Σύμφωνα με το μύθο, η μητέρα του Ντιέγκο ακριβώς τη στιγμή που γεννήθηκε, φώναξε «γκοοοοοοοοολ!». Σύμφωνα με τον ίδιο μύθο, το πρώτο πράγμα που έκανε ο Ντιέγκο ως βρέφος που μόλις ήρθε στη ζωή, ήταν … να κλωτσήσει! Πάντα σύμφωνα με το μύθο, ο γιατρός κράτησε ψηλά το βρέφος και είπε στην Τότα και στον Δον Ντιέγκο: «Συγχαρητήρια, αποκτήσατε έναν υγιέστατο υιό, που είναι μάλιστα από τώρα σωστός μάγκας». Ίσως το μόνο γεγονός που περιβάλλει αυτή τη γέννηση στο οποίο δεν έχει δοθεί μυθική διάσταση συνοδευόμενη από αγγελικές χορωδίες και θεϊκές ακτίνες φωτός, είναι το όνομα του νοσοκομείου «Πολυκλινική Εβίτα ντε Λάνους». Αυτό σημαίνει ότι το νοσοκομείο στο οποίο ο Ντιέγκο ήρθε στη ζωή, είχε το όνομα της Εβίτα Περόν.
Από μικρός κέρδισε πολλά, όχι εύκολα. Ήξερε όσο κανείς άλλος την μπάλα σε αυτό τον πλανήτη, αλλά πρώτα χρειάστηκε να επιβιώσει. Ανέβηκε ψηλά, αλλά ξέχασε τα μυαλά του στο γήπεδο. Έφτασε γρήγορα στην κορυφή και δεν πρόλαβε να σκεφτεί πως να διαχειριστεί τη δόξα του, ούτε και κανείς άλλος δίπλα του. Συνεργάτες τον πρόδωσαν, φίλοι του γύρισαν την πλάτη και ο Ντιέγκο συνέχισε να εμπιστεύεται και να προδίδεται.
Εκτός γηπέδων άφηνε πάντα τους άλλους να παίρνουν τις αποφάσεις. Δεν ήθελε να σκεφτεί, δεν ήθελε να πιεστεί, έκανε τόσα πολλά μέσα στο γήπεδο. Ο ίδιος υπέγραφε τα συμβόλαια και απολάμβανε την εύκολη ζωή. Δεν τον απασχολούσε το αύριο. Η καρδιά του Ντιέγκο… έσκασε από την απόλυτη ευτυχία. Μια ωραία οικογένεια, πολλά χρήματα, μια πόλη στα πόδια του και ταλέντο που ζήλευαν όλοι. Οι αδυναμίες του «Θεού» τον κράτησαν στη γη, εκεί όπου οι… εχθροί συνωμότησαν να τον εκτροχιάσουν. Μαφία, ναρκωτικά, ντόπινγκ, τραγικές επιλογές, όλα τα κακά της μοίρας του τον μετέτρεψαν σε έναν κοινό θνητό. Ο Μαραντόνα παραδόθηκε στον… Ντιέγκο και το απόλυτο παραμύθι τελείωσε πιο νωρίς και με περισσότερες μαύρες σελίδες. Τρία χρόνια από τον θάνατο του και το Gazzetta θυμάται τον άνθρωπο που παραδόθηκε αμαχητί στα πάθη και τις αδυναμίες.

Γράφουν οι Πολύδωρος Παπαδόπουλος – Ιάσονας Θεριός

Όταν η Καμόρα… φόρεσε τη φανέλα του Ντιέγκο!
