Στην πόλη που γεννήθηκε η εταιρία κολοσσός της Philips που -μεταξύ άλλων- ειδικεύεται στους λαμπτήρες η Εθνική Ελλάδας έχασε το φως της. Ή αν θέλετε, ήρθε ένα μία παρέα με πορτοκαλί φανέλες και της… άλλαξε τα φώτα.

Το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα υποτίθεται ότι πήγε στο Αϊντχόφεν για έναν «τελικό» που θα μπορούσε να της δώσει μία γερή ώθηση προς την τελική φάση του Euro και τελικά θύμισε σκοτεινές εποχές του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Τότε, που κάθε φορά που περνούσαμε τα σύνορα χάναμε το μέτρημα στα γκολ, έχοντας ως κορυφαίο τον τερματοφύλακα μας!

Μία πραγματική ποδοσφαιρική «πλημμύρα» με την υπογραφή του Γκουστάβο Πογέτ, ασορτί με τον καιρό στην χώρα και τις καταστροφικές του συνέπειες.

Αεροπορικές επιδρομές…

Αν υπήρχε ένα παιχνίδι που απαγορευόταν να χάσει ο Ντίνος Μαυροπάνος ήταν αυτό. Με την Ολλανδία να παρατάσσει ομάδα γιγάντων με τέσσερις παίκτες πάνω από 1,89 (Ντούμφρις, Φαν Ντάικ, Χάκπο, Βέγκχορστ), η Ελλάδα κατέβηκε χωρίς ούτε ένα παίκτη που να μπορεί να πάρει μία εναέρια μονομαχία. Οι οράνιε, που παρατάχθηκαν με 3-4-3, γεμίζοντας κι άλλο ύψος το βασικό τους σχήμα, διάβασαν γρήγορα την συνθήκη και προκάλεσαν ένα μικρό χάος με τις αεροπορικές του επιδρομές.

Οι προειδοποιητικές βολές ήρθαν από νωρίς. Στα δύο πρώτα κόρνερ μετά από ένα καλό σουτ του Βέγκχορστ που κόντραρε (6’), οι Ολλανδοί πήραν πανεύκολα τις δύο πρώτες εναέριες μάχες, αλλά ήταν άστοχοι. Στην τρίτη δεν χαρίστηκαν.

Από «σπάσιμο» του Ντούμφρις με το κεφάλι, ο Ντε Ρουν βρέθηκε αμαρκάριστος στο ύψος του πέναλτι και δεν δυσκολεύτηκε να κάνει το 1-0 (17’).

Ο Ντούμφρις θύμιζε… Κρόιφ

Το πρόβλημα βέβαια δεν ήταν μόνο στα ύψη. Η Ελλάδα αδυνατούσε να χτίσει σωστές επιθέσεις, τα εύκολα λάθη ήταν αμέτρητα, ενώ κάθε φορά που οι γηπεδούχοι «χάιδευαν» το γκάζι, έφτιαχναν ευκαιρία, όπως στην φάση του 28ου λεπτού: ο πυραυλοκίνητος Σίμονς με ένα εκπληκτικό σλάλομ πέρασε σαν σταματημένους τρεις παίκτες, όμως ο Βλαχοδήμος με επέμβαση παγκόσμιας κλάσης έσωσε το 2-0, στο σουτ που κόντραρε στον Χατζηδιάκο και άλλαξε πορεία.

Αυτό που δεν έγινε στο 28ο λεπτό έγινε τρία λεπτά αργότερα. Οι Ολλανδοί με μαγικό τρόπο έσπασαν το πρέσινγκ ψηλά, απομόνωσαν τον Ντούμφρις από δεξιά, ο οποίος με τέλεια σέντρα βρήκε τον Χάκπο στο δεύτερο δοκάρι, ο οποίος δεν είχε κανένα πρόβλημα να «εκτελέσει» ανενόχλητος για το 2-0 (31’).

Απέναντι σε μία ομάδα που παρέπαιε στο γήπεδο, οι Ολλανδοί έκαναν ότι ήθελαν. Ο Ντούμφρις που στο πρώτο μέρος έμοιαζε με… Κρόιφ, σημάδεψε την ρίζα της δοκού με συρτό σουτ (36’) και τρία λεπτά αργότερα με νέα σέντρα ακριβείας βρήκε το κεφάλι του Βέγκχορστ, ο οποίος θα μπορούσε να βάλει αυτό το γκολ ακόμα και με κλειστά μάτια (39’, 3-0).

Μία άστοχη διαγώνια κεφαλιά του Κουρμπέλη (35’) και ένα καλό φάουλ του Μπακασέτα, που έδιωξε ο Φλέκεν (44’) ήταν ότι είχε να επιδείξει επιθετικά στο πρώτο μέρος η ομάδα του Πογέτ, που έδειχνε να βρίσκεται σε άλλο γήπεδο.

Σαν σε προπόνηση

Θα περίμενε κανείς μία αντίδραση στην επανάληψη. Μία μεγαλύτερη σπίθα, έναν ποδοσφαιρικό εγωισμό. Τίποτα από όλα αυτά δεν είδαμε στο χορτάρι. Ο Πογέτ έκρινε ότι χρειάζεται να κάνει τις πρώτες του παρεμβάσεις στο 69’, την ώρα που οι Ολλανδοί το έριξαν στον χαβαλέ και άλλαζαν αμέτρητες πασούλες σε χαμηλό τέμπο, λες και έκαναν προπόνηση.

Και κάπως έτσι κύλησε όλο το δεύτερο μέρος. Σαν μία χαλαρή προπόνηση γιαόλους. Ληθαργικό τέμπο, ελάχιστη ένταση,  αφού οι Έλληνες διεθνείς δεν μπορούσαν με τίποτα να κοιτάξουν στα μάτια και να απειλήσουν τους γηπεδούχους. To 3-0 δεν απειλήθηκε παρά μόνο σε μία καλή εκτέλεση φάουλ του Σίμονς που έφυγε άουτ (69’) σε ένα εφιαλτικό βράδυ για το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα που έκανε ένα τεράστιο πισωγύρισμα, αφού δεν μπορέσει να είναι ανταγωνιστικό σε κανένα σημείο του ματς.

ΟΛΛΑΝΔΙΑ (3-4-3): Φλέκεν, Χερτράουντα, Φαν Ντάικ, Ακέ (46’ Ντε Φράι), Ντούμφρις (84’ Ντε Λιχτ), Ντε Ρουν (65’ Ρέιντερς), Ντε Γιονγκ (77’ Φέερμαν), Μπλιντ, Χάκπο (65’ Λανγκ), Σίμονς, Βέγκχορστ.

ΕΛΛΑΔΑ (4-3-3): Βλαχοδήμος, Ρότα (68’ Γιαννούλης), Τσιμίκας, Χατζηδιάκος, Ρέτσος, Σιώπης, Κουρμπέλης (68’ Κουλιεράκης), Μπακασέτας (77’ Μπουχαλάκης), Μάνταλος, Μασούρας (68’ Φούντας), Παυλίδης (73’ Γιακουμάκης).