ήταν εργάσιμος ημέρα τότε), η πολιτική κατάσταση πολύ ήρεμη (1969) και το αυτοκίνητο του Μακαρίου, όπως πάντα διέσχιζε τη Λεωφόρο Στασίνου με κατεύθυνση την Αρχιεπισκοπή με συνοδεία μόνο δύο B.M.W., ένα μπροστά και ένα πίσω του προεδρικού αυτοκινήτου. Ο Αρχιεπίσκοπος διανυκτέρευε στην Αρχιεπισκοπή και όχι στο Προεδρικό. Από τις πολλές φορές που είδε ο Μακάριος τον Γούναρη, αφού συνέπιπταν οι ώρες τους και έρχονταν αντιμέτωποι στη λεωφόρο Στασίνου, ο Μακάριος είπε προηγουμένως στον αδελφό του, τον Γιακουμή, που ήταν ο σοφέρ του, να σταματήσει μόλις δει τον Γούναρη, πράγμα που έγινε. Άνοιξε λοιπόν ο Μακάριος το παράθυρο της προεδρικής λιμουζίνας, έβγαλε λίγο το κεφάλι του έξω και ρώτησε τον Γούναρη. «Πες μου άνθρωπέ μου, από τους δύο ποιόν αγαπάς περισσότερο, τον Μακάριο ή την Ομόνοια»; και ο Γούναρης απάντησε: «Την Ομόνοια, κύριε». Ούτε που κατάλαβε ο καημένος ότι ήταν ο ίδιος ο Μακάριος που τον ρωτούσε!

Περιττό να πω ότι μπαίνοντας στο γήπεδο ο Γούναρης, ξεσηκωνόταν ολόκληρη η κερκίδα φωνάζοντας ρυθμικά το όνομά του, και αυτός να χαιρετά … «προεδρικά» τον κόσμο.

 

 

«ΤΟ ΠΕΤΑΣΟΥΪΝ»

Δεύτερη μασκότ της Ομόνοιας ήταν το «Πετασούϊν». Καταγόταν από την Μια Μηλιά και ήταν οπαδός της ποδοσφαιρικής ομάδας «Πρόοδος» του χωριού του, αλλά και της Ομόνοιας. Η «Πρόοδος» όμως προηγείτο. Όταν δεν αγωνιζόταν αυτή στο Πρωτάθλημα της Π.Ο.Ε.Λ. και αγωνιζόταν η Ομόνοια στη Λευκωσία, κάποιοι φίλοι τον μετέφεραν στο Γ.Σ.Π. Το τι γινόταν στις κερκίδες όταν κάτω στο χώρο πίσω από το κιγκλίδωμα συναντιόταν ο Γούναρης και το «Πετασούϊν» δεν περιγράφεται. Πήρε το προσωνύμιο αυτό γιατί κατά τη διάρκεια του αγώνα προσποιόταν τον χαρταετό (πετάσι). Στεκόταν στο ένα πόδι, το άλλο το άφηνε να αιωρείται (σαν την ουρά του χαρταετού) και άνοιγε τα δυο του χέρια σαν τα «σόζια» του χαρταετού. Μάλιστα όταν επιτίθετο η αντίπαλος ομάδα της Ομόνοιας και έφθανε μέχρι τη μεγάλη περιοχή και πριν καν γίνει οποιαδήποτε επικίνδυνη φάση, φώναζε «Όϊ γκόουλ – όϊ γκόουλ».

Σε κάποιες επικίνδυνες όμως φάσεις που αποκρούονταν από τους αμυντικούς της Ομόνοιας μετά το «Όϊ-γκόουλ», έπεφταν κάποια σελίνια δίπλα του, τα οποία ο συμπαθέστατος «Πετασούϊν» έσκυβε και τα μάζευε.

 

«Ο ΚΑΝΤΗΣ»

Για τον Ολυμπιακό ο γραφικός τύπος ήταν ο  Κάντης. Ήταν λούστρος στο επάγγελμα και καθόταν στην πλατεία Μεταξά (Ελευθερίας τώρα) με το κασελάκι του λούστρου και σου έκανε τα παπούτσια σου να λάμπουν και να φαίνονται σαν καινούργια. Όταν έπαιζε ο Ολυμπιακός λοιπόν, έπινε δυο τρία σφηνάκια στην οδό Ρηγαίνης και κούτσα-κούτσα, ερχόταν μάλλον μεθυσμένος στο Γ.Σ.Π. Στο στήθος του κρέμονταν πάντα χρυσές αλυσίδες και χρυσός σταυρός και μπαίνοντας στο γήπεδο κάτω από τις επευφημίες των φιλάθλων του Ολυμπιακού φώναζε: «Ορμάτε μαυροπούλια μου».

Κάποτε κατά τη διάρκεια της πρώτης συμμετοχής του Ολυμπιακού στην Α΄ Εθνική, εισήχθηκε στην Κύπρο ένα επαναστατικό για την εποχή ιταλικό πλυντήριο ρούχων με την επωνυμία «Κάντυ». Εγίνετο τότε μια τεράστια διαφήμιση για προώθησή του μέσω της μαυρόασπρης τότε τηλεόρασης του Ρ.Ι.Κ. που έδειχνε νοικοκυρές να πλένουν με το πλυντήριο αυτό, και να λένε: «Ε! Κάντυ, Ε! Κάντυ, κράντε πουκάτο, πίκολο πουκάτο», δηλαδή το πλυντήριο «Κάντυ» κάνει και για μεγάλες μπουγάδες κάνει και για μικρές μπουγάδες.

Αυτό το σλόγκαν ήρθε γάντι στον Κάντη, που το φώναζε μπαίνοντας στο γήπεδο κάτω από τις επευφημίες και τους γέλωτες των φιλάθλων.

Και μια και έκανα αναφορά στη συμμετοχή του Ολυμπιακού στην Α΄ Εθνική Ελλάδος δεν μπορώ να μην αναφερθώ στην τελετή ένταξης του Ολυμπιακού στην Α΄ Εθνική Ελλάδος που έγινε τέλος Σεπτεμβρίου και έγινε πριν την έναρξη της πρεμιέρας του πρωταθλήματος μεταξύ του Ολυμπιακού-Εθνικού Πειραιώς που για την ιστορία έληξε ισόπαλος 2-2.

Όμως αυτό που έκανε εντύπωση ήταν η παρουσία του κόσμου, αφού με μάξιμουμ χωρητικότητα 12.000 το Γ.Σ.Π., χώρεσε 14.000, αφού μπήκαν καρέκλες γύρω από τον αγωνιστικό χώρο. Ένα τάγμα της ΕΛΔΥΚ κατέλαβε όλη την ανατολική κερκίδα.