Η πρώτη ερώτηση στη συνέντευξη Τύπου για την παρουσίαση του Μαραντόνα ήταν από έναν δημοσιογράφο που ρώτησε τον Ντιέγκο αν γνώριζε την «επιρροή της Καμόρα στο ποδόσφαιρο». Ο ιδιοκτήτης του συλλόγου, Κοράντο Φερλαΐνο, ζήτησε να φύγει αμέσως από την αίθουσα ο ρεπόρτερ, όπως κι έγινε…
Κάθε ημέρα που περνούσε η Νάπολι χόρευε όλο και πιο πολύ στον ρυθμό του Ντιέγκο, όμως ο Μαραντόνα έβγαζε τον κακό του εαυτό τη νύχτα. «Στανγκάτα», «Μπέλα ντι Νότε» και «Σαλέ Παρκ» ήταν τα κλαμπ που τον φιλοξενούσαν, κι εκεί ξεχνούσε την τεράστια πίεση που κουβαλούσε στις πλάτες του με ποσότητες ουίσκι με κόκα-κόλα. Συντροφιά τού έκαναν οι άνθρωποι της Καμόρα. Ηταν εκείνοι οι οποίοι τροφοδοτούσαν τις αδυναμίες του με γυναίκες και κοκαΐνη. H φαμίλια Τζουλιάνο έπεισε τον Ντιέγκο, πως με την κόκα θα ήταν ανίκητος κι εκτός αγωνιστικού χώρου. Ο… Θεός είχε για «θεές» του τις γυναίκες λύγισε κι έγινε οπαδός των ψευδαισθήσεων που του πρόσφεραν οι ουσίες.
Σε αντάλλαγμα οι Τζουλιάνο, τον έφερναν μαζί τους στα εγκαίνια κάθε επιχείρησής τους ή μπαρ που είχαν υπό την προστασία τους. Σε κάθε παρουσίαση του χάριζαν κι ένα ολόχρυσο Rolex, το οποίο ο Ντιέγκο το έδειχνε με περηφάνια σε κάθε του ευκαιρία.
Τον Ιανουάριο του 1986 ήρθε το πρώτο σοκ, όταν η αστυνομία ανακάλυψε σε σπίτι της Καμόρα φωτογραφίες του Μαραντόνα με τη μαφία. Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει. Οι δημοσιογράφοι άρχισαν να ασχολούνται με τον άνθρωπο Μαραντόνα και η πίεση ολοένα και μεγάλωνε. Ο Ντιεγκίτο κατάλαβε πως η προστασία της μαφία είχε γυρίσει… μπούμερανγκ. Οι απειλές ήταν πολλές… «Ο Μαραντόνα δεν άντεξε τη βασανιστική ποδοσφαιρική δόξα. Με τη μεταγραφή του στη Νάπολι έπεσε στα χέρια της Μαφίας», τόνιζε η διάσημη αργεντινή συγγραφέας Αλίσα Ντουχόβνα Ορτίθ.
Ο Μαραντόνα σχετίστηκε με επικίνδυνους ανθρώπους όπως ο Καρμίνε ή Λιοντάρι ή ο Ραφαέλε ή ο Ζίου Τζουλιάνο. Ακόμα ο Λουίτζι Τζουλιάνο που τον αποκαλούσαν Τζιτζίνο ή Ζετσετέλα και ο Έντσο Γκουίντα, ένας άλλος διαβόητος μαφιόζος από τη Νάπολη.
Hταν βράδυ, Γενάρης του 1991. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα, τότε παγκόσμιος σταρ, που έπαιζε στη Νάπολι ήθελε να φέρει στον χώρο του δύο πόρνες από έναν σύνδεσμο που είχε με τη μαφία στη Νάπολη. Όταν ο Μαραντόνα έκανε την κίνηση και αυτό το τηλεφώνημα τότε όλη η προσοχή έπεσε μετά πάνω του προφανώς με αρνητικό τρόπο. Τα ΜΜΕ προσπαθούσαν να τον ακολουθούν παντού, ενώ οι ιστορίες για τον εθισμό με την κοκαΐνη δεν είχαν σταματήσει. Ήταν 03:40 το πρωί. Η κοπέλα που ήρθε χαιρέτησε τον Μαραντόνα και επέμενε να μιλήσει στον γιο της, που τον λάτρευε.
