Κυριακή βράδυ, κάθε Κυριακή βράδυ επί σειρά ετών, στο σαλόνι κλασικού τριαριού των ’80s ένας πιτσιρικάς πριν από τα δέκα του σηκώνει με ευλάβεια το πλεκτό, λευκό σεμέν που καλύπτει το πάνω μέρος από το ξύλινο περίβλημα της οθόνης μιας ογκώδους τηλεόρασης, παίρνει θέση στον απέναντι καναπέ σαν να ναι στην κερκίδα γηπέδου, πατά το κουμπί ενεργοποίησης από το τηλεκοντρόλ και περιμένει να έρθει το φως.

Ξέρει τι έχει συμβεί στους ποδοσφαιρικούς αγώνες, διότι αμέσως μετά το μεσημεριανό φαγητό σηκωνόταν άρον-άρον για ν’ ανοίξει το ραδιόφωνο, να συντονίσει τη βελόνα στους 101.8 και ν’ ακούσει την εναλλαγή περιγραφών από τα γήπεδα της ελληνικής επικράτειας.

Αργότερα, όταν βράδιαζε πια, επιζητούσε με μανία την εικόνα. Μέχρι τότε φανταζόταν μόνο σε ποιες εστίες σούταραν οι ομάδες, πώς μπήκαν τα γκολ ή χάθηκαν οι ευκαιρίες, πόσο καλά είχε παίξει ο κάθε ποδοσφαιριστής. Ταυτιζόταν, αναγκαστικά, με την ένταση εκείνου που περιέγραφε το ματς. Η φαντασία οργίαζε.

Ήθελε να διασταυρώσει ό,τι είχε πλάσει στο μυαλό του με την πραγματικότητα. Να επιβεβαιωθεί ή να διαψευστεί. Να δει καρτέλες και αριθμούς, φάσεις και ρεπορτάζ. Να ρουφήξει κάθε πληροφορία που θα συζητούσε τη Δευτέρα στο σχολείο. Πριν από την πρωινή προσευχή και το Γλώσσα-Γλώσσα-Μαθηματικά. Έπαιρνε ειδική “γονική” άδεια πριν υποχρεωτικά πέσει για ύπνο. Είχε σχολείο το πρωί και έπρεπε να ξαπλώσει.

Η μουσική έναρξης της εκπομπής στέλνει το μήνυμα. Η ώρα έχει φτάσει. Ο πιτσιρικάς τρίβει τα χέρια του. Τα-ρα-τα-τα-τα-τα, τα-ρα-τα-τα-τα-τα, τα-ρα-τα-τα-τα-τα, τα-ρα-τα-τα-τα-τα. Σπανίως ένα τραγούδι δίχως λόγια διαθέτει τέτοια δύναμη. Ο Χρήστος Λεοντής, όπως ο Μάνος Λοΐζος με το ‘Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας’, είχε, εκ των υστέρων, πετύχει να γράψει μια μελωδία που μετατράπηκε σε άσμα ασμάτων.

Βέβαια, η -δική μας- Αθλητική Κυριακή δεν ήταν μονάχα το δημοφιλές σήμα της. Ήταν πολλά περισσότερα απ’ αυτό. Συνδυαστικά και μεμονωμένα. Ήταν πάνω από καθετί άλλο οι άνθρωποί της. Απ’ αυτόν που πρώτος έριξε την ιδέα να στηθεί κάτι πιο φρέσκο και πρωτότυπο, κυριακάτικο πλέον, απ’ όσα πρωτόλεια “έβγαιναν” τότε στον τηλεοπτικό αέρα της δημόσιας τηλεόρασης μέχρι τον τελευταίο τεχνικό που δούλευε για να “ταξιδέψει” η εικόνα μέχρι τον τελικό προορισμό της.

Αισίως η Αθλητική Κυριακή συμπλήρωσε εφέτος 50 χρόνια ζωής. Χρόνια ώριμα, χρόνια σοφά. Ο Φλεβάρης ήταν ο γενέθλιος μήνας της, στις 27/2 του 1972, έχει καταγραφεί ως η νύχτα πρεμιέρας της. Πρόκειται, φυσικά, για το μακροβιότερο τηλεοπτικό πρόγραμμα της ελληνικής τι-βι.

Άλλο δεν έχει αντέξει τόσο, ούτε προβλέπεται να φτάσει στα δικά της. Τα Αθλητικά Νέα της Δευτέρας και κυρίως οι Ματιές στα Σπορ, που προηγήθηκαν, είχαν κάνει μια γενναία αρχή, αλλά η Αθλητική Κυριακή ανταποκρίθηκε στην ανάγκη του κοινού να εξασφαλίζει πρόσβαση στην άμεση πληροφορία με πιο σύγχρονη ματιά.

Όντως “έβαλε τα αθλητικά στα σπίτια”. Όσα είχαν τηλεόραση τότε. Χάρη στον μεστό λόγο που χρησιμοποιούσε ο πρωτομάστορας Γιάννης Διακογιάννης και κατόπιν στην ατάραχη ηρεμία που εξέπεμπε ο συνοδοιπόρος Βαγγέλης Φουντουκίδης. Πριν απ’ όλους τους επόμενους.