 

«Ο ΦΥΤΗΣ»

Ο γραφικός τύπος για το ΑΠΟΕΛ ήταν ο Φυτής. Αυτός ήταν περισσότερο … «γνωστικός» από τους προηγούμενους. Μπαίνοντας στο Γ.Σ.Π. με ατάκες και πειράγματα, έβγαζε από την τζέπη του 3-4 πεντόλιρα (ήταν το μεγαλύτερο χαρτονόμισμα της εποχής τότε), τα ανέμιζε και δεχόταν στοιχήματα.

Επειδή ήταν φυσικό επόμενο να μην εύρισκε ο Φυτής αντιπάλους για στοίχημα, στοιχημάτιζε με τους οπαδούς του ΑΠΟΕΛ για πόσα τέρματα θα σημειώσει η ομάδα τους ή ποιος θα είναι ο σκόρερ.

Το τραγικό όμως ήταν ότι ο Φυτής άφησε την τελευταία του πνοή στις κερκίδες του Γ.Σ.Π. σε ένα αγώνα του ΑΠΟΕΛ, προδομένος από την καρδιά του.

 

ΠΑΛΑΙΣΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ

Το ξέρετε ότι στο Γ.Σ.Π. γινόντουσαν κάποτε παλαιστικοί αγώνες; Ήταν την περίοδο 1967-1971 και ερχόντουσαν γνωστοί Ελλαδίτες παλαιστές, όπως ο Λαμπράκης, ο Καρπόζηλος, ο Αρίων, ο Καρυστινός και πολλοί ξένοι, μεταξύ αυτών ο μασκοφόρος και τερατώδης Μπόλας, ο επίσης μασκοφόρος «Κόκκινος Διάβολος», καθώς και ο Κύπριος Χρύσανθος Δομετίου. Στηνόταν ένα ρινγκ στο κέντρο του γηπέδου και γύρω-γύρω καρέκλες. Οι περισσότεροι αγώνες ήταν προσυνεννοημένοι, όχι όμως λόγω στοιχημάτων. Ήταν αγώνες «ένας μου – ένας σου», μάλλον για επίδειξη ευλυγισίας στις λαβές και σωματικής διάπλασης. Πρώτο τραπέζι-πίστα, ήταν ο σε όλους γνωστός ο Παπαπαναγιώτης Τσέστος, ο επικαλούμενος Παπάτσεστος, ο οποίος ερχόμενος να πάρει τη θέση του, αράδιαζε πολλές ατάκες στους παρευρισκόμενους, ενώ ισχυριζόταν ότι προτού φορέσει το ράσο ήταν ο ίδιος παλαιστής και αγωνιζόταν σε μεγάλα πανηγύρια. Σε ένα αγώνα Κόκκινου Διαβόλου –  Χρύσανθου Δομετίου, με διαιτητή τον Ανδρέα Λόττα (αδελφό του Στρατηγού Λόττα), ο αγώνας ξέφυγε από την προσυνεννόηση του, αφού ο Κόκκινος Διάβολος κτύπησε αντικανονικά τον Χρύσανθο και αυτός ανταπόδωσε με αγκωνιά (και αυτός αντικανονικά) με αποτέλεσμα ο αντίπαλός του να ματώσει. Αιμορραγούσε κάτω από το αυτί και δεν μπορούσε να δεχθεί πρώτες βοήθειες στο ριγκ, αφού έπρεπε να βγάλει τη μάσκα. Αποχώρησε από τον αγώνα και έτσι ο Χρύσανθος ανακηρύχθηκε νικητής.

 

ΤΑ ΑΝΘΕΣΤΗΡΙΑ

Αυτά άρχισαν πριν από το 1950 και συμμετείχαν Γυμναστικοί σύλλογοι, σωματεία, ομάδες, αλλά και μεμονωμένα άτομα, συνήθως πάνω … στο ποδήλατό τους, το οποίο στόλιζαν κατάλληλα, ενώ οι ίδιοι ήσαν στολισμένοι με λουλούδια και φορούσαν στο κεφάλι πρωτομαγιάτικο στεφάνι, παριστάνοντας συνήθως ένα Θεό του Ολύμπου ή ένα αρχαίο ιστορικό πρόσωπο.

Μετά την ανεξαρτησία, τα σωματεία άρχισαν να μειώνουν την συμμετοχή τους και τη θέση τους πήραν τα εκπαιδευτήρια, δημόσια και ιδιωτικά. Κάθε χρόνο ο ανταγωνισμός μεταξύ των Γυμνασίων Κύκκου και Παγκυπρίου Γυμνασίου (Κεντρικό) ήταν απαράμιλλος. Τα ανθεστήρια διεξάγονταν συνήθως την πρώτη ή δεύτερη εβδομάδα του Μαΐου και τα παρακολουθούσαν χιλιάδες κόσμου ενώ σε κάποιες χρονιές είχαμε τα ανοιξιάτικα μπουρίνια με ραγδαίες βροχές.

Αυτό δεν εμπόδιζε την πραγματοποίησή τους, ούτε τον κόσμο να τα παρακολουθήσει. Δυστυχώς για άγνωστο  λόγο μετά την τουρκική εισβολή σταμάτησε η διεξαγωγή τους.

Άξιο αναφοράς η συμμετοχή του Γ.Σ.Π. στα ανθεστήρια της 1ης Μαΐου 1955. Ένα μήνα ακριβώς μετά την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ. Το άρμα του Γ.Σ.Π. παρίστανε τους πέντε Ολυμπιακούς κύκλους με τον ήρωα Μιχαλάκη Καραολή να κρατά τον ένα από τους πέντε. Ο κόσμος τον θαύμαζε για την λεβεντιά του και το παράστημά του, αφού ήταν αθλητής μεσαίων αποστάσεων στον σύλλογό του. Θα ήταν το ιδανικότερο μοντέλο για τον αρχαίο γλύπτη Μύρωνα που κατασκεύασε τον περίφημο δισκοβόλο. Ο Καραολής όμως  πέρασε με άλλο τρόπο στην αθανασία. Συνελήφθη από τους Άγγλους για τη δράση στην ΕΟΚΑ και για την εκτέλεση ενός προδότη. Απαγχονίστηκε στις 2 Μαΐου 1956. Ένα χρόνο ακριβώς μετά την επιβλητική του εμφάνιση στο Γ.Σ.Π. όταν ο ευσταλής αγωνιστής κρατούσε στα ανθεστήρια τον ένα από τους πέντε ολυμπιακούς κύκλους, σύμβολα της ειρήνης και της αδελφοσύνης των λαών.

