Έφυγε από την Ελλάδα στην τρυφερή ηλικία των 5 ετών και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αυστραλία για να ξεφύγουν από την Χούντα. Ο πατέρας του, λάτρης του ποδοσφαίρου, αποτέλεσε το κλειδί για τον μικρό Άγγελο και την μετέπειτα σχέση του με το άθλημα. Που να φανταζόταν όμως τον δρόμο που ξανοιγόταν μπροστά του;
Άγγελος Ποστέκογλου. Ένας Έλληνας που διέπρεψε στο εξωτερικό ως προπονητής. Από μικρή ηλικία ταλαιπωρήθηκε, όμως κατάφερε να βρει τον δρόμο του και να αναγνωριστεί στον χώρο του ποδοσφαίρου. Στην Αυστραλία τον αγαπούν, στην Ιαπωνία άφησε το στίγμα του, στην Σκωτία αποθεώθηκε. Η χώρα που τον γέννησε τον κυνήγησε και τον χαρακτήρισε αποτυχημένο. Τι και αν απέτυχε στην Παναχαϊκή; Έδειξε σθένος και κατάφερε να αναδυθεί από τις στάχτες του. Τώρα βρίσκεται στο τιμόνι της Τότεναμ!
Ξεκίνησε ως ποδοσφαιριστής. Ο πατέρας του αγαπούσε το ποδόσφαιρο και φρόντισε να περάσει αυτή την αγάπη και στον γιο του. Όταν ο Άγγελος ήταν ακόμη παιδί τον πήγαινε στην Σάουθ Μέλμπουρν Ελλάς, έναν σύλλογο που ιδρύθηκε από Έλληνες μετανάστες. Εκείνος δεν άργησε να αγαπήσει το άθλημα, μιας και ήξερε πως με αυτόν τον τρόπο θα δεθεί με τον πατέρα του, τον ήρωά του.
Δυστυχώς, λόγω τραυματισμού, αναγκάστηκε να σταματήσει ως παίκτης, ενώ νωρίτερα είχε κατακτήσει το Εθνικό Πρωτάθλημα Αυστραλίας με προπονητή τον αείμνηστο Φέρεντς Πούσκας. Δεν πρέπει να τον πείραξε πολύ, μιας και κατά βάθος πάντα γνώριζε ότι θα χάρασσε μια λαμπρή διαδρομή ως προπονητής. Μάλιστα διετέλεσε καθήκοντα προπονητή στην Σάουθ Μέλμπουρν Ελλάς από το 1996 έως το 2000, με την οποία κατέκτησε δύο Εθνικά Πρωταθλήματα, την στιγμή που όλοι τον αμφισβητούσαν.
Παρ’ όλο που ήταν σίγουρος για τον δρόμο που θα ακολουθούσε πάντα φοβόταν ότι δεν θα τα κατάφερνε. Ο πραγματικός φόβος ήταν πως θα απογοητεύσει τον πατέρα του, ο οποίος δεν έδειχνε ποτέ συναίσθημα και σπάνια έλεγε στον γιο του πόσο περήφανο τον έκανε. Το έλεγε όμως στους φίλους του και στον Άγγελο αυτό αρκούσε, ακόμη και αν το έμαθε από τρίτους.
Σαφώς πέρασε και από στραπάτσα. Όταν ανέλαβε προπονητής το 2000 της Εθνικής Αυστραλίας Νέων κ-17 και κ-23 παραλίγο να τελειώσει η καριέρα του όταν τον απέλυσαν έπειτα από 7 χρόνια θητείας. Αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα και να δουλέψει ως προπονητής στην Παναχαϊκή που βρισκόταν τότε στην τρίτη κατηγορία. Στην αρχή τον περίμεναν με ανοιχτές αγκάλες, όμως δεν άργησαν να τον κατακρίνουν.
Για εκείνον η Ελλάδα αποτελούσε ανέκαθεν μεγάλο κεφάλαιο. Όνειρο του ήταν να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη. Όνειρο να συνεργαστεί με τον Ποστέκογλου στην Ελλάδα είχε και ο Κώστας Μακρής, τέως πρόεδρος της Παναχαϊκής. Εκείνος, δεν πίστευε πως ένας τεχνικός με την δική του εμπειρία θα δεχόταν ποτέ αυτή την πρόταση.
Τα δύο όνειρα συναντήθηκαν και έτσι το 2008 ο Ποστέκογλου αναλαμβάνει προπονητικά χρέη στην ομάδα των Αχαιών. Είχε την ελευθερία να δημιουργήσει μια υπερομάδα, όπως ο ίδιος επιθυμούσε. Εκείνος κυνηγούσε πάντα το αποτέλεσμα και αυτό άλλωστε φάνηκε. Σε 34 αγώνες κατέγραψε 17 νίκες, 9 ισοπαλίες και 8 ήττες με την ομάδα να τερματίζει τρίτη.