Το reunion στην ΕΡΤ

Μαζί με ορισμένους εκ των παρουσιαστών της Αθλητικής Κυριακής κάναμε αυτό το μαγευτικό ταξίδι, καλύπτοντας κάθε σπιθαμή της απόστασης από το 1972 μέχρι το 2022. Ο καθείς τους είχε τουλάχιστον μια ιστορία να θυμηθεί και να διηγηθεί στο SPORT24. Από τον πρεσβύτερο πλην ακμαιότατο Νίκο Κατσαρό έως τον νεαρότερο, τον σημερινό οικοδεσπότη της εκπομπής, Τάσο Κολλίντζα. Μεταξύ τους ο Γιάννης Μαμουζέλος, ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος, ο Γιάννης Θεοδωρακόπουλος κι ο Αλέκος Θεοφιλόπουλος. Κάθε ένας με το προσωπικό στιλ του, τις εμπειρίες του, τις προσλαμβάνουσες της εποχής. Το μεράκι τους.

Η συνάντηση στο Μέγαρο της ΕΡΤ, που μάς παραχώρησε το στούντιο και διευκόλυνε την όλη διαδικασία από την αρχή ως το τέλος της, έμοιαζε με reunion παλιών συμμαθητών. Παλιόφιλοι που κανόνισαν να συναντηθούν, όχι γιατί είχαν καιρό να τα ‘πουν μια και -λίγο ή πολύ- βρίσκονται κάπου, αλλά διότι τους αρέσει να αναπολούν εκείνες (και άλλες) ωραίες ημέρες. Όπως συνέβη πριν από πέντε χρόνια, ιππότες μιας άλλης στρογγυλής τραπέζης.

Αρκούσε μονάχα να στέκεις παράμερα και να παρατηρείς σαν θεατής. Αντιδράσεις, μορφασμούς, κινήσεις, γέλια. Πολλά γέλια. Και ν’ ακούς. Διαλόγους, αναμνήσεις, αληθινά περιστατικά για πρόσωπα και καταστάσεις. Κάποια που λέγονται κι εκείνα που μένουν πάντα πίσω από τις κάμερες. Ήταν γνώριμος ο χώρος, ένιωθαν όλοι τους οικεία. Παραπάνω απ’ αυτό. Στο σπίτι τους. Σαν να μην ήταν άλλος παρών στο σύγχρονο φανταχτερό σκηνικό. Που έχει αφήσει προ πολλού πίσω το ασπρόμαυρο. Μεταξύ μας, “έπαιζαν εντός έδρας” κι αυτό βγήκε στο χορτάρι. Ξεκάθαρα.

Τα χρόνια που μεσολάβησαν, λιγότερα ή περισσότερα για τον καθένα, δεν ξέφτισαν τις εικόνες, δεν θόλωσαν τις μνήμες. Το περιβάλλον και οι συνθήκες διέφεραν, αλλά η αύρα ήταν ακριβώς η ίδια, “εγκλωβισμένη” σε τρεις τοίχους ποτισμένους με την ιστορία της Αθλητικής Κυριακής. Ήταν Παρασκευή. Την Κυριακή θα μπορούσαν άνετα να βγουν αέρα και να παρουσιάσουν. Σαν να μην πέρασε μια μέρα.

Κυρίες και κύριοι καλησπέρα σας…

Η Αθλητική Κυριακή της Θύρας 7 και της διαρκούς μάχης με τον χρόνο-Γιάννης Μαμουζέλος

Προσωπικά δεν μπορώ να ξεχάσω την Κυριακή της 8ης Φλεβάρη του 1981. Ήταν η ματωμένη Κυριακή της Θύρας 7. Μόλις μάθαμε την έκταση του γεγονότος, ο Γιάννης Διακογιάννης πήρε την απόφαση να ματαιωθεί η Αθλητική Κυριακή λέγοντας περίπου (απ’ όσα θυμάμαι…) “σε ημέρα τραγωδίας δεν μπορείς να μιλάς για γκολ, ρεκόρ και πανηγυρισμούς”.

Συνεργαζόμασταν ήδη τότε. Από τα τέλη του ’76 ήμουν μαζί του στη σύνταξη-επιμέλεια της εκπομπής και γύρω στο ’78 μού πρότεινε να μετέχω στην παρουσίαση ολιγόλεπτου μέρους της εκπομπής (κυρίως τη Β’ Εθνική και τα άλλα αθλήματα) για να είναι πιο άνετος με τα βασικά θέματα και κυρίως με τα διεθνή που ακολουθούσαν και υπήρχαν στιγμιότυπα από την EBU ή τα διεθνή πρακτορεία. Τότε η εκπομπή διαρκούσε σχεδόν μία ώρα.

Εκείνο το απόγευμα συγκεντρώναμε τα στοιχεία και το υλικό της εκπομπής, ακούγοντας όπως πάντα και τις ραδιοφωνικές περιγραφές για να έχουμε μια εικόνα. Μόλις διαπιστώσαμε την τραγική εξέλιξη μετά το ντέρμπι ΟλυμπιακόςΑΕΚ οι ελάχιστοι που είμαστε στην παραγωγή της “ΑΚ” αφήσαμε τα πάντα στη μέση. Ο Διακογιάννης ενημέρωσε τον διευθυντή Ειδήσεων και μαζί με όλους έδρασε ως δημοσιογράφος που υπερβαίνει την ειδικότητα.