 

 

ΔΙΑΣΩΜΑΤΕΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΙΒΟΥ

Ακόμα ένας ωραίος θεσμός που καταργήθηκε, άγνωστον και αυτός γιατί, που συγκέντρωνε χιλιάδες κόσμου, αφού σ’ αυτόν συμμετείχαν τα σωματεία της πρωτεύουσας και προαστίων. ΑΠΟΕΛ, Ομόνοια, Ολυμπιακός, ΕΝΑΔ, Αχιλλέας, Κεραυνός και Ε.Ν. Αγ. Ομολογητών.

Η συμμετοχή των αθλητών σ’ αυτή την εκδήλωση ήταν ελεύθερη. Ο αθλητής απλώς συμπλήρωνε μια αίτηση ότι θα αγωνιζόταν με ένα σωματείο της αρεσκείας του. Μπορούσαν μάλιστα να αγωνίζονταν τον ένα χρόνο με το ένα σωματείο και τον άλλο χρόνο σε άλλο.

Κάθε σωματείο εδικαιούτο να δηλώσει μόνο δύο αθλητές σε κάθε αγώνισμα. Αν υπήρχαν στους αγώνες δρόμων περισσότεροι από έξι αθλητές (όσοι και οι διάδρομοι του Γ.Σ.Π.), τότε γινόντουσαν προκριματικοί. Αυτό όμως σπάνια συνέβαινε.

Στους αγώνες μπορούσαν μάλιστα να αγωνιστούν και βετεράνοι αθλητές.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον Παλλάδιο Νικολάου (τριπλούν) που αγωνιζόταν με το ΑΠΟΕΛ. Το ίδιο και ο μακαρίτης Χριστόφορος Κόνιαλης, ο οποίος αγωνιζόταν στη σφαιροβολία χωρίς αθλητική στολή και φορούσε πάντα τα πολιτικά του παπούτσια. Μπορεί να μην πλασαριζόταν στην πρώτη τριάδα για να πάρει κύπελλο ή μετάλλιο, αλλά πάντα έφερνε πόντους στο ΑΠΟΕΛ, αφού υπήρχε βαθμολογία 6-5-4-3-2-1, για τους έξι πρώτους.

Οι διασωματειακοί αγώνες διεξάγονταν σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση διεξαγόταν την 25η Μαρτίου και η δεύτερη την 1η Απριλίου.

Δυστυχώς και αυτός ο θεσμός σταμάτησε αμέσως μετά την εισβολή. Ήταν κρίμα αφού έφερνε χιλιάδες κόσμου για να παρακολουθήσει αγώνες στίβου με διαγωνιζόμενα 6-7 σωματεία που είχαν τους φιλάθλους τους. Δέστε πόσοι έρχονται να παρακολουθήσουν διασυλλογικούς αγώνες σήμερα. Μετρημένοι στα δάκτυλα των χεριών. Έξοδα για τα σωματεία δεν υπήρχαν αφού οι αθλητές είχαν τον εξοπλισμό από τον Σύλλογό τους, (Γ.Σ.Π.), οι εν ενεργεία αθλητές ήταν προετοιμασμένοι αφού έκαναν προπόνηση, ενώ δινόταν και η ευκαιρία σε βετεράνους αθλητές να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους μετά την αποχώρησή τους από την ενεργό δράση.

 

ΣΑΝΤΟΥΪΤΣ ΤΗΣ … ΤΡΥΠΑΣ
ΚΑΙ ΣΑΝΤΟΥΪΤΣ ΤΟΥ ΓΙΑΠΑΝΑ

Δεν πρέπει να ξεχάσουμε και τα δύο διαφορετικά είδη σάντουϊτς που ήταν εξαιρετικά σε γεύση και χόρταιναν τους φιλάθλους που δεν πρόφταναν να φάνε κάτι πριν έλθουν στο γήπεδο, ιδιαίτερα όταν το ματς άρχιζε στις 2:30μ.μ.

Στις Ανατολικές κερκίδες που λεγόντουσαν και μαθητικές, αφού εκεί ήταν για τους μαθητές και στρατιώτες «εν στολή», υπήρχε καντίνα κοντά στα … αποχωρητήρια που πρόσφερε σάντουϊτς προς ενάμισι σελίνι (12 σημερινά σεντ!). Όμως επειδή τα σάντουϊτς κατασκευάζονταν την προηγούμενη μέρα, οι μαθητές προτιμούσαν τα φρεσκότατα και γευστικότατα σάντουϊτς του γνωστού σαντουϊτσή της Λευκωσίας Λοΐζου. Ο ευτραφής Λοΐζος με την βιτρίνα της πραμάτειας του στον μπροστινό τροχό του ποδηλάτου του, στάθμευε το ποδήλατό του που στηριζόταν σε δύο σιδερένιες βέργες έξω από την τεράστια πύλη της ανατολικής καρκίδας.

Όμως από ολόκληρη την πύλη, άνοιγε μόνο μια μικρή πόρτα, όσο-όσο να μπορεί να περάσει στις κερκίδες ένα μόνο άτομο. Αν αυτός που θα περνούσε μέσα προνοούσε να πάρει από τον Λοΐζο το σάντουϊτς δεν υπήρχε πρόβλημα.

Τριάντα λεπτά όμως μετά την έναρξη του αγώνα η πόρτα έκλεινε και δεν άνοιγε για αγορά σάντουϊτς  ή άλλων ειδών έξω από το γήπεδο. Για καλή του τύχη όμως του Λοΐζου, κάτω από την πύλη υπήρχε (άγνωστο πως έγινε), μια τρύπα ίσα-ίσα που να χωρεί άνετα να περάσει στο γήπεδο το σάντουϊτς του Λοΐζου. Έτσι λοιπόν, ο συμπαθής σαντουϊτσής φώναζε «Σάντουϊτς της … τρύπας παιδιά!» Ο μαθητής έριχνε ένα σελίνι στην τρύπα (8 σημερινά σεντ!) και έπαιρνε το σάντουϊτς του.

Για να καταλάβει κανείς την αξία των λεφτών τότε, όταν με 8 σεντ αγόραζε κανείς ένα γευστικότατο «σάντουϊτς-διάφορα», σήμερα για να αγοράσει ένα σκέτο φραντζολάκι για να κάνεις σάντουϊτς χρειάζεσαι 40 σεντ, πενταπλάσια δηλαδή τιμή από ένα ολόκληρο «σάντουϊτς-διάφορα».

Σε σύγκριση με το σάντουϊτς του Λοΐζου, το σάντουϊτς του Γιαπανά, ήταν κατά πολύ καλύτερο. Το κατάστημα του Γιαπανά ήταν ακριβώς κάτω από τις Δυτικές Κερκίδες, και χόρταινε τους Ομονοιάτες και άλλους περαστικούς. Ήταν ζεστό κουλούρι με γέμιση χωριάτικο λουκάνικο κομμένο και μπέϊκον με ντομάτα. Απίθανος συνδυασμός και εξαίρετη γεύση. Αυτός ήταν ο λόγος που ο Γιαπανάς παρέμεινε εκεί ακόμα και μετά την μερική κατεδάφιση του Γ.Σ.Π.