Ο Ασίφ Καπάντια, βραβευμένος με Όσκαρ για το ντοκιμαντέρ της Έιμι Γουάινχάουζ που είχε κάνει και τη ζωή του Σένα σε ντοκιμαντέρ το 2010 θα πει πως “αυτή η σκηνή ήταν σαν μία κωμωδία σε μία… τραγωδία”. Ηταν ένας άνδρας που προσπαθούσε να ξεφύγει από τη φήμη του και χάθηκε μέσα στον εθισμό του για σεξ, ναρκωτικά και αλκοόλ. Και κάπου εκεί είναι ένα παιδί που τον ρωτάει για το προηγούμενο παιχνίδι που έπαιξε. Αν ήταν επεισόδιο στη σειρά ‘The Sopranos’ θα λέγαμε ίσως είναι αστείο όμως μετά λες ‘αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί ποτέ’ Και όμως έγινε. Αυτή ήταν η ζωή του Μαραντόνα.

Δυστυχώς για τον Μαραντόνα αυτό το τηλεφώνημα που έκανε το παρακολουθούσαν οι Αρχές. Θα το χρησιμοποιούσαν αργότερα για να στοιχειοθετήσουν κατηγορίες για χρήση και εμπόριο κοκαΐνης (το εμπόριο και η διανομή ήταν επειδή προσέφερε στις πόρνες κοκαΐνη). Τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς βρέθηκε θετικός με ναρκωτικές ουσίες στο αίμα του. Τιμωρήθηκε με 15 μήνες αποκλεισμό. Από την Ιταλία θα βρισκόταν στην Αργεντινή. Εκεί συνελήφθη για κατοχή κοκαΐνης, με την αστυνομία να τον συνοδεύει και τον Μαραντόνα να κλαίει. «Όταν είχε φτάσει στη Νάπολη ήταν ευτυχισμένος. Όταν αναγκάστηκε να φύγει έπαθε μεγάλη προσωπική… ζημιά», θα πει ο Καπάντια, που είδε πολλές ώρες υλικού αλλά και συνεντεύξεις του Μαραντόνα.
«Ναι, έκανα χρήση κοκαΐνης. Ήθελα να ξεπεράσω το στρες και την πίεση από τη σωματική και ψυχολογική κόπωση. Έκανα πολλά λάθη στη ζωή μου. Πίστεψα ότι η κοκαΐνη θα με ανακούφιζε. Δεν είχα δίκιο, αλλά δεν είχα και τις ηθικές δυνάμεις να αντισταθώ» παραδέχθηκε ο Ντιέγκο το 1991 στο Μπουένος Άιρες, όπου είχε πάει για να βρει τη χαμένη του ηρεμία μετά τον αγώνα με την Μπάρι όπου βρέθηκε ντοπαρισμένος. Aλλωστε, τα δημοσιεύματα που αφορούσαν τη σχέση του με τη μαφία και τις ουσίες είχαν κάνει πιο σκληρά τα μέτρα κατά του ντόπινγκ.
Οικογένεια: Μια περίπλοκη έννοια για τον Μαραντόνα
Από τη Βίγια Φιορίτο στη Νάπολη και από εκεί πίσω στο Μπουένος Άιρες, η οικογένεια ήταν μια ανέκαθεν περίπλοκη έννοια για τον Ντιέγκο. Και πώς να μην είναι, όταν μιλάμε για κάποιον με τον δικό του λαβύρινθο ζωής; Σίγουρα πήρε αγάπη και σίγουρα έδωσε, όμως οι «δαίμονές» του πολλές φορές άπλωσαν τα νύχια τους και στις σχέσεις του με τα αγαπημένα του άτομα.