Όλοι αφοσιωθήκαμε αποκλειστικά στις πληροφορίες που έφταναν τηλεφωνικά (συχνά με ελλιπή εξακρίβωση και συγκεχυμένες) για να τροφοδοτούμε τους συναδέλφους των Ειδήσεων, που ήταν ουσιαστικά σε συνεχή “Έκτακτα Δελτία”. Ήταν μια δουλειά φορτισμένη ψυχολογικά, με άγχος και αδιάκοπη πίεση. Οι ώρες ήταν πολύ δύσκολες, η εθύνη πολλαπλάσια, γιατί έπρεπε να είμαστε έγκυροι σε καθετί που μεταφερόταν στον αέρα

Ήταν μια άλλη εποχή εκείνη για την τηλεοπτική δημοσιογραφία. Το αθλητικό τμήμα της ΕΤ-1 είχε συσταθεί λίγους μήνες νωρίτερα (καλοκαίρι του ’80) και μέχρι τότε οι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού συνεργαζόμενοι αθλητικοί συντάκτες ανήκαν στο τμήμα των ειδήσεων.

Γενικά εκείνη η περίοδος ήταν μια περίοδος αγωνίας για τους αθλητικούς δημοσιογράφους. Αγωνίας να συγκεντρώσουμε τηλεφωνικά τα στοιχεία των αγώνων από συνάδελφο εξωτερικό ρεπόρτερ, να βρούμε κάποια επίκαιρη τηλεφωτογραφία, να ψάξουμε τα τέλεξ για τις ειδήσεις της ημέρας και να δούμε αν υπήρχε εικόνα για κάποια γεγονότα.

Τότε (αρχές της δεκαετίας του ’80) στην Αθλητική Κυριακή παίζονταν ελάχιστα στιγμιότυπα από τους αγώνες πρωταθλήματος και μέχρι την τελευταία ώρα δεν ξέραμε τι πλάνα θα έχουμε διαθέσιμα. Κάποια παιχνίδια καλύπτονταν με κινηματογραφικά συνεργεία (συνεργαζόμενου εξωτερικού γραφείου) που τραβούσαν αγώνες σε φιλμ! Φιλμ που έπρεπε να εμφανιστούν, να φτάσουν με ΙΧ ή μοτοσυκλέτα στην ΕΡΤ, να τα επεξεργαστεί ο μοντέρ (μετά από ένα βιαστικό έλεγχο του υλικού) και να βγει ένα οπτικό θέμα 2-3 λεπτών το πολύ. Αν είχε βοηθήσει η τύχη και ο καιρός, υπήρχαν όλες οι καίριες φάσεις!

Η παραγωγή ήταν, αναγκαστικά, λειψή. Ήταν αδύνατο οι οπερατέρ να κινηματογραφούν όλο τον αγώνα, γιατί δεν θα προλαβαίναμε την εμφάνιση κ.α. Έπρεπε να διαλέγουν, με την εμπειρία και τη διαίσθησή τους, τις φάσεις, ανάλογα με την τροχιά της μπάλας και τη ροή του αγώνα! Φυσικά δεν υπήρχε σπικάζ.

Όταν ετοιμαζόταν το “κομμάτι” για όσα ματς είχαμε διαθέσιμα (κυρίως από την Αττική και σπανιότερα απ’ τη Θεσσαλονίκη) τα έβλεπε επί τροχάδην ο Διακογιάννης πριν μπει στο στούντιο και τα περιέγραφε live, σύμφωνα με τα στοιχεία που είχαμε συγκεντρώσει σαν τηλεγράφημα για τις φάσεις!

Ήταν μια διαρκής μάχη με τον χρόνο όλη αυτή η διαδικασία. Ένας αγώνας δρόμου, μια περιπέτεια χωρίς τα απαιτούμενα μέσα για να φτάσεις στο αποτέλεσμα που ήθελες. Τα λάθη ήταν αναπόφευκτα, τα τεχνάσματα πολλά έτσι ώστε το αποτέλεσμα ν’ ανταποκρίνεται στις μίνιμουμ απαιτήσεις. Όλοι μας ήμασταν δημοσιογράφοι – κασκαντέρ ή και λίγο “ταχυδακτυλουργοί” εκείνη την εποχή, ακόμη κι όταν απέκτησε η ΕΡΤ τις πρώτες φορητές κάμερες & βίντεο. Μέχρι και σε βουνά ανέβαιναν οι τεχνικοί για να στείλουν από τις εγκαταστάσεις του ΟΤΕ το οπτικό υλικό που εμπλούτιζε την εκπομπή με στιγμιότυπα από τα ματς στην επαρχία!

Καταστάσεις αδιανόητες, ανεξήγητες στη σημερινή εποχή, που πολλές φορές σ’ έφταναν στα όρια. Αλλά ταυτόχρονα αποδείκνυαν το πάθος, το μεράκι και την -καλώς εννοούμενη- “μαγκιά” των ανθρώπων για να βγει το αποτέλεσμα στον βαθμό που δεν θα εξέθετε κανέναν. Ειδικά μετά το 1983 σε την “τριάδα” με το Νίκο Κατσαρό (τότε προϊστάμενο του τμήματος) και το Χρ. Σωτηρακόπουλο έγιναν μεγάλα βήματα ανανέωσης και αναβάθμισης της Αθλητικής Κυριακής.

