Παρά τις διαδοχικές προσφυγές που απορρίφθηκαν από τη Δικαιοσύνη αναφορικά με αγωγές που καταχώρυσαν κουρεμένοι καταθέτες της Λαϊκής, εντούτοις μια νέα απόφαση που χαρακτηρίζεται ως ιστορική, έρχεται να ανατρέψει το μοτίβο που μέχρι σήμερα υπήρχε.

Πρόκειται για απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, το οποίο δικαίωσε Ρώσο καταθέτη της Λαϊκής, και επιδίκασε αποζημιώσεις υπέρ του, από την Κυπριακή Δημοκρατία το ποσό των 780 χιλιάδων ευρώ, τα οποία θα πρέπει να πληρωθούν από το κράτος.

Στη βάση των όσων κατατέθηκαν ενώπιον του το Δικαστήριο μεταξύ άλλων αναφέρει πως, «η Κυπριακή Δημοκρατία ανέλαβε ευθύνη δια των τοποθετήσεων των εκπροσώπων της, και ειδικότερα του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι δεν επρόκειτο να επιτρέψει «κούρεμα» καταθέσεων, γεγονός που λειτούργησε, δικαιολογημένα, ώστε ο ενάγοντας να μην αποσύρει προγενέστερα τις καταθέσεις του, με αποτέλεσμα να υποστεί πραγματική ζημιά δια της απώλειας τους. Την ευθύνη για την προστασία των καταθετών ανέλαβε η ΚΔ και νωρίτερα δια της καταβολής €1,8 δις για την αγορά των Δικαιωμάτων Προτίμησης που εξέδωσε η Λαϊκή Τράπεζα τον Ιούνιο του 2012».

Επιπλέον αναφέρει πως, έλαβε υπόψη τη θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, «πίστευε ειλικρινά όταν έκανε τη σχετική δήλωση, πως θα πετύχαινε την αποφυγή του «κουρέματος» των καταθέσεων, ωστόσο και με αυτή την εκδοχή κρίνεται πως ενισχύεται το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ανέλαβε την ευθύνη της προστασίας των καταθετών και των δικαιωμάτων τους, πλην όμως δια της προγενέστερης χρονικά αμέλειας της, ως έχει πιο πάνω επεξηγηθεί, προκάλεσε εντέλει ζημιά στα συμφέροντα του ενάγοντα ως καταθέτη».

Στην κατάληξη του το Δικαστήριο υποδεικνύει πως, «η απομείωση των καταθέσεων του ενάγοντα οφειλόταν στις αμελείς πράξεις της Κυπριακής Δημοκρατίας και στη σοβαρή αμέλεια της Κεντρικής Τράπεζας και όχι σε λόγους που αφορούν τους κανόνες της αγοράς».

Μάλιστα σχολιάζει ότι, «η οικονομική κρίση που έπληξε την Κύπρο το 2009 δεν αντιμετωπίστηκε ως θα έπρεπε από την κυβέρνηση, ως του υπεύθυνου θεσμού για τον σχεδιασμό, ανάπτυξη και προστασία της οικονομίας, αλλά ούτε και από την ΚΤΚ ως θεσμικού οργάνου – επόπτη, που ήταν ο προστάτης του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της ορθής λειτουργίας των τραπεζών, καθώς και του ελέγχου γενικότερα του τραπεζικού συστήματος, και της προστασίας των καταθετών, μεταξύ αυτών και του ενάγοντα. Επακόλουθο όλων η παραβίαση του δικαιώματος της περιουσίας του ενάγοντα».

Σε ότι αφορά την ουσία της εκδίκασης της συγκεκριμένης υπόθεσης, το Δικαστήριο ανφέρε πως, «ενόψει όλων των πιο πάνω με την αφαίρεση, από το ποσό των καταθέσεων, ήτοι €1.629.556,81, του ποσού των €748.723,91 και των €100.000,00 απομένει το ποσό των €780.832,90. Αυτή είναι η οικονομική ζημιά και απώλεια του ενάγοντα συνολικά κατά την ημέρα της ολοκλήρωσης της αγωγής του και στη συνήθη πορεία των πραγμάτων».

Την υπόθεση χειρίστηκε οι δικηγόροι A. Θεοφίλου με κα. A. Παύλου για A. Chr. Theofilou LLC ενώ τους εναγόμενους εκπροσώπησαν Θ. Ραφτοπούλου για Αλέκος Ευαγγέλου και Σία ΔΕΠΕ την Κεντρική Τράπεζα και Ζ. Ερωτοκρίτου για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Σημειώνεται πως μέχρι στιγμής για την εν λόγω απόφαση δεν εκδόθηκε σχετική ανακοίνωση από τη Γενική Εισαγγελία, όπως γινόταν στις προηγούμενες προσφυγές που είχαν αποτύχει, ώστε να ενημερώσει εάν θα γίνει έφεση.