Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα σε προηγούμενη απόφαση του Εφετείου που αφορούσε απαλλοτρίωση γης. 

Πρόκειται για αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα επί της έφεσης κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου μεταξύ της ΚΔ μέσω του Υπουργείου Γεωργίας, εφεσειούσας και Λ.Μ.Α.Φ εφεσίβλητης αναφορικά με την απόφαση του Εφετείου στην έφεση κατά απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου.

Όπως αναφέρει στην απόφασή του, ο Αιτητής (ΓΕ) επικαλείται ότι, με την εκδοθείσα απόφαση του Εφετείου προκύπτουν νομικά θέματα τα οποία συναρτώνται με τη διαφοροποίηση της πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας πρωτογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή με ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουόμενων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου, κατά την υπ’ αυτού ενασκούμενη αναθεωρητική δικαιοδοσία, και επί των οποίων χρειάζεται παραπομπή στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο».

Νομικά θέματα, προσθέτει, τα οποία, κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση, περιορίστηκαν στη διαφοροποίηση πάγιας Νομολογίας, η οποία, κατ’ επέκταση, οδήγησε σε λανθασμένη ερμηνεία του άρθρου 7(1) του Νόμου.

Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου, είναι ότι η Κυπριακή Δημοκρατία, Εφεσείουσα, εξέδωσε, στις 25.7.2014, διάταγμα ανάκλησης του διατάγματος απαλλοτρίωσης ακινήτου της Καθ’ ης η Αίτηση / Εφεσίβλητης, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή Καμάρων του Δήμου Λάρνακας.

Το ανακληθέν διάταγμα απαλλοτρίωσης είχε δημοσιευτεί στις 6.12.2002. Η απαλλοτρίωση των ακινήτων, μεταξύ των οποίων και εκείνο της Εφεσίβλητης/ΕΜ, κρίθηκε αναγκαία για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας, ήτοι για προστασία των εκεί υφιστάμενων οικοτόπων και οικοσυστημάτων.

Ακολούθησε, στις 21.3.2003, η δημοσίευση του Αναθεωρημένου Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας, το οποίο ενέταξε το τεμάχιο στη Ζώνη Προστασίας της Αλυκής Λάρνακας, με χαμηλότερο συντελεστή δόμησης.

Η Εφεσίβλητη/ΕΜ δεν αποδέχθηκε το προσφερθέν, από την Αιτήτρια, ποσό αποζημίωσης και καταχώρησε Παραπομπή (3/2009) στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας για καθορισμό της αποζημίωσης, η οποία εκκρεμούσε προς εκδίκαση κατά τον επίδικο χρόνο. Εναντίον της απόφασης για ανάκληση του διατάγματος απαλλοτρίωσης, ασκήθηκε προσφυγή, η οποία είχε επιτυχή κατάληξη.

Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ανέφερε στην απόφαση του ότι «το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η επίδικη ανάκληση «αποσκοπούσε, σαφώς, αποκλειστικά και μόνο στην καταστρατήγηση της δικαστικής διαδικασίας Παραπομπής για την επιδίκαση αποζημίωσης στην ιδιοκτήτρια του τεμαχίου αιτήτρια και κανέναν άλλο σκοπό είχε και, ως εκ τούτου, συνιστά κατάχρηση εξουσίας». Αποφάσισε, επίσης, ότι «… έγινε αποκλειστικά για το οικονομικό συμφέρον της απαλλοτριούσας αρχής και ενάντια στις αρχές της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης…»».

Το Εφετείο, προσθέτει, στο οποίο οδηγήθηκε η πρωτόδικη απόφαση, μετά από την έφεση που άσκησε ο Αιτητής, επικύρωσε (κατά πλειοψηφία) την πρωτόδικη κρίση, επικαλούμενο την Ηρακλείδης και τα λεχθέντα στην Κυριακίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 239/2012, ημερ. 24.10.2018, και επισήμανε ότι επιτρέπεται η ανάκληση οποτεδήποτε πριν από την πληρωμή ή την κατάθεση της αποζημίωσης, όπως προνοείται σαφώς στο άρθρο 7 (1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν. 15/1962). Πλην όμως, η ανάκληση δεν μπορεί να εκδηλώνεται ως απόλυτη έκφραση αυθαίρετης βούλησης, αλλά, σύμφωνα με τις αρχές που καθιερώθηκαν στη Νομολογία και οι οποίες, όπως κρίθηκε στην Ηρακλείδης, είχαν παραβιαστεί, αφού η ανάκληση έγινε με μεγάλη καθυστέρηση και για το οικονομικό συμφέρον της απαλλοτριούσας αρχής.

Στην κρινόμενη περίπτωση, προσθέτει, το Εφετείο, αφού κατέγραψε τα συμπεράσματα του, έκρινε πως «εν προκειμένω, υπό τα περιστατικά της περίπτωσης Περατικού διαπιστώνεται καταχρηστική συμπεριφορά της διοίκησης. Έλαβε υπόψη το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα των δώδεκα ετών από τη δημοσίευση του διατάγματος απαλλοτρίωσης, την αντίθεση του Τμήματος Περιβάλλοντος για την ανάκληση και ότι ο λόγος που οδηγήθηκε η Διοίκηση στην ανάκληση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης ήταν το οικονομικό όφελος της απαλλοτριούσας αρχής, ήτοι η μη καταβολή του ποσού που διεκδικούσε η Καθ’ ης η Αίτηση».

«Τα γεγονότα της συγκεκριμένης περίπτωσης ήσαν αυτά που οδήγησαν στην έκδοση της απόφασης του Εφετείου, χωρίς αυτό να αναφέρει ή να εκφέρει κρίση για την ύπαρξη ή όχι οικονομικής δυσπραγίας και αδυναμίας καταβολής της αποζημίωσης, αφού κάτι τέτοιο δεν τέθηκε ενώπιόν του, ούτε προέκυπτε από τους διοικητικούς φακέλους και τις επιστολές των αρμοδίων φορέων, τουλάχιστον ευθέως», αναφέρει το Δικαστήριο.

Προσθέτει ότι τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης αποτελούν την ειδοποιό διαφορά, η οποία δικαιολογεί τη διαφοροποίησή της, χωρίς όμως να εξυπακούει σύγκρουση της με τις πάγιες καθιερωμένες αρχές. Και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Εφετείο, και δεν εξετάζουμε την ορθότητα της κρίσης του, υπήγαγε τα συγκεκριμένα γεγονότα στη Νομολογία, εκτιμώντας ότι δεν καλύπτονται από την Περατικού, αλλά ομοιάζουν με εκείνα της Ηρακλείδης.

Όπως αναφέρει το Δικαστήριο απορρίπτοντας την αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, «κρίνουμε ότι δεν υπήρξε διαφοροποίηση πάγιας Νομολογίας, αλλά ιδιαίτερα, διαφορετικά περιστατικά και γεγονότα, τα οποία δεν αντιμάχονται αυτήν».

Πηγή: KYΠΕ