Το ότι είχαμε, σε πολύ μεγάλο βαθμό, ελευθερία κινήσεων και λόγου ήταν κάτι που μας επέτρεψε να δουλέψουμε απρόσκοπτα και να δώσουμε στο κοινό αυτό που πραγματικά θέλαμε φέρνοντας διαρκώς νέες ιδέες και αξιοποιώντας και την αναβάθμιση της ΕΡΤ μετά το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα στίβου του 1982.

Η Αθλητική Κυριακή της νέας δομής και του… Χάρρυ Κλυνν-Νίκος Κατσαρός

Η δική μου πορεία στην Αθλητική Κυριακή άρχισε το 1983 και ολοκληρώθηκε το 1989, όταν έφυγα από την ΕΡΤ. Ήταν μια αλληλουχία συγκυριών που μ’ έφερε στην παρουσίαση, δεν ήταν κάτι που επεδίωξα να συμβεί, δεν το είχα στο μυαλό μου.

Από το 1982 κιόλας, ενόσω ήμασταν στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ισπανίας, ο Γιάννης Διακογιάννης με είχε ενημερώσει για την πρόθεσή του ν’ αφήσει την παρουσίαση εξαιτίας του φόρτου εργασίας στην εφημερίδα. Του είχα πει ότι εκπομπή χωρίς τον ίδιο δεν υφίσταται και πείστηκε να μείνει άλλον ένα χρόνο, αλλά στο τέλος της επόμενης σεζόν δεν έκανε πίσω. Είχε πάρει την απόφασή του.

Πρόεδρος ήταν τότε ο Γιώργος Ρωμαίος, που με φώναξε στο γραφείο του να με ρωτήσει πώς θα καλυφθεί το κενό. Από τη στιγμή που ο Διακογιάννης ήταν ένας και μοναδικός, τού πρότεινα μια νέα δομή στην Αθλητική Κυριακή: διπλασιασμό της διάρκειάς της με τρεις ενότητες (ελληνικό ποδόσφαιρο, άλλα αθλήματα, διεθνή) και με ισάριθμούς παρουσιαστές. Μια στροφή δηλαδή στο περιεχόμενο και στην πολυμορφία θεμάτων.

Του κατέθεσα μάλιστα και συγκεκριμένα ονόματα, θυμάμαι. Εγώ δεν μπορούσα να είμαι λόγω των ευθυνών μου στην Απογευματινή. Το ένα από τα πρόσωπα δεν εγκρίθηκε. Μετά πρότεινα τον νεαρό τότε Χρήστο Σωτηρακόπουλο, ο οποίος είχε πρωτοέρθει στην ΕΡΤ. Ήμουν τόσο σίγουρος γι’ αυτόν που δεν χρειάστηκε καν να περάσει δοκιμαστικό.

Επρόκειτο να ήταν μαζί με τον Γιάννη Μαμουζέλο και τον Δημήτρη Κωνσταντάρα. Αλλά επειδή ο τελευταίος δεν είχε ταυτιστεί με το ποδόσφαιρο, αλλά με το τένις και το αυτοκίνητο, μου ζήτησαν να βγω εγώ μπροστά, μετά από προτροπή του Διακογιάννη. Ο Χάρης Λυμπερόπουλος στην Απογευματινή είχε ενστάσεις στην αρχή, διότι θα έλειπα τις Κυριακές, αλλά κατόπιν ενέδωσε και με κάλυψε μέχρι να βρούμε λύση.

Οι μήνες έγιναν χρόνια. Χρόνια γεμάτα για το αθλητικό τμήμα της ΕΡΤ που μέσα σε καθεστώς ανεξαρτησίας είχε την ευχέρεια να πρωτοτυπεί.

Δεν θα ξεχάσω τα σατιρικά σκετς που ζητήσαμε από τον Χάρρυ Κλυνν και τα προβάλαμε στη διάρκεια της εκπομπής. Το ένα είχε για πρωταγωνιστή έναν Ιταλό προπονητή με τον Πόντιο διερμηνέα του και το δεύτερο έναν παίκτη του μπάσκετ που αγωνιζόταν με γραβάτα και τη μουσική υπόκρουση του “Είναι γάτα, είναι γάτα”. Του μεγάλου σουξέ της Ρίτας Σακελλαρίου. Ήταν μια ιδέα που είχε τεράστια απήχηση, γιατί ήταν κάτι διαφορετικό και πρωτότυπο για αθλητική εκπομπή.

Τεράστια επιτυχία για την εποχή ήταν επίσης η παρουσία στο στούντιο του Σουηδού Πάτρικ Σιόμπεργκ, του κορυφαίου άλτη του ύψους στα μέσα του ’80, ο οποίος είχε έρθει στην Αθήνα για το Ευρωπαϊκό κλειστού στίβου στο ΣΕΦ (1985), κατακτώντας το χρυσό μετάλλιο. Είναι, άλλωστε, ο αθλητής που θα κατέρριπτε το παγκόσμιο ρεκόρ το 1987, ξεπερνώντας τα 2.42.