Μεγάλωσε αγκαλιά με τα έξι αδέρφια του και τους γονείς του σε συνθήκες πραγματικής φτώχειας και με τα πρώτα του χρήματα από το ποδόσφαιρο αγόρασε ένα τεράστιο σπίτι για την οικογένειά του. Από πολύ νωρίς, από τα χρόνια του στην Αρχεντίνος Τζούνιορς ακόμα, ο Ντιέγκο έγινε το στήριγμα ολόκληρης της οικογένειάς του, ο άνθρωπος από τον οποίο έπρεπε να εξαρτηθούν οι γονείς και τα αδέρφια του. Ο ίδιος συνήθιζε να λέει πως «με την ηρεμία που σου δίνουν οι δικοί σου άνθρωποι μπορείς να κάνεις τα πάντα, χωρίς οικογένεια, τίποτα». Ήταν δύσκολο όμως, για ένα παιδί επί της ουσίας, να γίνει ο απόλυτος κύριος της οικογένειάς του και η ευθύνη τον βάρυνε από την πρώτη στιγμή. Ήταν πάντα εκεί βέβαια.
Περισσότερο περίπλοκα τα πράγματα υπήρξαν στην ερωτική του ζωή. Η αγαπημένη του Κλαούντια αποτέλεσε δίχως αμφιβολία έναν από τους ελάχιστους φάρους της ταλαιπωρημένης του ζωής. Ούτε που θα φανταζόταν τι θα περνούσε με εκείνο το μελαχρινό αγόρι με τις πλούσιες μπούκλες, όταν το γνώρισε στα 17 της. Οι δυο τους έφυγαν μαζί από την Αργεντινή, η Κλαούντια είδε τον Ντιέγκο να μεγαλώνει, να γίνεται Θεός κι έπειτα να λυγίζει μπροστά στους δαίμονές του και να αλλάζει, να μη θυμίζει πια εκείνο το γλυκό παιδί που ερωτεύτηκε ως έφηβη. Έκανε μαζί του δύο παιδιά, τα δυο «αληθινά του παιδιά» – όπως λέει ο Μαραντόνα – την Ντάλμα και την Τζανίνα, κι έμαθε από την τηλεόραση (!) πως οι εξωσυζυγικές περιπέτειες του αγαπημένου της έφεραν στη ζωή ακόμα ένα αγόρι. Ένα παιδί που έγινε αφορμή του σκανδάλου Σινάγκρα. Η Κλαούντια τού στάθηκε με υπομονή σε μερικά από τα πιο σκληρά χρόνια του, κάτι πολύ δύσκολο, όμως όταν η κατάσταση έγινε μη διαχειρίσιμη, προχώρησε στη ζωή της, βάζοντας τις δυο της κόρες πάνω από όλα.
Ήταν δεδομένο πως το χρειάζονταν. Και η Ντάλμα και η Τζανίνα πέρασαν δύσκολα. Δεν ήταν απλό το να ζήσουν μέσα στον τυφώνα της ακραίας δημοσιότητας, ούτε να δουν τον μπαμπά τους να χάνει στιγμές, να μην είναι εκεί όταν πρέπει, και να τον ρουφάνε τα ναρκωτικά και όσα κατοικούσαν στο κεφάλι του. Και αυτό ήταν ένα ακόμα βάρος που χρειάστηκε να κουβαλήσει ο Ντιέγκο. Το ήξερε πως θα έπρεπε να υπάρξει ένας καλύτερος πατέρας. Πήρε τα πάντα, έγραψε ιστορία, μα ένα από τα μεγαλύτερα όνειρά του έμειναν μισά, όπως είχε κάνει γνωστό ο Μεξικανός δημοσιογράφος Λουίς Ομάρ Τάπια, ένας άνθρωπος που ήταν κοντά στον Μαραντόνα.
