Ο Βασίλης Σαμπράκος γράφει για την Superleague 2024 και τους προπονητές της, και την Ελλάδα που δεν κάνει τίποτα για να φτιάξει Έλληνες προπονητές.
Δύο στροφές πριν από την ολοκλήρωση του πρώτου γύρου της Soiximan Superleague 2024, πάνω στη διακοπή, είναι μια καλή στιγμή για να κοιτάξει κανείς πίσω. Κι είναι μια ενθαρρυντική διαπίστωση αυτή που είναι σχετική με την εμπιστοσύνη των ΠΑΕ προς τους προπονητές τους. Δηλαδή είναι μια καλή ένδειξη ροπής προς την κανονικότητα το γεγονός ότι έχουν αλλάξει προπονητή μέχρι σήμερα μόνο οι 4 στους 14.
Θεωρητκά διανύουμε έναν κρίσιμο μήνα, κατά του οποίου την διάρκεια γίνονται παραδοσιακά αλλαγές προπονητή – όχι μόνο στην Ελλάδα. Το γεγονός λοιπόν ότι έχουμε περάσει την πρώτη παρέλαση και σήμερα διανύουμε την τελευταία διακοπή για τους αγώνες των εθνικών ομάδων, που είναι περίοδος αλλαγών στον πάγκο, και μόλις τώρα «χάσαμε» τον 4ο προπονητή – τον Κώστα Μπράτσο που δεν θα συνεχίσει στον Βόλο, μοιάζει με «κατόρθωμα».
Κοντά στην παραπάνω διαπίστωση έρχεται και αυτή του γεγονότος ότι οι 6 στις 14 ομάδες δουλεύουν με τον “περσινό” προπονητή τους. Πιθανόν όχι τυχαία μόνο η μία εξ αυτών διαγράφει μέχρι σήμερα ανησυχητική πορεία – ο ΠΑΣ Γιάννινα, του οποίου η διοίκηση μόλις στήριξε τον προπονητή της που υπέβαλε παραίτηση και δεν έγινε αποδεκτή. Παναθηναϊκός, ΑΕΚ, ΠΑΟΚ, Λαμία, ΟΦΗ, που συνεχίζουν με τον «περσινό» προπονητή είναι πολύ μέσα ή μέσα στους στόχους. Και όταν επιχειρείς τη σύγκριση των δεδομένων της φετινής απόδοσής τους με εκείνα των «περσινών» πρώτων 11 αγωνιστικών διαπιστώνεις ότι αποδίδουν μέχρι εδώ το ίδιο καλά ή και καλύτερα, με μόνη εξαίρεση τον ΠΑΣ Γιάννινα. Στις εξαιρέσεις ανήκε μέχρι χθες και ο Βόλος, που συνέχιζε με τον “περσινό” προπονητή του και δεν είχε πλησιάσει, ειδικά στο επιθετικό κομμάτι, τον περσινό εαυτό του. Με άλλα λόγια στην πλειονότητά τους οι ομάδες που συνέχισαν με τον «περσινό» προπονητή τους γεύονται τους καρπούς της «συνέχειας».
Το μόνο στενάχωρο, στην συζήτηση σχετικά με τους προπονητές, είναι ότι οι Έλληνες που εργάζονται δεν ξεπερνούν τα δάχτυλα της μιας χούφτας. Μια χώρα που, στο ποδόσφαιρο, δεν έχει στη νοοτροπία της την εμπιστοσύνη στον Έλληνα προπονητή και είναι μια από τις λίγες στην Ευρώπη που δεν νοιάζεται για το ακαδημαϊκό υπόβαθρο και την επιμόρφωση του προπονητή, είναι μια χώρα που δυσκολεύεται πολύ να δημιουργήσει προπονητές. Μια χώρα χωρίς πανεπιστήμιο για το ποδόσφαιρο, με σχολεία της UEFA για τα διπλώματα τα οποία δεν έχουν καλή φήμη, είναι μια χώρα που στην πραγματικότητα δεν νοιάζεται να παράξει προπονητές. Υποτακτικούς θέλει να παράγει, για να τους λέει ποιον θα βάλουν, ποιον θα βγάλουν, και πόσο πρέπει να έριθει το ματς. Ο Έλληνας προπονητής ανεβάζει το επίπεδό του μόνο εμπειρικά ή μέσα από τα εφόδια που λαμβάνει από σχολές και πανεπιστήμια μακριά από την Ελλάδα.
Στον αντίποδα βεβαίως υπάρχει η διαπίστωση ότι (και) φέτος στην Superleague μας δείχνουν την δουλειά τους ορισμένοι πολύ αξιόλογοι προπονητές, οι οποίοι δημιουργούν ερεθίσματα που αποτελούν θετική επιρροή για τον νέο Έλληνα προπονητή. Δεν είναι λίγο να έχεις σε ένα πρωτάθλημα 5+ ξένους προπονητές που λειτουργούν με μεθοδολογία και ηγεσία υψηλών προδιαγραφών. Το στενάχωρο σε αυτό το κομμάτι είναι ότι η κοινότητα των Ελλήνων προπονητών δεν έχει την ευκαιρία να έρθει πιο κοντά σε αυτούς τους ξένους και να πάρει διαφωτιστικές απαντήσεις σε σχέση με την μεθοδολογία, τη νοοτροπία και την ηγεσία τους. Ακριβώς επειδή δεν υπάρχει ένας εκπαιδευτικός φορέας για να τους προσκαλέσει για να μοιραστούν την γνώση και την εμπειρία τους, οι ξένοι προπονητές αφήνουν, φεύγοντας, πίσω μόνο όσα μπορεί να έχει καταλάβει κάποιος που παρατηρεί και μελετά τη δουλειά τους από μακριά.
Όπου αλλού, οι σύλλογοι έχουν μέσα στην κουλτούρα τους το να κάνουν αποδεκτά τα αιτήματα εκπαιδευόμενων προπονητών ή και ήδη εδραιωμένων προπονητών, οι οποίοι ζητούν την άδεια για να παρακολουθήσουν από κοντά έναν προπονητικό μικρόκυκλο και να συζητήσουν έπειτα με τον προπονητή από κοντά πάνω στα όσα έχουν παρακολουθήσει. Προσέξτε, χωρίς αντίτιμο. Στην Ελλάδα υπάρχουν μόνο εξαιρέσεις, τις οποίες κάνουν κάποιοι ξένοι προπονητές που αφενός έχουν αυτή την κουλτούρα και αφετέρου καταφέρνουν να επιβάλουν την επιθυμία τους στο ελληνικό φοβικό ποδόσφαιρο που θέλει να προπονείται μονίμως με κλειστές πόρτες και καθημερινά αναζητεί «ρουφιάνους» εντός του προπονητικού κέντρου. Είμαστε τόσο πίσω. Μένουμε τόσο πίσω.