Η Αθλητική Κυριακή της ανατροπής και της παρέας-Χρήστος Σωτηρακόπουλος

Αν μια λέξη θα μπορούσε να χωρέσει τη δική μου παρθενική εμπλοκή στην Αθλητική Κυριακή κατά την πρώτη από τις δύο θητείες μου, αρχές του ’84, θα ήταν οπωσδήποτε ο αιφνιδιασμός.

Γνώριζα εκ των προτέρων ότι στη νέα μορφή της εκπομπής, αφότου δηλαδή ο Γιάννης Διακογιάννης αποφάσισε ν’ αποχωρήσει, θα αναλάμβανα κάποια πράγματα στη δομή, είτε πάνω στο μπάσκετ, γιατί έκανα πολύ μπάσκετ τότε -όσο κι αν ακούγεται παράξενο σήμερα- πίσω από τον Φίλιππα Συρίγο, είτε στο σκέλος των διεθνών ειδήσεων. Το γεγονός όμως ότι θα βρεθώ από μια στιγμή στην άλλη να είμαι ένας από τους κεντρικούς παρουσιαστές ενός τέτοιου προγράμματος τριών εκατομμυρίων τηλεθεατών δεν περνούσε καν από το μυαλό μου ως ιδέα.

Ήταν αδιανόητο να δοθεί μια τέτοια ευθύνη σ’ έναν 22χρονο δημοσιογράφο που δεν είχε δοκιμαστεί άλλη φορά σε ανάλογο πόστο. Ευτυχώς που από τη μία ο Νίκος Κατσαρός, που ως επικεφαλής ήθελε κότσια να ρισκάρει μ’ έναν νιόφερτο, κι από την άλλη ο Παναγιώτης Περπερίδης, ο σκηνοθέτης της εκπομπής, μού έδωσαν να καταλάβουν ότι με πιστεύουν πάρα πολύ και ότι δεν έχω να φοβηθώ το οτιδήποτε. Κάτι που αποδείχθηκε πολύ βοηθητικό στα πρώτα βήματα.

Το άγχος ήταν υπερβολικό, διότι η συνειδητοποίηση ότι κάθε εβδομάδα σε βλέπει η μισή Ελλάδα δεν ήταν εύκολα διαχειρίσιμη. Όσο εύκολο ήταν ν’ απογειωθείς άλλο τόσο ήταν να γελάει ο κόσμος μαζί σου. Όχι για ένα λεκτικό ατόπημα ή ένα λάθος, αλλά από το σάστισμα μπροστά στην ανοικτή κάμερα.

Η Αθλητική Κυριακή ήταν ένα αποκλειστικά live πρόγραμμα που δεν είχε back up όπως άλλα της εποχής, δεν υπήρχε κάποια κάλυψη για να νιώθεις ασφαλής πως αν κάτι πάει στραβά, θα μπορείς να το επαναλάβεις. Μόνο με τα χρόνια συνειδητοποιείς πόσο μεγάλο βάρος, αλλά και ταυτόχρονη αξία κουβαλούσε όλο αυτό.

Δεν θα ξεχάσω τα λόγια του Βαγγέλη Φουντουκίδη, που για περίπου ένα 6μηνο παρέμενε ενεργός όντας τρομερά υποστηρικτός. Ο Νίκος Κατσαρός μου ‘χε ζητήσει να νιώθω σαν να ‘μαστε μια παρέα που κουβεντιάζει. Να μην βλέπω αυτό το κόκκινο λαμπάκι της κάμερας που “πρόδιδε” πως είμαστε στον αέρα. Ο Δημήτρης Κωνσταντάρας, σημαντικό στέλεχος της ΕΡΤ τότε, φρόντισε επίσης να μου μεταδώσει εκείνη τη χαλαρότητα που τον χαρακτήριζε μπροστά από τον φακό.

Απλές κουβέντες από ανθρώπους που όμως για έναν άμαθο νεαρό αποδείχθηκαν πολύτιμες συμβουλές πριν από τις πρώτες φορές του. Ήταν κουβέντες που έδειχναν εμπιστοσύνη. Μετά από 7-8 εκπομπές ήρθε και ο Γιάννης Διακογιάννης στο στούντιο. Ως guest καλεσμένος. Θα έλεγα ότι από τότε και μετά το κουράγιο κέρδισε τη μάχη του άγχους. Μου ψιθύρισε να μην φοβάμαι τίποτα και να συνεχίσω ό,τι κάνω όπως το κάνω με χαμηλά το κεφάλι.

Η ΕΡΤ ήταν ένας οργανισμός που δεν φοβόταν, αναγνώριζε και παρείχε την ευκαιρία σε κάθε νέο δημοσιογράφο να βγει μπροστά και η Αθλητική Κυριακή λειτούργησε ως ένας φορέας ανατροπής σε όσα ίσχυαν μέχρι τότε στην τηλεόραση. Δεν ήταν αποκλειστικά οι γκρίζοι κροτάφοι που επέτρεπαν σε κάποιον να προβληθεί μέσα από τη δουλειά του. Ήταν μια μεγάλη πόρτα για το επόμενο βήμα.