 

 

ΤΟ ΓΗΠΕΔΟ ΜΠΑΣΚΕΤ ΚΑΙ
Η ΣΟΥΒΛΑ ΤΟΥ ΚΟΝΙΑΛΗ

Πίσω από τις κερκίδες του Γ.Σ.Π. υπήρχε το γήπεδο μπάσκετ, έδρα του ΑΠΟΕΛ και της ΕΝΑΔ και παλαιότερα της ΠΑ.ΣΥ.ΔΥ, ενώ εδώ διεξαγόταν και ο τελικός Κυπέλλου Καλαθόσφαιρας, αφού θεωρείτο το «αρτιότερο» γήπεδο μπάσκετ. Κλειστά γήπεδα δεν υπήρχαν τότε στην Κύπρο. Έβαλα τη λέξη αρτιότερο σε εισαγωγικά γιατί προσέξετε τι διέθετε περισσότερο από άλλα γήπεδα. 1) Είχε δάπεδο πρέμιξ (κάποια που δεν θέλω να αναφέρω είχαν δάπεδο από «πουρί»), 2) Είχε στις δύο πλευρές του κερκίδες για 700-800 άτομα, (τα περισσότερα άλλα γήπεδα είχαν μια μικρή κερκίδα 50-60 ατόμων ενώ οι φίλαθλοι στεκόντουσαν γύρω από τον αγωνιστικό χώρο) και 3) είχαν προβολείς στις τέσσερις γωνιές του γηπέδου (κάποια είχαν λάμπες σε σειρά από ηλεκτροφόρο σύρμα όπως αυτά που … βάζουν στους γάμους!).

Εκεί λοιπόν διεξάγονταν οι καλαθοσφαιρικοί αγώνες του ΑΠΟΕΛ και ΕΝΑΔ που ήσαν μαζί με τον Διγενή Μόρφου και τον Αχιλλέα (είχε το δικό του γήπεδο χωρίς καθόλου κερκίδες) οι πρωταγωνιστές σε κάθε πρωτάθλημα της Τ.Ε.Α.Κ. (ήταν η καλαθοσφαιρική ομοσπονδία πριν την Κ.Ο.Κ.). Έπαιζαν λοιπόν οι ομάδες μας και πίσω από τις τσιμεντένιες κερκίδες ο Χριστόφορος Κόνιαλης έψηνε τη σούβλα του με μόνιμο καλεσμένο τον επί σειρά ετών Γραμματέα του Γ.Σ.Π. Νίκο Τσικκίνη. Μια φορά ο συνάδελφος Λουκής Τερεζόπουλος μου είπε: «Αμάν Πραξιτέλη μου, εμείς γράφουμε πάνω στα γόνατά μας και η κοιλιά μας παίζει ταμπουρά από την πείνα αφού είμαστε εδώ μισή ώρα πριν από τον αγώνα και δεν προφθάσαμε να πάρουμε κάτι, και τώρα μας έρχεται η μυρωδιά από την τσίκνα της σούβλας του Κόνιαλη και το βάσανο της πείνας γίνεται μεγαλύτερο».

Και μια και αναφέραμε για τον Κόνιαλη δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε για τα παιδιά του που ήσαν εξαιρετικοί καλαθοσφαιριστές. Ο Λούης, ο Νίκος που τον χάσαμε άδικα και νωρίς, αλλά και ο Άντρος και ο Αντώνης ήσαν καλαθοσφαιριστές του ΑΠΟΕΛ. Και πώς να μην ήταν εξαίρετοι. Κάθε πρωί – μα κάθε πρωί, προτού πάρουν το ποδήλατο για το σχολείο, έπαιρναν μια μπάλα του μπάσκετ και έκαναν στο γήπεδο που σχεδόν εφαπτόταν με το σπίτι τους πολλά σουτ με μεγάλη ευστοχία και αυτό συνέβαινε και στους αγώνες της ομάδας τους αφού εξοικειώνονταν πλήρως με τα καλάθια.

 

 

Η ΣΟΥΒΛΑ ΤΟΥ ΚΟΝΙΑΛΗ
ΜΕΤΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΟ … ΤΡΟΟΔΟΣ

Και μια και αναφέραμε προηγουμένως τις γαστρονομικές προτιμήσεις για τη σούβλα του Κόνιαλη και του Τσικκίνη θα αναφέρουμε και το εξής περιστατικό.

Ο Νίκος Τσικκίνης που ήταν φιλόλογος, ήταν υπέρμαχος της μη ανταλλαγής του Γ.Σ.Π. με άλλο χώρο. Επέμενε να παραμένει εσαεί στον χώρο που δώρισαν οι δωρητές του το ζεύγος Θεοδότου, αφού έτσι προνοούσε και το δωρητήριο έγγραφο. Οι αγώνες του Τσικκίνη διήρκησαν για δύο δεκαετίες σχεδόν και το πετύγχαινε, αφού η ανταλλαγή του παλιού Γ.Σ.Π. με τον χώρο του νέου Γ.Σ.Π. έγινε μετά τον θάνατό του.

Ο Τσικκίνης όμως είχε και άλλες εμμονές. Ήταν αντικουμμουνιστής. Δεν ήθελε να ακούσει για κουμμουνιστές, ούτε για την Σοβιετική Ένωση. Έλα όμως που κληρωθήκαμε να αντιμετωπίσουμε στο Γ.Σ.Π. την Εθνική της Σοβιετικής Ένωσης για το Παγκόσμιο Κύπελλο; Τι θα σήμαινε αυτό;

Μια μεγάλη σημαία της Σοβιετικής Ένωσης θα ήταν αναρτημένη και θα κυμάτιζε στις κεντρικές κερκίδες. Και λοιπόν; Ο Νίκος Τσικκίνης δεν ήταν καθόλου ποδοσφαιρόφιλος. Ήταν φανατικός λάτρης του κλασσικού αθλητισμού. Ήταν εργασιομανής και κάποτε ερχόταν τα απογεύματα και εργαζόταν στο γραφείο του Γ.Σ.Π. που ήταν κάτω από τις βόρειες κερκίδες. Όταν έπαιζε η Εθνική Κύπρου (την οποία αποκαλούσε – Μικτή – άλλο και τούτο πάλι – που δεν είναι του παρόντος να μιλήσουμε) ανέβαινε κούτσα-κούτσα τις κερκίδες, καθόταν σε μια καρέκλα, ρωτούσε … ποια ήταν η Εθνική Κύπρου και παρακολουθούσε τον αγώνα για 20-30 λεπτά. Τι θα γινόταν όμως όταν ανεβαίνοντας θα ερχόταν «τετ-α-τετ» με τη σημαία της Σοβιετικής Ένωσης που θα ανέμιζε πάνω από το κεφάλι του; Θα γινόταν το σώσε. Γιατί εκτός των άλλων ο Τσικκίνης ήταν και αθυρόστομος. Και η αθυροστομία του θα έφθανε και στα αυτιά του πρέσβη της Σοβιετικής Ένωσης που θα ήταν παρών στον αγώνα.