Απ’ ότι φαίνεται αυτό δεν ήταν αρκετό για τον Αλέξη Κούγια, του οποίου η παρουσία στα διοικητικά του συλλόγου σήμανε και την απομάκρυνση του Ελληνοαυστραλού τεχνικού τον Δεκέμβρη του ιδίου έτους. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι παραιτήθηκε επειδή του έλεγε ο Μακρής τι αλλαγές να κάνει στο ημίχρονο.
Η σεζόν ήταν τρελή, όπως είχε δηλώσει και εκείνος. Ήξερε πως αν κέρδιζαν θα τον αποθέωναν, ενώ αν έχανε θ’ αντιμετώπιζε οργή και «κράξιμο», τόσο από τους οπαδούς, όσο και από τον Τύπο.
Έθιξε έμμεσα το γενικότερο πρόβλημα που υπάρχει στο ελληνικό ποδόσφαιρο, αλλά αυτή είναι συζήτηση για άλλη φορά.
Κάτι το οποίο δεν γνωρίζουν πολλοί είναι ότι στην χώρα μας είχε την ευκαιρία να έρθει πρώτα ως ποδοσφαιριστής στον Άρη λίγο πριν τον τραυματισμό του. Ο Αλκέτας Παναγούλιας ήθελε να τον πάρει στην ομάδα, όμως δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει το εγχείρημα αυτό πριν αποχωρήσει από τον πάγκο των «κιτρινόμαυρων», με την μεταγραφή να μην πραγματοποιείται ποτέ.
Παρ’ όλο που τον θεώρησαν αποτυχημένο, εκείνος συνεχίζει να αγαπάει την Ελλάδα, ενώ στην εκπομπή Monday FC στην Nova, δήλωσε πως θα ήταν τέλειο να κλείσει την καριέρα του στην Εθνική μας ομάδα.
Η Ελλάδα δεν κατάλαβε ποτέ το διαμάντι που έχασε. Το 2009 αναλαμβάνει τα ηνία της Μπρίσμπεϊν Ρόαρ και, όπως πολλοί επεσήμαναν, δημιούργησε την πιο δυνατή ομάδα στην ιστορία του αυστραλιανού ποδοσφαίρου. Αυτό φάνηκε άλλωστε με την κατάκτηση του Πρωταθλήματος δύο συνεχόμενες χρονιές, το 2011 και το 2012.
Συνέχισε την καριέρα του στην Μέλμπουρν Βίκτορι και το 2013 κάνει ένα βήμα παρακάτω αναλαμβάνοντας την Εθνική ομάδα της Αυστραλίας. Το 2014 είδε την ομάδα του να αγωνίζεται στο Παγκόσμιο Κύπελλο, το 2015 κατακτά το Ασιατικό Κύπελλο Εθνών Ποδοσφαίρου και το 2018 οδηγεί μια ανασυγκροτημένη ομάδα σε ακόμα ένα Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου.
Η Ιαπωνία αναγνώρισε το ταλέντο του. Το 2018 ανακοινώνεται προπονητής της Γιοκοχάμα Μαρίνος, με την οποία κερδίζει την J-League. Πήρε όσες γνώσεις χρειάστηκε και το 2021 μετέβη σε ακόμα έναν μεγάλο σταθμό στην καριέρα του, την Σέλτικ. Ένας σταθμός που απλώς επιβεβαίωσε το ταλέντο που είχαν όλοι αναγνωρίσει, εκτός από τους συμπατριώτες του.
Στην Σκωτία πλέον απέδειξε την αξία του στους επικριτές του. Η ήρεμη φυσιογνωμία και η συγκέντρωσή του, καθώς και το αλάνθαστο «μάτι» του στην επιλογή παικτών οδήγησαν στο φετινό τρεμπλ. Το Σάββατο (3/6) κατέκτησε το πέμπτο Κύπελλο Σκωτίας από την στιγμή που ανέλαβε την ομάδα και ξέρει πολύ καλά πως ο πατέρας του χαμογελάει από ψηλά για όσα έχει καταφέρει ο γιος του.
Σειρά τώρα έχει η Τότεναμ, η οποία τον ανακοίνωσε για τέσσερα χρόνια. Στα μάτια του κόσμου ξεχώρισε από τα χρόνια του στην Σέλτικ με τις εξαιρετικές μεταγραφές που πραγματοποίησε, το επιθετικό στυλ που υιοθέτησε, την αμείλικτη στάση της ομάδας του, καθώς και την ψυχραιμία του στην δίνη του σκωτσέζικου ποδοσφαίρου.
Ξεχωρίζει για όλα όσα πέρασε για να καταφέρει να βρίσκεται εκεί που είναι σήμερα. Άλλωστε, η ψυχή αυτού του ανθρώπου δεν οφείλεται τόσο στις επιτυχίες του όσο στο παρελθόν του, που διαμόρφωσε το ποιόν του και ως προπονητή και άνθρωπο.