Η Αθλητική Κυριακή που είχε μόνο ένα συνδεδεμένο καλώδιο-Αλέξανδρος Θεοφιλόπουλος

Η Αθλητική Κυριακή είναι μια θρυλική εκπομπή, συνυφασμένη στον απόλυτο βαθμό με τον Έλληνα που αγαπά τα σπορ. Πάντα προσπαθούσε ν’ αποφύγει τις οξύτητες και αντιπαραθέσεις, γεννώντας σωστούς φιλάθλους.

Εγώ βρέθηκα σ’ αυτήν το 1999 και για τρία χρόνια, παρέα με τον Γιάννη Θεοδωρακόπουλο, ύστερα από μια περίοδο περιδίνησης σε παγκόσμια κλίμακα με ακραία φαινόμενα βίας – όχι βέβαια τόσο ακραία όσο τα σημερινά. Φαινόμενα που είχαν ως συνέπεια το κοινό να έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στο ποδόσφαιρο και να είναι καχύποπτο με οτιδήποτε του έλεγαν.

Η δική μας προσπάθεια αφορούσε αυτήν την ανατροπή και την επανάκτηση της σχέσης με τους φιλάθλους. Ενόσω άλλες εκπομπές χρησιμοποιούσαν τηλε-διαιτητές για να κρίνουν τις επίμαχες φάσεις κάθε αγωνιστικής, η δική μας απόφαση ήταν ν’ αναλάβω εγώ αυτό το κομμάτι και πάντοτε με βάση του κανονισμούς να σχολιάζουμε τις εκάστοτε αποφάσεις.

Όλο αυτό απαιτούσε πολύ χρόνο, καθώς έπρεπε από τις 11:00-12:00 κάθε Κυριακής να βρίσκομαι στην ΕΡΤ και να προετοιμάζω αυτό το κομμάτι, παρακολουθώντας όλους τους αγώνες. Είτε υπήρχαν δικαιώματα μετάδοσης είτε όχι, θα έπρεπε να έχω σχηματίσει σφαιρική άποψη.

Το όνομα των διαιτητών δεν μ’ ενδιέφερε ποτέ, ούτε το ανέφερα. Σε αυτήν την εκπομπή με το ιστορικό υπόβαθρο μας έμοιαζε πάνω απ’ όλα το αποτέλεσμα και η αντικειμενική πληροφόρηση των τηλεθεατών. Δεν γινόταν πολιτική πάνω σε αυτό το σκέλος, να μιλήσω υπέρ του ενός ή κατά του άλλου.

Ευτυχώς το αθλητικό τμήμα της ΕΡΤ είχε την ανεξαρτησία και την ελευθερία να ενεργεί χωρίς αγκυλώσεις. Δεν ξέρω αν παράγοντες έπαιρναν τηλέφωνα τη διοίκηση για παράπονα, τότε πρόεδρος ήταν ο Παναγιώτης Παναγιώτου, αλλά στα δικά μου αυτιά δεν έφτασε ποτέ τίποτα. Το καλώδιο που είχα στο αυτί ήταν συνδεδεμένο μονάχα με τον σκηνοθέτη της εκπομπής, όχι με παράγοντες ή με τρίτους.

Είχαμε το θάρρος της γνώμης και ποτέ εμένα προσωπικά με πήρε οποιοσδήποτε τηλέφωνο για να διαμαρτυρηθεί για κάτι που ειπώθηκε. Ίσως το γεγονός πως τους περισσότερους παράγοντες τούς γνώριζα από τα γήπεδα να τους απέτρεπε, διότι ήξεραν ήδη τι άνθρωπος είμαι. Γνώριζαν εκ των προτέρων πως οτιδήποτε κι αν λεγόταν θα το έβγαζα στον αέρα χωρίς δεύτερη σκέψη.

Ο κόσμος το είχε καταλάβει από νωρίς και το αναγνώριζε. Ειδάλλως δεν θα υπήρχε λόγος να μου πουν ν’ αφήσω την αντίστοιχη εκπομπή στην ΕΡΤ2 για να εμπλακώ στην Αθλητική Κυριακή.

Ευτράπελα συνέβαιναν αρκετά, είναι αναπόφευκτο σε ζωντανές εκπομπές. Μπορεί να μιλούσα εγώ και κατά λάθος να έδειχναν τον Γιάννη. Ή το αντίστροφο. Το ζητούμενο κάθε φορά ήταν το τελικό αποτέλεσμα ν’ ανταποκρίνεται στην ανάγκη για αμερόληπτη ενημέρωση.

Ενδεχομένως να ήμασταν οι Τελευταίοι των Μοϊκανών. Αλλά κάναμε δημοσιογραφία στην Αθλητική Κυριακή κι αυτό δεν αμφισβητήθηκε σε καμία περίπτωση. Κληρονομήσαμε μια παράδοση και οφείλαμε να δώσουμε την ανάλογη συνέχεια.

Ούτως ή άλλως, η αλήθεια είναι ένας μύθος. Ο δημοσιογράφος που προσεγγίζει την αλήθεια σηματοδοτεί και την αληθινή δημοσιογραφία.

