Σε άρθρο του στον Guardian, πριν από κάμποσα χρόνια, ο δημοσιογράφος Πολ Γουίλσον είχε περιγράψει τον Σερ Άλεξ Φέργκιουσον, που κλείνει σήμερα τα 80 χρόνια του, ως “έναν γρίφο: τέρας που πετά φωτιές, πατρική φιγούρα και πηγή ποδοσφαιρικής γνώσης, του οποίου το κλειδί της επιτυχίας είναι η ικανότητά του να συνδυάζει όλα αυτά ταυτόχρονα”. Του είχε προσδώσει με μια λέξη τον τίτλο του δικτάτορα, επικαλούμενος τις πάγιες τακτικές που ενεργοποιούσε, ενόσω εργαζόταν ως προπονητής, για να επιβληθεί και να κάνει -με όποιο κόστος- τη δουλειά του.

Ως γνωστόν, διάφορες ιστορίες για κατάχρηση εξουσίας συνοδεύουν μέχρι σήμερα τη διαδρομή του στο βρετανικό -και όχι μόνο- ποδόσφαιρο. Ήθελε ξεκάθαρα να ‘ναι το αφεντικό των όλων κι όποιος δεν ήταν μαζί του ήταν εναντίον του (όπως συνήθιζε να λέει ο, διάδοχός του στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Ντέιβιντ Μόις).

Το παιδί της εργατιάς

Ο “Φέργκι” των βρετανικών γηπέδων δεν ήταν κάτι άλλο, λιγότερο ή περισσότερο, από τη μετεξέλιξη ενός ορμητικού νεαρού άνδρα που για περισσότερα από 20 χρόνια μεγάλωνε στις σκοτεινές, κατώτερης εργατικής τάξης, γειτονιές και κάτω από τον μουντό μεταπολεμικό ουρανό του Γκόβαν, προαστίου στα νοτιοδυτικά της Γλασκώβης. Η επιβίωση σε underground καταστάσεις ήταν υποχρέωση και όχι επιλογή.

Ο ίδιος έχει υποστηρίξει για την εποχή εκείνη πως “δεν ήταν φτώχεια” ακριβώς αυτό που ζούσαν τότε οι φαμίλιες της περιοχής, καθώς “είχαμε πάντα φαΐ, πήγαινες σχολείο, ήσουν μονίμως καθαρός και περιποιημένος”. Είναι αλήθεια ωστόσο πως η δύσκολη περίοδος και κυρίως το εισόδημα της οικογένειας που είχαν δημιουργήσει ο Αλεξάντερ και η Ελίζαμπεθ δεν επέτρεπαν ανέσεις και πολυτέλειες.

Ο Φέργκιουσον και οι λοιποί διέμεναν σε συγκρότημα κατοικιών του οποίου τα δεκάδες διαμερίσματα ξεχώριζαν από τα μικροσκοπικά παράθυρα στους πελώριους τοίχους. Από εκείνα που είχαν χτιστεί τη δεκαετία του ’30, σε μια προσπάθεια αποκέντρωσης και αποφόρτισης του βασικού ιστού της πρωτεύουσας της Σκωτίας.

Ήταν τόσο μικροί οι χώροι που “οι μητέρες μας μάς έλεγαν συνεχώς να βγούμε έξω για να πάρουμε αέρα”. Έτσι ο Άλεκ (όπως τον φώναζαν τότε) και τ’ άλλα παιδιά της συνοικίας “ήμασταν πάντα εκτός”. Έτσι “το μόνο που κάναμε ήταν να παίζουμε μπάλα και να παλεύουμε στον δρόμο με τις διάφορες συμμορίες”. Ήταν αναμνήσεις που ο ίδιος ο Σκωτσέζος τεχνικός είχε φανερώσει για τα παιδικά χρόνια του. Χρόνια που τον ανάγκασαν, διότι δεύτερο δρόμο δεν συνάντησε (ή δεν έψαξε να βρει σε τόσο μικρή ηλικία), να κάνει κτήμα του μια αντισυμβατική νοοτροπία που τον συνόδευσε έκτοτε.

Ελεύθερο πνεύμα

“Πηγαίναμε σε στέγες εκκλησιών για περιστέρια, γέφυρες και άλλα τέτοια μέρη. Τότε δεν ανησυχούσες μην πέσεις”. Από τα λεγόμενά του αποδεικνύεται ότι οι περιορισμοί δεν έγιναν ποτέ κομμάτι της ανατροφής του. Ήταν ένα ελεύθερο παιδί και μαζί ένα ελεύθερο πνεύμα που κοινωνικοποιήθηκε τάχιστα, φανερώνοντας σταδιακά τις τάσεις του για ηγεσία στις όποιες παρέες που έκανε.