«Μου είχε πει κάποτε πως το μοναδικό του όνειρο ζωής ήταν να πάει τις κόρες του στην Ντίζνεϊλαντ του Ορλάντο. Τους είχε υποσχεθεί πως θα το έκανε όταν ήταν μικρές. Αλλά δεν είχε τον χρόνο στο Μουντιάλ των ΗΠΑ. Μετά δεν του επιτρεπόταν η είσοδος στην Αμερική εξαιτίας των ναρκωτικών και της ναπολιτάνικης μαφίας. Δεν κατάφερε ποτέ να κάνει το ταξίδι. Πέθανε δίχως να μπορέσει να τηρήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στα κορίτσια του».

Ποιος ξέρει πόσες άλλες υποσχέσεις δεν είχε μπορέσει να κρατήσει στις κόρες του; Ποιος ξέρει πόσο αυτές βασανίστηκαν; Η αγάπη πάντως – το έχουν πει – πως εν τέλει δεν τους έλειψε. Δεν θα μπορούσε να λείψει από έναν βαθιά συναισθηματικό άνθρωπο όπως ο Ντιέγκο. Και η αγάπη ήταν εκεί, φαινόταν. Στα μάτια των γυναικών της ζωής του, όταν τον τραγουδούσαν μαζί του το ομορφότερο κομμάτι που γράφτηκε ποτέ για χάρη του. Ή στα δακρυσμένα μάτια της Ντάλμα όταν οι παίκτες της αγαπημένης τους Μπόκα τίμησαν τον μπαμπά της, λίγο αφού άφησε την τελευταία του πνοή.

 

image

Ο άνθρωπος Ντιέγκο μέσα από τα λόγια όσων έζησαν μαζί του

Φαντάζει απίθανο τα όσα έκανε ο Ντιέγκο στο χορτάρι να ξεχαστούν ποτέ. Πώς να μπορέσουν άλλωστε ακόμα και δεκαετίες ολόκληρες να θάψουν στον χρόνο τις μαγικές του ενέργειες; Ακόμα κι αν αυτό συμβεί πάντως, οι αμέτρητες ιστορίες θα μείνουν εκεί για να συνοδεύουν τον μύθο του. Και η αλήθεια είναι πως πολλές φορές οι ιστορίες και οι σκέψεις που ξεπροβάλουν από τα χείλη όσων έζησαν τον Μαραντόνα είναι οι πιο ικανές να καταστήσουν σαφές πόσα αυτός σήμαινε και σημαίνει. Όχι τόσο ως ποδοσφαιριστής, αλλά ως άνθρωπος.
«Δεν ήταν τέλειος, όπως κανείς μας. Όλοι έχουμε τα ελαττώματά μας και πραγματικά κανείς δεν είναι τέλειος ως άτομο. Γι’ αυτό ακριβώς αισθανθήκαμε τόσο κοντά του. Κι εκείνος δεν κρύφτηκε ποτέ», έχει δηλώσει ο Αργεντινός δημοσιογράφος Αντρές Καντόρ, που έζησε τον Pibe d’Oro από κοντά στα καλύτερά του χρόνια.
«Όταν έφυγε από τη ζωή, ο κόσμος έκλαψε για κάποιον που αγαπούσε βαθιά. Αυτοί που έκλαιγαν όμως, μαζί με εκείνον, θρηνούσαν και τη δική τους νεότητα, το παρελθόν τους, γιατί η παρουσία του Μαραντόνα στις ζωές μας ήταν πάντα άρρηκτα συνδεδεμένη με πάρα πολλές ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μας», είπε πριν μερικά χρόνια ο Μαριάνο Σίσκιντ, Αρτγεντίνος συγγραφέας και καθηγητής του Χάρβαρντ.