Η Αθλητική Κυριακή όλων των Ελλήνων-Γιάννης Θεοδωρακόπουλος

Στα 5 χρόνια που είχα αναλάβει την παρουσίαση (1996-20001) το μόνο που μ’ ενδιέφερε ήταν να μην διαχωρίζουμε μικρές και μεγάλες ομάδες. Δεν πήγαινα ποτέ με τον πρώτο, μονάχα δημοσιογραφικά. Με την αξιολόγηση της είδησης. Σκοπός ήταν να δείξουμε πως επρόκειτο για μια εκπομπή όλων των Ελλήνων και όλων των ομάδων. Καθεμιά είχε την αξία της. Πιστεύαμε ότι αμειβόμασταν απ’ όλους τους Έλληνες.

Αν γινόταν κάποια υπέρβαση κάποια Κυριακή για κάποια ομάδα, ήταν εντελώς τυχαίο γεγονός και συμπτωματικό. Σε αυτό το διαμορφωμένο σκηνικό δεν υπήρχαν παρεμβάσεις, ή τουλάχιστον δεν έφταναν σε μας. Μόνο μια φορά θυμάμαι, όταν και υπέβαλα την παραίτησή μου, που δεν έγινε δεκτή, κι έκτοτε δεν δόθηκε άλλη αφορμή.

Ούτως ή άλλως, εγώ δεν επεδίωξα να πάρω την εκπομπή, αντιθέτως αιφνιδιάστηκα όταν μου έγινε η πρόταση από τον Κωνσταντίνο Αλαβάνο – έναν άνθρωπο τρομερά ευγενή. Αρχικά μάλιστα ήμουν αρνητικός και απέρριψα την πρώτη κρούση. Μέχρι τότε έκανα εκπομπές μη δημοφιλείς σε “άγονες” τηλεοπτικές ζώνες. Για την Αθλητική Κυριακή δεν το σκεφτόμουν καν, δεν ήταν στους στόχους μου.

Αφότου ανέλαβα, στόχος μου ήταν το ατόφιο ρεπορτάζ και η παρουσίαση όλων των πλευρών. Κάναμε συνδέσεις με εφημερίδες, με αεροδρόμια, με τους χώρους έξω από τ’ αποδυτήρια και δίναμε μικρόφωνο στους φιλάθλους να πουν ό,τι ήθελαν, ακόμη και κατά των διοικήσεων, αρκεί να μην έβριζαν. Ήταν εκπομπές ζωντανές με παλμό, μέσα στα γεγονότα. Έμοιαζε με σχολείο για τα παιδιά που έβλεπαν πολύ. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν θέλαμε ποτέ να ξεφεύγει από τα μεσάνυχτα. Για να πάνε τα παιδιά στο σχολείο την επομένη.

Τα αθλήματα δεν διαχωρίστηκαν ποτέ σε μικρά ή μεγάλα, στα μάτια μου όλα μεγάλα είναι και κερδίζουν τον ίδιο σεβασμό. Σίγουρα ξέραμε ότι το πρωτάθλημα της Α’ Εθνικής είναι πιο δημοφιλές, αλλά δίναμε παρασκήνιο από αγώνες χαμηλότερων κατηγοριών και τοπικών πρωταθλημάτων.

Δεν δούλευα αποκλειστικά ως παρουσιαστής που διεκπεραιώνει τη δουλειά και φεύγει. Το κύριο μέλημά μου ήταν η οργάνωση και ο συντονισμός. Εμείς μπήκαμε στα δύσκολα, γνωρίζοντας ότι θα έχουμε αντιδράσεις, αλλά ποτέ δεν μετάνιωσα για εκείνες τις επιλογές.

Δεν μας άγγιζε τίποτα, γιατί κάναμε τη δουλειά μας με εντιμότητα. Αν μας είχε δει κάποιος τρεις φορές, καταλάβαινε. Οι ομάδες διαμαρτύρονταν, αλλά ουδόλως μάς απασχολούσε.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα μια ανακοίνωση του ίδιου του Σωκράτη Κόκκαλη. Σε μια εκπομπή είχα από καιρό καλέσει τον Μανώλη Μητσιά, γιατί ερχόταν Μεγάλη Εβδομάδα και θέλαμε να δώσουμε μια διαφορετική νότα και γοητεία με τις ψαλμωδίες. Έτυχε η παρουσία του να συμπέσει με αγώνα του Ολυμπιακού με τον ΠΑΟΚ στο ΟΑΚΑ, στην οποία υπήρξε μία φάση αμφισβητούμενη στο φινάλε, σε μια εποχή που δεν υπήρχε VAR. Ως γνωστόν ο Μητσιάς είναι φίλαθλος του ΠΑΟΚ και προλογίζοντάς τον του είχα πει χαριτολογώντας πως “ελπίζω ν’ άφησες έξω την οπαδική ταυτότητά σου”. Αυτός πιάστηκε από τη φάση του ματς και είπε όσα ήθελε να πει, προκαλώντας εν τέλει την αντίδραση του Σωκράτη Κόκκαλη.

Έπρεπε να καταλάβουν ότι η Αθλητική Κυριακή ήταν της ΕΡΤ και όχι των ομάδων. Ήταν των Ελλήνων. Είχαν έρθει πολλοί καλεσμένοι διαφορετικών αποχρώσεων.