Είχε τον τρόπο να κυριαρχεί στο μυαλό των άλλων και να περνάει τις απόψεις του. Ο ίδιος αντίκριζε “μια πραγματική αίσθηση κοινότητας, γιατί όλοι ζούσαμε κοντά. Δεν κλείδωνες την πόρτα και οι άνθρωποι μοιράζονταν πολλά μεταξύ τους. Υπήρχε ένας κοινός σκοπός, να βοηθάμε ο ένας τον άλλον”. Όπως έχει αναφέρει.

Το ένιωθε, μάλλον, σαν καθήκον να ηγείται. Ο πατέρας του, άνθρωπος του μεροκάματου, ανήκε στο Εργατικό Κόμμα και δεν το έκρυψε ποτέ. Από κοντά και η μητέρα του. Οι δυο τους γνωρίστηκαν άλλωστε στη δουλειά. Ο μικρός ήταν λογικό να επηρεαστεί από τις προσλαμβάνουσες του περιβάλλοντός του – εντός ή εκτός σπιτιού.

Ποδόσφαιρο οργανωμένο ο Φέργκιουσον έπαιζε από τα 16 του, ως επιθετικός στην Κουίνς Παρκ της Γλασκώβης. Παρόλα αυτά πριν από τα 23 του δεν ήταν βέβαιο πως η ζωή του θ’ αλλάξει ριζικά και θα συνδεθεί αποκλειστικά με το λαοφιλέστερο των σπορ του πλανήτη. Μανιακός με την μπάλα ήταν όντως, μα και μετέωρος την ίδια ώρα. Άλλωστε, ούτε στη Σεντ Τζόνστον που εντάχθηκε το 1960, διότι δεν είχε θέση βασικού, εξασφάλισε τη μονιμότητα που επιδίωκε.

Μεσολάβησαν άλλα τέσσερα χρόνια για να του δώσει η Ντανφέρμλιν το πρώτο επαγγελματικό συμβόλαιό του, ανοίγοντάς του την είσοδο για το επόμενο στάδιο.

Οργάνωσε απεργία

Στο μεσοδιάστημα ο 20άρης Φέργκιουσον όφειλε να βρίσκει αλλού τα χρήματα που είχε ανάγκη για να βιοπορίζεται. Από το 1958, ούτε 17 ακόμη, είχε -με πατρική εντολή- πιάσει δουλειά στη Remington, στο εργοστάσιο που παρήγαγε γραφομηχανές. Κάθε πρωί επί μια τετραετία περίμενε στη στάση, έπαιρνε το λεωφορείο από το σπίτι του στο Γκόβαν και χτυπούσε κάρτα μαθητευόμενου εργάτη. Υποτίθεται ότι εκπαιδευόταν για να γίνει μηχανικός.

Ήταν μια εποχή που το συνδικαλιστικό κίνημα είχε ήδη ισχύ και ο -παθιασμένος για επανάσταση- Φέργκιουσον ήταν σταθερά πρωτοστάτης σε ενέργειες απέναντι στην εργοδοσία. “Ήθελε να φροντίζει τα δικαιώματα των εκπαιδευόμενων”, είχε υπογραμμίσει συνοδοιπόρος του από εκείνα τα χρόνια Γκόρντον Σίμπσον. “Ήμασταν επτά που ξεκινήσαμε παρέα και πολύ γρήγορα έγινε ο αυτόκλητος αρχηγός μας”.

Ήταν τόσο παθιασμένος για ηγεσία που με την πρώτη ευκαιρία που του δόθηκε οργάνωσε απεργία. “Ήμουν ο επικεφαλής της κινητοποίησης των μαθητευόμενων του 1961. Ήμουν πάντα προετοιμασμένος και αποφασιστικός”, έχει ομολογήσει ο ίδιος ο 80χρονος Σερ Άλεξ. Που στην πορεία κέρδισε προαγωγή και έγινε υπεύθυνος ολόκληρης μονάδας.

“Ήταν πάντα εκεί για να μας εξηγήσει τις λεπτομέρειες όσων συνέβαιναν και τους λόγους πίσω από τις απεργίες. Ήταν πολιτικοποιημένος και τρομερά έξυπνος. Ήταν προορισμένος να γίνει ηγέτης”, συμπλήρωνε ο Σίμπσον

Έξω δεν έπεσε φυσικά. Έγινε ηγέτης των πάγκων, εμπνέοντας παίκτες και (μετέπειτα) συναδέλφους. Δικτάτορας για άλλους. Στα 80 του, από σήμερα, δύσκολο να ‘χει αλλάξει στα μυαλά του.