Πράγματι, ο Ντιέγκο πάντα κουβαλούσε μια ξεχωριστή αύρα, όπου κι αν βρισκόταν, ό,τι κι αν έκανε και χάρη σε αυτή δενόταν μοναδικά με τόσο κόσμο. «Ακόμα δεν έχω δει κάτι που να πλησιάζει σε όσα είδα από κοντά στη Νάπολη, στους πανηγυρισμούς των τίτλων που πήρε εκεί», θυμάται ο Καντόρ που είχε προσθέσει πως: «Ο τρόπος με τον οποίο λατρεύτηκε ήταν αδιανόητος».
Όντως. Ίσως όμως είναι ακόμα πιο αδιανόητο το γεγονός πως ένας τέτοιος ποδοσφαιριστής – ένας από τους καλύτερους της ιστορίας – στην πραγματικότητα λατρεύτηκε ως άνθρωπος και όχι ως παίκτης.
«Ό,τι κι αν πέρασε, ποτέ δεν σταμάτησε να είναι αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος, ποτέ δεν άλλαξε. Δεν ξέχασε ποτέ το μέρος που γεννήθηκε, τις συνθήκες στις οποίες μεγάλωσε πριν γίνει αυτός που έγινε και αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Ήρθε στον κόσμο βυθισμένος στη φτώχεια και για αυτό εκνευριζόταν με αυτή, ήθελε να την εξαφανίσει. Ο πραγματικός Ντιέγκο ήταν απλός, όμορφος, καλόκαρδος και ταπεινός.
Είχε αυτό το ξεχωριστό χάρισμα, πάντα κέρδιζε τον λαό, τους φτωχούς, τους τελευταίους, πάντα τους μαγνήτιζε και τους έδινε σκοπό. Δεν άφηνε επιλογή, σε ανάγκαζε να τον ακολουθήσεις πιστά ως το τέρμα»είχε πει πριν λίγους μήνες στο Gazzetta ο Μάσιμο Βινιάτι, ένας άνθρωπος που είχε μια αληθινά αδελφική σχέση με τον Θεό της Νάπολης.
Και είναι αμέτρητα τα χείλη που έχουν επιβεβαιώσει κατά καιρούς αυτή τη μοναδική πτυχή του ανθρώπου Ντιέγκο.
«Υπάρχει μια φανταστική ιστορία με έναν πατέρα και την κόρη του πριν είχαν βρεθεί κάποτε έξω από το προπονητικό κέντρο της Αργεντινής στο Μπουένος Άιρες», έχει πει στο παρελθόν ο δημοσιογράφος Λουίς Ομάρ Τάπια«Ο άνδρας είχε την κόρη του αγκαλιά και ρώτησε τους αστυνομικούς που βρίσκονταν εκεί αν μπορούν να τους πάνε στο νοσοκομείο. Το κορίτσι ήταν πάρα πολύ άρρωστο και υπέφερε. Εκείνοι αρνήθηκαν. Ο Μαραντόνα τους είδε και πήγε προς τα εκεί, τους έβαλε στο αμάξι του – χωρίς να έχει ιδέα ποιοι είναι – και τους πήγε στο νοσοκομείο, ενώ πλήρωσε και όλα τα έξοδα της νοσηλείας της μικρής».
Ο τσακωμός με τον Πάπα, οι ατάκες του για όλα τα πιτσιρίκια της Νάπολης και του Ροζάριο, οι εξιστορήσεις τόσων ανθρώπων που υπήρξαν κοντά του: Μόνο μερικά στοιχεία της απόλυτης εγγύησης για τον Ντιέγκο Μαραντόνα. Ο ίδιος μπορεί να έφυγε, μα η κληρονομιά που άφησε, ως άτομο και ως προσωπικότητα, ο τρόπος που άγγιξε τον κόσμο γύρω του θα μείνει για πάντα ανεξίτηλος.
Όπως έγραφε άλλωστε εκείνο το περίφημο πανό στο Μπουένος Άιρες τη μέρα που ο Θεός «έφυγε»: Ντιέγκο, δεν έχει σημασία τι έκανες με τη δική σου ζωή, αλλά όσα έκανες για τις δικές μας.