Σε μια άλλη περίπτωση, ο Παναθηναϊκός έπαιζε νομίζω με τον Απόλλωνα στο ΟΑΚΑ και ο Γιώργος Βαρδινογιάννης, ως συνήθιζε τότε, είχε κατέβει στον στίβο και είχε πλησιάσει τον αντίπαλο πάγκο συνιστώντας στο τεχνικό τιμ ν’ αντικαταστήσει έναν παίκτη που έπαιζε σκληρά διότι θ’ αποβαλλόταν σε παιχνίδι που είχε ήδη κριθεί από νωρίς. Τον διάλογο τον τράβηξε ο ρεπόρτερ μας, ο Αντώνης Αντωνόπουλος μαζί με τον κάμεραμάν, αλλά ο “Καπετάνιος” πήρε την επίμαχη κασέτα.

Με κάλεσε μετά εμένα ο Αντώνης για να μου διηγηθεί τι είχε συμβεί. Αμέσως τηλεφώνησα το γραφείο Τύπου του Παναθηναϊκού, τον συγχωρμένο τον Σπύρο Μήτση, και του εξήγησα όσα είχαν προηγηθεί. Μου είπε να μιλήσω με τον ίδιο τον πρόεδρο, γιατί δεν μπορούσε να παρέμβει.

Προσωπικά είχα… αβαντάζ σε αυτό γιατί δεν μιλούσα μαζί με τους παράγοντες, υπήρχε η απαραίτητη απόσταση που έπρεπε. Τον κάλεσα και του είπα “πρόεδρε, κάνατε επικοινωνιακό λάθος”. Μου απάντησε ότι δεν είχαμε δικαίωμα να βιντεοσκοπούμε και συμφώνησα με την προϋπόθεση ότι θα έπρεπε να μας έχουν πει εξ αρχής ότι απαγορεύεται.

Τυπικά είχε δίκιο, αλλά του ανέλυσα ότι αφού έγινε τώρα εμφανίζεται σαν εμποδίζει το έργο του δημοσιογράφου. Του ζήτησα λοιπόν να επιστρέψει την κασέτα μέχρι την έναρξη της Αθλητικής Κυριακής, ειδάλλως θα ήμουν υποχρεωμένος να αναφέρω το συμβάν με τη βαρύτητα που του άρμοζε. Την έστειλε κανονικά μ’ έναν αστυνομικό του και το θέμα “έπαιξε” κανονικά.

Η (σύγχρονη) Αθλητική Κυριακή ως η συνέχεια της παράδοσης-Τάσος Κολλίντζας

Ως ο πιο “φρέσκος” της παρέας δε θέλω να πω πολλά. Για την ιστορία της Αθλητικής Κυριακής μπορούν να μιλήσουν τα ιερά τέρατα της αθλητικής δημοσιογραφίας που έχουν περάσει από την εκπομπή. Και μόνο που το όνομά μου μπαίνει σε αυτή τη λίστα αποτελεί τιμή για μένα και ήταν μια προοπτική που δεν μπορούσα να αρνηθώ.

Μπορώ να μιλήσω για την Αθλητική Κυριακή σήμερα και την προσπάθεια που κάνουμε, όλη η ομάδα που βρίσκεται μπροστά και από πίσω, να φανούμε άξιοι συνεχιστές μιας παράδοσης που μετράει πια 50 ολόκληρα χρόνια. Χωρίς να παρεκκλίνουμε ούτε χιλιοστό από τις διαχρονικές αξίες της εκπομπής. Αθλητική ενημέρωση με κύρος, αξιοπιστία και αντικειμενικότητα.

Αξίες που, μην κοροϊδευόμαστε, στην εποχή που ζούμε δεν είναι πια τόσο αυτονόητες και δεδομένες όσο θα έπρεπε. Θέλω να πιστεύω ότι το έχουμε καταφέρει και ότι έτσι το αντιλαμβάνεται και ο κόσμος που μας παρακολουθεί.

Οι εποχές έχουν αλλάξει και δεν είναι εύκολες για μία αθλητική εκπομπή στην ελεύθερη τηλεόραση. Ακόμα και για μία εκπομπή – θεσμός όπως είναι η Αθλητική Κυριακή. Ζούμε στην εποχή του ίντερνετ, των social media, των συνδρομητικών καναλιών. Οι τηλεοπτικές συνήθειες του κοινού έχουν αλλάξει και το ίδιο ισχύει και για τον τρόπο που ο κόσμος επιλέγει να ενημερώνεται.

Παρόλα αυτά, κάθε Κυριακή πάνω από 300 χιλιάδες άνθρωποι γυρίζουν τις τηλεοράσεις τους στην ΕΡΤ κι επιλέγουν την Αθλητική Κυριακή για την αθλητική τους ενημέρωση. Δικός μας στόχος είναι μέσα σε 90 λεπτά να παρουσιάσουμε όλη την αθλητική κίνηση του διημέρου.

Ο κόσμος που μας παρακολουθεί δεν το κάνει μόνο για την ομάδα του. Το κάνει επειδή αγαπάει τον αθλητισμό. Και όσο υπάρχει αυτή η αγάπη, θα υπάρχει και η Αθλητική Κυριακή