Οι περισσότεροι πρέσβεις της χώρας αυτής που ερχόντουσαν στην Κύπρο, ήξεραν και Ελληνικά, αφού προηγουμένως υπηρέτησαν σαν ακόλουθοι της πρεσβείας της χώρας τους στην Ελλάδα. Ε, τότε δεν θα γλιτώναμε το σκάνδαλο.

Τι έγινε λοιπόν; Ο Άδωνης Θεοχαρίδης που παρέλαβε σαν γυμνασίαρχος από τον Μίκη Ουράνιο, (πατέρα του μακαρίτη Ουράνιου Ιωαννίδη, πρώην υπουργού παιδείας, της Ζέτας Αιμιλιανίδου νυν υπουργού εργασίας και του Δώρου Ιωαννίδη νυν Προέδρου του Γ.Σ.Π.) συνέστησε στον Κόνιαλη να βρει μια δικαιολογία και να πάρει από το πρωί της ημέρας της διεξαγωγής του αγώνα τον Τσικκίνη και να τον πάρει στο Τρόοδος για σούβλα. Ο Κόνιαλης του είπε ότι βρήκε ένα καταπληκτικό τόπο που δεν θα υπήρχε άλλος κανένας, ιδανικό για σούβλα. Άλλο που δεν ήθελε ο Τσικκίνης.

Μπήκε πρωί-πρωί στο αυτοκίνητο του Κόνιαλη, έφθασαν στο Τρόοδος έκανε ο Κόνιαλης τη σούβλα και την απόλαυσαν όσο ποτέ άλλη φορά, γύρισαν αργά το απόγευμα, και έτσι… το σκάνδαλο αποφεύθη.

 

ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ Ο ΖΕΒΕΔΑΙΟΣ ΚΑΙ
ΣΙΑΜΙΣΙΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΛΛΗ

Κάτω από τις ανατολικές κερκίδες ήσαν δύο καταστήματα που ξεχώριζαν.

Το ένα ήταν το εστιατόριο του Ζεβεδαίου που ήταν από τα ελάχιστα «μαειρκά» όπως τα ονομάζαμε τότε και που παρέμειναν στη Λευκωσία σαν «μαειρκά».

Ήταν η εποχή που άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια τα «φασφουστάδικα».

Ο ιδιοκτήτης του Γιώργος Ζεβεδαίος, ήταν εξαιρετικός μάγειρας με φαγητά της κατσαρόλας και το κατάστημα του ήταν πόλος έλξης για πολλούς ποδοσφαιρόφιλους που γευμάτιζαν πριν πάνε στο γήπεδο.

Το άλλο στην αναφορά μας είναι τα σιάμιση-λοκμάδες του Κυριλλή. Μάστρος στην κατασκευή τους ο Κυριλλής έπρεπε να περιμένεις σειρά για ώρα τουλάχιστον (τότε δεν υπήρχαν κινητά για παραγγελίες) ενώ τα καλοκαίρια στην αυλή που ήταν μπροστά από την είσοδο του καταστήματος ο κόσμος ήταν «πατείς με, πατώ σε» για να γευτεί τα ευγεστότατα σιάμιση-λοκμάδες.

Θυμάμαι όταν από  κάποια στραβοκλωτσιά της μπάλας (και αυτό γινόταν όχι και σπάνια) η μπάλα περνούσε πάνω από τις ανατολικές κερκίδες και έπεφτε στον δρόμο, οι φίλαθλοι έλεγαν. «η μάππα πήγε να φάει σιάμισιη στον Κυριλλή»!!!

 

ΟΙ ΜΑΧΑΛΛΕΠΑΡΗΔΕΣ

Άφησα τελευταίους από τους πλανόδιους πωλητές έξω από το Γ.Σ.Π. τους μαχαλλεπάρηδες. Ήσαν 5-6 στον αριθμό και ήσαν όλοι Αϊδεμετήτες. Στάθμευαν έξω από την κεντρική πύλη και πουλούσαν την πραμάτεια τους άνοιξη και καλοκαίρι. Να σημειώσουμε ότι η τελευταία εκδήλωση στο Γ.Σ.Π. στο ποδόσφαιρο δηλαδή, ο Τελικός Κυπέλλου διεξαγόταν τέλη … Ιουνίου.

Ήσαν όλοι «μάστροι» στην κατασκευή μαχαλεπιού που δρόσιζε τους φιλάθλους μετά τη λήξη ενός ποδοσφαιρικού αγώνα. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Χριστόδουλος, πατέρας του ποδοσφαιριστή Ανδρέα Χριστοδούλου (Πάκκου) που ήταν τότε το καλύτερο 10άρι στην Κύπρο. Ο Πάκκος έπαιξε στην Ομόνοια, στον Παναθηναϊκό και στο ΑΠΟΕΛ. Φυσικό επακόλουθο ήταν οι πελάτες του Χριστόδουλου να ήταν Ομονοιάτες, όταν ο Πάκκος έπαιζε στην Ομόνοια και Αποελίστες, όταν αγωνιζόταν με τον ΑΠΟΕΛ.

Θα αναφέρουμε τώρα πως οι μαχαλλεπάρηδες τηρούσαν τα μέτρα … υγιεινής και καθαριότητας στο περιβάλλον τους. Όταν κάποιος έτρωγε το μαχαλλεπί του, ο μαχαλλεπάρης έπαιρνε το πιάτο και το έριχνε μέσα στον κουβά με σκέτο νερό που κρεμόταν κάτω από το αμαξάκι του. Όταν τέλειωναν τα πιάτα στη βιτρίνα που έβαζε το μαχαλλεπί του, έπαιρνε τότε τα πιάτα που ήσαν στον κουβά με νερό, τα «δκιάκλιζε» με το … χέρι του, έφευγαν από αυτό κάποια υπολείμματα από τη ζάχαρη και το τριαντάφυλλο, και ήταν … έτοιμα για χρήση. Όσο για νερό αν ήθελε ο πελάτης, υπήρχε μόνο ένα ποτήρι, το οποίο δεν έμπαινε στον κουβά για να … «δκιαγκλιστεί»  αλλά ήταν σε ένα σταντ και το έπαιρναν ένας-ένας με τη σειρά όσοι ήθελαν νερό, από μια βρύση και αυτή κάτω από το αμαξάκι, δίπλα από τον κουβά … καθαριότητας.

Ε! Αυτοί ήσαν οι μέθοδοι καθαριότητας τότε, όχι μόνο στους μαχαλλεπάρηδες, αλλά και σε άλλους πλανόδιους πωλητές τροφίμων. Ο κόσμος τότε είχε περισσότερα αντισώματα και δύσκολα, αν όχι καθόλου, έπαιρνε κάποια αρρώστια με αυτό τον τρόπο διατροφής του.

 

ΤΟ ΑΪΡΑΝΙ ΤΟΥ «ΧΙΤΛΕΡ»

Στην ανατολική είσοδο των κεντρικών κερκίδων υπήρχε άγνωστο γιατί, ένας μόνο μικροπωλητής. Και αυτός πουλούσε γνήσιο αϊράνι. Η νοτιοανατολική κεντρική κερκίδα ήταν για Ομονοιάτες και έτσι όπως ήταν και αυτός Ομονοιάτης  στάθμευε το τρίκυκλό του με το αϊράνι έξω από την έξοδο που9 θα έφευγαν, ελπίζοντας σε περισσότερη υποστήρικη παρά αν το στάθμευε αλλού.

Ήταν και αυτός Αϊδεμετίτης, κοντόχοντρος, με το πρόσωπό του να έχει πολλές ομοιότητες με αυτό του «Χίτλερ», άφηνε μάλιστα τον ίδιο μύστακα και χτένιζε τα μαλιά του με τον ίδιο τρόπο που τα χτένιζε και ο Γερμανός δικτάτορας.

Κανείς δεν τον ήξερε με άλλο όνομα, ούτε και εγώ, παρόλο που σαν συγχωριανός του ήξερα και ποιά ήταν η οικογένειά του.

Όταν τον ρωτούσαν γιατί τον φωνάζουν «Χίτλερ» και γιατί χτενίζετα όπως αυτός, έλεγε για να μην ξεχνά η ανθρωπότητα αυτόν τον ανθρωποφάγο, όπως σωστά τον αποκαλούσε.

Το γνήσιο αϊράνι του Χίτλερ, πωλείτο και αυτό προς 25 μιλς (τέσσερα σημερινά σεντ!) και η γνησιότητά του φαινόταν από το εξής: Πάνω από τη μεγάλη γυάλλα (φίζα) φαινόταν ένα παχύ κίτρινο στρώμα από βούτυρο που προερχόταν από το αιγινό γιαούρτι, που σαν πιο ελαφρύ από το υπόλοιπο υγρό «κούλιαζε» από πάνω. Η φίζα είχε στον πυθμένα μια πλαστική σωλήνα και η σωλήνα κατάληγε σε μεταλλική σερπεντίνα που από πάνω της ήταν ένα καλούπι πάγου. Η σερπεντίνα είχε μια κάνουλα που έρρεε το γνήσιο αϊράνι του «Χίτλερ». Αυτός έβαζε στο ποτήρι αρκετό δυόσμο και λίγο αλάτι, τα ανακάτευε καθώς έτρεχε το αϊράνι και σου το πρόσφερε.

Βέβαια μερικές γαλακτοβιομηχανίες κατασκευάζουν και σήμερα  σε πλαστικά μπουκαλάκια αϊράνι, αλλά καμία σχέση με την γεύση του προϊόντος αυτού με το αϊράνι των πλανόδιων πωλητών…

 

ΩΡΑΙΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΣΤΕΣ

Ας δούμε τώρα κάποιες γλυκές αναμνήσεις ποδοσφαιριστών που «έφαγαν με το κουτάλι» κάθε γωνιά του σκληρού γηπέδου του Γ.Σ.Π.

 

ΝΙΚΟΣ ΚΑΝΤΖΗΛΙΕΡΗΣ (ΝΙΚΑΚΗΣ)

«Νοιώθαμε κατωτερότητα όταν σαν Εθνική αγωνιζόμαστε εκτός έδρας».

Το Κύπελλο Εθνών τότε ή τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου δεν ξεχώριζαν στους ομίλους την δυναμικότητα των ομάδων. Έτσι σε ένα όμιλο θα μπορούσε να δει κανείς να αγωνίζονται η Αγγλία, η Δυτική Γερμανία, η Ιταλία και η … Κύπρος. Και καλά όταν παίζαμε με αυτές τις ομάδες ξέραμε ότι είμαστε η μοναδική ομάδα από όλες τις Ευρωπαϊκές που δεν διέθετε χορτάρι. Τι γινόταν όμως στα αποδυτήρια, που έμοιαζαν με … κοτέτσια; Παραχωρούσε το Γ.Σ.Π. το πιο υποφερτό από τα τρία που υπήρχαν, αυτό του ΑΠΟΕΛ που έτσι όπως ήταν ημιυπόγειο έπρεπε να σκύψει κάποιος για να μπει μέσα. Εκεί λοιπόν – τι να πω – ήρθαν για να γδυθούν και να βάλουν την ποδοσφαιρική τους στολή οι Φακέττι, Ματσόλα, Τζόφ, Ρίβα, Ριβέρα. Ονόματα που μόνο με το όνομά τους νοιώθεις να σε διακατέχει δέος. Εμείς σαν Εθνική βολευόμαστε στα αποδυτήρια του Ολυμπιακού. Σε ένα ημίχρονο με την Εθνική κάθισα σε ένα πάγκο δίπλα από τον αρχηγό της ομάδας τον Πανίκο Ιακώβου και τον είδα να βγάζει από τη τσάντα του ένα μπουκαλάκι, να ρίχνει στη χούφτα του το υγρό και να αρχίζει να τρίβει όλους τους μυς των ποδιών του. «Τι είναι αυτό, Πανίκο», του είπα. «Λάδι, Νίκο μου», είπε. Αγνό παρθένο ελαιόλαδο για την χαλάρωση των μυών. Αυτό χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι στους Ολυμπιακούς. Έτσι απλά, ο ίδιος ο αθλητής να κάνει εντριβές στον εαυτό του με απλό λαδάκι. Πού οι μασέρ με τις διάφορες κρέμες!

Όμως τη μεγάλη διαφορά στα αποδυτήρια τη νοιώθαμε όταν παίζαμε εκτός έδρας. Τι αποδυτήρια ήταν αυτά! Με πολυθρόνες, με ντουσιέρες, με κλιματισμό. Και πριν έρθουμε για την εκτός έδρας αγώνα, δυο-τρεις προπονήσεις στο Happy Valley, στις βρετανικές Βάσεις, όσο για να εξοικειωθούμε λίγο στο χορταρένιο δάπεδο.

Στον αγώνα με την Αυστρία στη Βιέννη, ήρθαν στο αεροδρόμιο κάποιοι δημοσιογράφοι και μας έδειχναν τις αναφορές για το γήπεδό μας στη Λευκωσία. Έγραφαν ότι πριν από τον αγώνα ένα τεράστιο θηρίο (αυτό ονόμαζαν την υδροφόρα του Δήμου που οδηγούσε ο Κόνιαλης) που περιφερόταν στο γήπεδο και αντί για φωτιά να βγάζει από το στόμα του, έβγαζε νερό για να φύγουν … οι πέτρες από το γήπεδο.

Το ημίχρονο τους καλοκαιρινούς μήνες πρόσφερε για τους φιλάθλους μοναδικό θέαμα καθώς η υδροφόρα ράντιζε το γήπεδο και ο μ. ο Κόνιαλης έκανε επιδέξιες στροφές!!

Οι Ελβετοί όμως ήσαν πιο καυστικοί στη κριτική τους. Ίσως γιατί έχασαν από την Εθνική μας με 2-1 στο πρώτο παιχνίδι στο Γ.Σ.Π. (Γκολ των Παμπουλή-Μελή). Έγραψαν λοιπόν οι Ελβετοί δημοσιογράφοι στην κριτική τους για τον αγώνα. «Το γήπεδο στη Λευκωσία ήταν γεμάτο βράχους. Οι παίκτες της Κύπρου  ήσαν κρυμμένοι πίσω από τους βράχους και όποτε η μπάλα περνούσε από δίπλα τους … ξεπρόβαλλαν και μας έβαλαν γκολ».

Ας επανέλθουμε τώρα στα αποδυτήρια του ΑΠΟΕΛ. Μας λέει ο Νικάκης: Εκεί οι χαρές, εκεί και λύπες μετά από κάθε αγώνα, ανάλογα με το αποτέλεσμα. Όμως αυτό που θα θυμάμαι για πάντα ήταν οι πανηγυρισμοί μετά τον νικηφόρο μας αγώνα επί της Ομόνοιας με 6-2. Εγώ στον αγώνα εκείνο σημείωσα το πρώτο και τρίτο γκολ. Ο αγώνας εκείνος είχε μεγάλη σημασία γιατί θα ήταν η πρώτη φορά που ο Πάκκος θα αγωνιζόταν εναντίον της πρώην του ομάδας.

Τα αποδυτήρια είχαν και ένα μεγάλο παράθυρο το οποίο τα καλοκαίρια άνοιγε και έμενε μόνο η σχάρα. Έτσι λοιπόν οι ποδοσφαιριστές ημίγυμνοι ή και γυμνοί ακόμα μετά τον αγώνα, όταν θα έκαναν το ντους τους ήταν στη δημόσια θέα.

Αν είναι δυνατόν. Μια φορά λοιπόν, ήρθε κοντά στο παράθυρο το «Κοκούϊν». Ήταν ένας νάνος με γαμψή μύτη που ζητιάνευε στη Λήδρας και Ονασαγόρου. Αυτός λοιπόν, ήταν και βωμολόχος. Αράδιαζε τακτικά βωμολοχίες συχνά … επί πληρωμή. Αν κάποιος ήθελε να βρίσει κάποιον συνήθως διαιτητή, πλήρωνε το Κοκούϊ και αυτός αράδιαζε τα «γαλλικά» του. Μια φορά λοιπόν, το Κοκούϊ, ήρθε στο παράθυρο και με άγνωστο τον … ηθικό αυτουργό, ήρθε και εξύβρισε χυδαία όλη την ομάδα μας. Ο Νίκαρος που δεν πρόφθασε ακόμα να γδυθεί για το ντους, βγήκε έξω από τα αποδυτήρια, έτρεξε, και συνέλαβε τον «δράστη». Τον έφερε στα αποδυτήρια και τότε όλη η ομάδα τον έγδυσε εντελώς και τον πέταξε έξω.

Το Κοκούϊ που δεν φαινόταν να νοιαζόταν και πολύ για τη γύμνια του, συνέχισε με μουρμουρητά τις βωμολοχίες του. Πετάξαμε τα ρούχα έξω και αυτός άρχισε σιγά-σιγά να ντύνεται.

ΠΕΠΗΣ ΙΑΚΩΒΟΥ

ΞΕΧΑΣΑΤΕ ΤΟΥΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ

Πράγματι ήταν και αυτή μια αξιοσημείωτη εκδήλωση που γινόταν στο Γ.Σ.Π. κάθε 28η Οκτωβρίου και χάθηκε και αυτή με τον χρόνο. Μας τη θύμισε ο Πέπης Ιακώβου, πρόεδρος της επιτροπής παλαιμάχων ποδοσφαιριστών που ξεκίνησε την καριέρα του στον ΑΣΙΛ Λύσης, έκανε μεγάλη καριέρα στην Ομόνοια Λευκωσίας και την τέλειωσε στον Ολυμπιακό.

Μας λέει ο Πέπης για τους Στρατιωτικούς αγώνες: «Λάμβαναν μέρος όλα τα σώματα Στρατού, Ξηράς, Πεζικό, Διαβιβάσεις, Πυροβολικό, Καταδρομείς, Τεθωρακισμένα. Οι αγώνες διεξήγοντο με τους αθλητές να διαγωνίζονται στους δρόμους με πλήρη στρατιωτική εξάρτηση. Γινόντουσαν επίσης και στρατιωτικές επιδείξεις, όπως ασκήσεις ακριβείας, καταβάσεις από μεγάλο ύψος κλπ. Φυσικό επόμενο φαβορί για πρωταθλητής των αγώνων ήταν πάντα οι Καταδρομείς λόγω της σκληρής εκπαίδευσής τους και του σωματότυπου των στρατιωτών-αθλητών του. Και επιβεβαίωναν τον τίτλο του φαβορί κάθε χρόνο. Το 1970 υπηρετούσα στο Πυροβολικό και θα ελάμβανα μέρος στους αγώνες. Υπεύθυνος για την ομάδα του Πυροβολικού ήταν ο δόκιμος αξιωματικός Άντρος Απληκιώτης που διετέλεσε αργότερα για χρόνια Αντιπρόεδρος του Κεραυνού Στροβόλου και που τον χάσαμε και αυτόν πριν μερικά χρόνια. Ο Απληκιώτης λοιπόν, από νεαρής ηλικίας αναμεμιγμένος στα αθλητικά δρώμενα, ήξερε για την προετοιμασία μιας ομάδας πριν από κάποιο αγώνα και προετοίμασε την ομάδα κατάλληλα πολύ πιο πριν από τους αγώνες.

Έτσι λοιπόν στους αγώνες εκείνους το Πυροβολικό πρώτευσε, άσχετα αν με κάποιες μηχανογραφίες (αξιολόγηση στις ασκήσεις ακριβείας) η γραμματεία ανάδειξε πρωταθλητές τους Καταδρομείς «για λόγους γοήτρου» ίσως.

 

ΤΑΚΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

ΟΙ ΣΥΝΑΥΛΙΕΣ ΣΤΗ ΣΙΓΑΛΙΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΠΟΥ ΓΙΝΟΝΤΟΥΣΑΝ ΣΤΟ Γ.Σ.Π. ΗΤΑΝ ΜΑΓΕΙΑ

Έτσι χαρακτήρισε τις συναυλίες στο Γ.Σ.Π. ο Τάκης Αντωνίου και μας είπε ένα χαρακτηριστικό γεγονός που θα θυμάται για πάντα.

«Ήταν νομίζω το καλοκαίρι του 1969 και θα γινόταν μια συναυλία με τους Γιάννη Πουλόπουλο και Ρένα Κουμιώτη. Τρανταχτά ονόματα του Πενταγράμμου όχι μόνο τότε, αλλά και τώρα.

Εμείς είχαμε το απόγευμα προπόνηση στο Γ.Σ.Π. και όπως πάντα έτσι και τότε υπήρχε αρκετός κόσμος στις κερκίδες που παρακολουθούσε την προπόνηση. Φέρτε στο νου σας, τι γίνεται σήμερα στις προπονήσεις που αποκλείεται να πλησιάσει οποιοσδήποτε το γήπεδο. Μετά τη λήξη της προπόνησης τα μεγάφωνα φώναζαν να εξέλθουν όλοι απαραιτήτως έξω χωρίς καμιά εξαίρεση προκειμένου να κλείσουν οι πόρτες για να ανοίξουν αργότερα για τη συναυλία και οι υπεύθυνοι της συναυλίας επέβλεψαν ώστε να γίνει αυτό. Εμείς κατευθυνθήκαμε για τα αποδυτήρια για το ντους και μετά να φύγουμε. Θα θέλαμε να παρακολουθήσουμε τη συναυλία όμως το εισιτήριο ήταν καυτό για ένα μαθητή-ποδοσφαιριστή, που έπαιζε τότε μόνο για τη φανέλα και το γόητρο του σωματείου του.

Κατάλαβε την επιθυμία μας και είδε τη λαχτάρα μας ο αποδυτηριάκιας του ΑΠΟΕΛ Γιώργος Σιανής που ήταν και υπεύθυνος για την καθαριότητα όλου του χώρου του γηπέδου και μας είπε: «Όποιος από εσάς επιθυμεί να δει την συναυλία να μείνει μέσα στα αποδυτήρια και θα τον κανονίσω να τη δει».

Μείναμε 5-6 άτομα, ο Σιανής έκλεισε την πόρτα των αποδυτηρίων, έσβησε και τα φώτα, περιμέναμε στο … σκοτάδι χωρίς να βγάλουμε τσιμουδιά καμιά ώρα, και μετά άνοιξε την πόρτα και γίναμε ένα με αυτούς που έμπαιναν με εισιτήριο για να ακούσουν τη συναυλία.

 

ΛΑΚΗΣ ΑΒΡΑΑΜΙΔΗΣ

ΕΜΕΙΣ ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΥΧΕΡΟΙ
ΚΑΙ «ΦΑΓΑΜΕ ΠΟΡΤΑ»

Ο Λάκης Αβρααμίδης, ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού και της Εθνικής, θυμάται ένα παρόμοιο περιστατικό με τον Τάκη Αντωνίου, με τη διαφορά ότι δεν φάνηκε τυχερός για να παρακολουθήσει συναυλία αλλά κάτι πολύ καλύτερο γι’ αυτόν.

Τι συνέβηκε λοιπόν; Μας λέει ο Λάκης. «Ήταν το 1970 όταν η Μπενφίκα έκανε τουρνέ προετοιμασίας και πέρασε και από την Κύπρο για φιλικό με το ΑΠΟΕΛ. Για να καταλάβετε πόσο ερασιτεχνικό ήταν το ποδόσφαιρο της εποχής μου, οι τρεις ομάδες της Λευκωσίας έκαναν προπόνηση στο Γ.Σ.Π. ως εξής: Την Τρίτη η Ομόνοια, Τετάρτη το ΑΠΟΕΛ, Πέμπτη ο Ολυμπιακός και Παρασκευή … όλοι μαζί, αφού μοιραζόμαστε το γήπεδο στα τρία!

Το ΑΠΟΕΛ θα αντιμετώπιζε την Μπενφίκα Παρασκευή και έτσι ειδοποιήθηκαν οι ομάδες να κάνουν πιο νωρίς την προπόνησή τους και να φύγουν για να μείνει ελεύθερο το γήπεδο για τον απογευματινό αγώνα ΑΠΟΕΛ-ΜΠΕΝΦΙΚΑ αφού οι προβολείς του Γ.Σ.Π. δεν ήσαν κατάλληλοι για νυκτερινό αγώνα. Τελειώσαμε λοιπόν την προπόνηση, κάναμε το ντους μας και παραμείναμε στα αποδυτήρια για να πάμε μετά στις κερκίδες και να παρακολουθήσουμε τον αγώνα. Όμως δεν σταθήκαμε τυχεροί. Οι υπεύθυνοι του γηπέδου μας περίμεναν στην πόρτα των αποδυτηρίων και μας συνόδευσαν μέχρι την έξοδο.

Ένα άλλο περιστατικό που θυμάμαι ήταν για τον μάστρε-Ττοούλα. Ο Ττοούλας ήταν υπάλληλος του Γ.Σ.Π. και ήταν υπεύθυνος για τη χάραξη των γραμμών του γηπέδου, για τα δίκτυα, την καθαριότητα κ.ά. Όμως τα έτσουζε τακτικά και όταν κρατούσε το αμαξάκι με τον γύψο μέσα, παρά τον σπάγγο που υπήρχε για να κρατά ευθεία τις γραμμές, το αμαξάκι πήγαινε «ζικ-ζακ», και έτσι καταλαβαίνετε πως φαινόταν το γήπεδο.

Όμως από συμπάθεια στον μάστρε Ττοούλα για να μην χάσει τη δουλειά του, όσες φορές το αντιλαμβανόμαστε αυτό, παίρναμε το αμαξάκι από τα χέρια του και διορθώναμε την κατάσταση.»

Του Κώστα Πραξιτέλους (ΒΕΤΕΡΑΝΟΣ ΑΘΛΗΤΙΚΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ ΕΑΚ)

ΔΕΙΤΕ ΠΛΟΥΣΙΟ ΦΩΤΟΡΕΠΟΡΤΑΖ: