Τον Οκτώβρη του 2003 δεν ήταν κάτι περισσότερο από ένας όψιμος, μόλις 21 ετών, σούτινγκ γκαρντ του ελληνικού μπάσκετ. Απλώς ο καλύτερος νέος του πρωταθλήματος, μέλος ενός συνόλου που οριακά κατείχε μια θέση μεταξύ των πιο ανταγωνιστικών ομάδων της εποχής.

Ένα ταλαντούχο παιδί από τον θεσσαλικό κάμπο που είχε αρχίσει να μετρά τ’ άστρα της Αθήνας και διψούσε για (τη) γνώση (του σπορ). Να μάθει πολλά παραπάνω απ’ όσα ήξερε ήδη, έχοντας αφοσιωθεί από τα πρώιμα χρόνια της ζωής του σ’ έναν και μόνο σκοπό. Να εξελιχθεί, να προοδεύσει, ν’ αφήσει το σημάδι του στον τοίχο των άριστων: εξαντλώντας κάθε περιθώριο, αρπάζοντας κάθε ευκαιρία, δαμάζοντας κάθε δυσκολία.

Πιθανώς δεν ήταν ο καλύτερος της ηλικίας του, ούτε ο πιο αθλητικός. Ήταν μακράν των άλλων ο πιο αποφασισμένος για μόνιμη βελτίωση, ο πιο πεισμωμένος για επιτυχία, ο πιο ακριβής με την τελειότητα. Ομολογουμένως ο πιο αυθεντικός.

Τον Σεπτέμβριο του 2021, έχοντας κλείσει τα 39 του, είναι ένας αδιαμφισβήτητος αστέρας του παγκόσμιου μπάσκετ. Μια suis generis μπασκετική περσόνα (με πολλά λιγότερα μαλλιά και ενίοτε πυκνή γενειάδα στο πρόσωπο) που συνάντησε αμέτρητες φορές το πεπρωμένο της και δεν το προσπέρασε αφήνοντάς το να διαβεί. Το έσυρε μαζί της. Κατ’ επιλογήν της ταυτίστηκε με αυτό και το εκπλήρωσε.

Μια ολοκληρωμένη φυσιογνωμία που λάτρεψε την πρόκληση, τράφηκε από το κάθε φρέσκο κατόρθωμά της, τρέχοντας πίσω από το επόμενο, και δεν αφέθηκε, μηδέ παρασύρθηκε από το πελώριο κύμα της πρώιμης αναγνώρισης.

Αψήφησε τα λόγια τρίτων και άκουσε μόνο τον εαυτό του. Δεν τον κάλυπτε η ουδετερότητα, δεν τον χώρεσε η βολή και η ευκολία. Δεν τρόμαξε μπροστά στις μεγάλες αποφάσεις, προτιμούσε τις μεγάλες προσδοκίες, γνωρίζοντας εκ των προτέρων το όφελος ή τις συνέπειες των πράξεών του. Επέλεξε να δουλέψει με τους κορυφαίους την εποχή που έκρινε κατάλληλη, δοκίμασε μέχρι τέλους τα όριά του, μετατράπηκε σε φορέα ανατροπής.

Κάθε επόμενη στιγμή στοιχημάτιζε με τον εαυτό του. Πότε κέρδισε και πότε όχι. Έτσι είναι το παιχνίδι. Έκανε αδερφικούς φίλους και έφτιαξε άσπονδους εχθρούς. Δεν μετάνιωσε ποτέ.

Ο θαυματουργός Κουέντιν Ταραντίνο είχε εμπνευστεί έναν (αληθινό και όχι φανταστικό) κεντρικό ήρωα χωρίς να τον έχει κατά νου. Έναν αμείλικτο με την ηγεσία πρωταγωνιστή. Ένα λαμπρό παράδειγμα για κάθε νέο κινηματογραφικό αριστούργημά του. Γιατί “μπορεί να μην σε συμπάθησα ποτέ. Στ’ αλήθεια, σε περιφρονώ. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν σε σέβομαι”. Ο Βασίλης Σπανούλης σταμάτησε το μπάσκετ “σκοτώνοντας” μεμιάς τον Μπίλι των παρκέ, αλλά το μπάσκετ θα έχει για πάντα ολοζώντανο τον δικό του Kill Bill.

ΛΑΡΙΣΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΙΜΑ

Ο Βασίλης Σπανούλης γεννήθηκε την έβδομη ημέρα που ξημέρωσε τον Αύγουστο του 1982 στη Λάρισα. Θα είχε την ίδια ακριβώς αξία, αν γεννιόταν στην Αλεξανδρούπολη, στα Ιωάννινα, στην Καλαμάτα ή στο Ρέθυμνο. Θα διέφερε απλώς η διαδρομή και όχι η εξέλιξη ή ο τελικός προορισμός της φωτεινής τροχιάς του. Έμελλε να ‘ναι η Λάρισα η πόλη που θα καμαρώνει εσαεί για το “τέκνο” της. Το ιερότερο των άλλων.

Ο Σπανούλης θα κουβαλά περήφανα την καταγωγή-περιγραφή του “Λαρισαίου”, δίχως όμως αυτό ν’ αλλάζει η ουσία της ιστορίας. Μεγάλωνε, άλλωστε, σ’ εκείνη την εποχή που τα ανοικτά γήπεδα με τις λευκές γραμμές από ασβέστη που δημιουργούσαν οι βούρτσες άρχισαν να καταλαμβάνουν όλους σχεδόν τους ανεκμετάλλευτους (ορθογώνιους και μη) χώρους σε κάθε γειτονιά της χώρας και το τσιμέντο αντικαθιστούσε το χώμα προς αναζήτηση του νέου Γκάλη. Άρα το περιβάλλον δεν θα κατέχει τόσο κομβικό ρόλο στη διαμόρφωση της σχέσης του με το μπάσκετ.

Ο μικρός Βασίλης, δευτερότοκος γιος της Γεωργίας και του Θανάση μετά τον κατά τρία χρόνια μεγαλύτερο Δημήτρη, δεν είχε συμπληρώσει καν τα 5 του όταν στις 14/6 του ’87 ο Αργύρης Καμπούρης, ως αυτός ο “τίμιος γίγαντας” της Εθνικής, στεκόταν αγέρωχος στη γραμμή των βολών του ΣΕΦ και με τις δύο εύστοχες -υγρές από τον ιδρώτα και το σάλιο- προσπάθειες χάριζε πλήρη μορφή και υπόσταση στον πρώτο ομαδικό θρίαμβο του ελληνικού αθλητισμού. Στην καταλληλότερη ηλικία δηλαδή για να δεχθεί το πρώτο ερέθισμα. Κι ας ήταν πολύ νωρίς ακόμα το υποσυνείδητο είχε ξυπνήσει.

Με την ποδοσφαιρική ΑΕΛ του Καραπιάλη και του Βαλαώρα να γίνεται παντιέρα επανάστασης από τα μέσα των 80s και να κατακτά τον τίτλο της πρωταθλήτριας το 1988, θα ‘ταν παράλογο τα παιδιά της πόλης να μην δοκιμάσουν να κλωτσήσουν εκείνη την ασπρόμαυρη μπάλα με τα πεντάγωνα σχήματα, τις χοντρές ραφές που αγοράζονταν σε πάγκους πανηγυριών, τη βαλβίδα του αέρα και το πορτοκαλί μπαλόνι μέσα από το (υποτιθέμενα) δερμάτινο περίβλημα.

Ο “Μπίλι” δεν ήταν η εξαίρεση του κανόνα. Τον εξίταρε εξ αρχής η ακατάπαυστη προσπάθεια για τη νίκη, δεν συμβιβαζόταν με τη δεύτερη θέση ανεξαρτήτως συνθηκών. “Καθότι εγωιστής ήθελα πάντα να ξεχωρίζω κι έτσι γύριζα περήφανος στο σπίτι μου”, έχει παραδεχθεί με τα λόγια του να καθρεπτίζουν μια πραγματικότητα στην οποία δεν χωρούσε η αποτυχία. Έκανε επίσης κολύμπι και στίβο, αλλά τα ομαδικά σπορ αποδείχθηκε πως τον έλκυαν παραπάνω. Μοιραία τον κέρδισαν εξ ολοκλήρου.

Από την ημέρα που ήρθε σ’ επαφή με το μπάσκετ, αισθάνθηκε ότι είναι ταγμένος ν’ ασχοληθεί με το σπορ που κέρδιζε ολοένα και περισσότερο τη μερίδα του λέοντος στην παραγωγική διαδικασία της χώρας. Είχε ακούσει το κάλεσμα. Σταδιακά ο Άρης, που είχε ενώσει μια ολόκληρη χώρα κάτω από τις τρανταχτές επιτυχίες του, θα παρέδιδε τη σκυτάλη σε Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό, ο Ζάρκο Πάσπαλι θα έπαιρνε τα ηνία από τον Γκάλη, ο οποίος ένα απόγευμα στο Μετς θα έφευγε από το μπάσκετ δίχως να υπάρχει αύριο, και ο Βασίλης Σπανούλης θα βουτούσε σε βαθύτερα νερά, έχοντας αποφασίσει πριν από την εφηβεία ότι “εγώ θα γίνω μπασκετμπολίστας”. Από την ημέρα που βρέθηκε στο Αλεξάνδρειο για τους διαδοχικούς αγώνες που έδιναν Άρης και ΠΑΟΚ με Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό, κατάλαβε. Οι γονείς του ήταν ανέφικτο να επέμβουν.

Έκτοτε δεν τον ένοιαζε κάτι άλλο περισσότερο απ’ αυτό. Είχε ήδη αφοσιωθεί σε μια αποστολή άνευ τετραγωνισμένων ορίων και ορατής ημερομηνίας λήξης όντας αποφασισμένος να την υπηρετήσει ορκισμένα. Η ένταξη στο παιδικό τμήμα του Κεραυνού Λάρισας, ως δανεικού από τον Γυμναστικό, ήταν μία άκρη ενός νήματος σ’ ένα κουβάρι του οποίου το ακριβές μήκος ήταν απροσδιόριστο. Είχε αφήσει πίσω του το 28ο Δημοτικό και ως έφηβος του Γυμνασίου πλέον ξεχώριζε από τους συνομήλικους του, παρόλο που το μπόι του και το κορμί του δεν παρέπεμπαν σ’ ένα παιδί που θα φτάσει στο καταλληλότερο ύψος ενός καριερίστα των παρκέ.

Αν και σωματικά δεν έμοιαζε να διαθέτει το μείγμα, ουδείς είχε το σθένος να ποντάρει εις βάρος του πιτσιρικά που φορούσε τη φανέλα των Χιούστον Ρόκετς – ένα ανεκτίμητο δώρο του μπαμπά Θάνου από τα ταξίδια που έκανε συχνά στην Αθήνα για να εφοδιάσει την φαρμακαποθήκη που διατηρούσε στη Λάρισα. Δεν άφηνε ο 14χρονος Βασίλης να τον αμφισβητήσει ο οποιοσδήποτε. Ο πατέρας του καμάρωνε για τον μικρότερο γιο του, δηλώνοντας βέβαιος για ό,τι θ’ ακολουθήσει τα επόμενα χρόνια. Είχε προβλέψει το σημάδι που θα χαράξει ο Βασίλης και με το “κοιτάξτε τον καλά” που προέτρεπε τους οικείους, διότι “μια μέρα θα γίνει μεγάλος μπασκετμπολίστας”, πρόδιδε σε απόλυτο βαθμό τη συνέχεια του σεναρίου.

Σαν να το ‘χε γράψε ο ίδιος ένα προς ένα τα κεφάλαια του κειμένου παρατώντας ανοικτό το τέλος. Με μια αναποδιά που ήταν αδύνατον να φανταστεί και να συμπεριλάβει στα γραπτά του. Ο καρκίνος του ‘χε κλείσει ραντεβού και προτού προλάβει να δει τον γιο του να επιβεβαιώνει τις προγνώσεις του άφηνε μια μάνα χήρα με δυο ορφανούς γιους. Τα τρία γράμματα (RIP) που χάραξε εσωτερικά του πήχυ του δεν θα σβήσουν ποτέ τις μνήμες. Ήταν το πρώτο tattoo που διάλεξε να κάνει στο σώμα του.

Ο κόσμος του Βασίλη Σπανούλη άλλαξε αναπόφευκτα. Ήταν η πρώτη φορά που όφειλε να προσαρμοστεί σε μια συνθήκη στην οποία δεν είχε τη δυνατότητα επέμβασης. Αδυνατούσε να επηρεάσει δηλαδή τη ροή των πραγμάτων. Ήταν από τις μετρημένες φορές που έμελλε να ισχύσει στην πορεία του. Θα ήθελε πολύ, αλλά ήταν ανήμπορος. Μπορούσε μονάχα να ατσαλώσει. Μεγάλωσε απότομα, ωρίμασε ξαφνικά, επικεντρώθηκε ακόμη περισσότερο στην εκπλήρωση της φιλοδοξίας του.

Ο αδερφός του Δημήτρης είχε μια παράλληλη πορεία στο μπάσκετ, αλλά την ίδια ώρα λειτουργούσε καθοδηγητικά, φροντίζοντας να κρατά τα γκέμια, να είναι η ισορροπητική δύναμη. Καλύτερο φίλο και συμβουλάτορα τον είχε περιγράψει. Ήταν αυτός που πάντα “με κρατάει σε εγρήγορση, με ξυπνάει, μου δίνει έξτρα κίνητρο”. Ό,τι είχε ανάγκη από την ημέρα του χαμού ο “βενιαμίν” της οικογένειας για να μην σταματήσει ούτε μέρα την αδιάκοπη μάχη για μια βελτιωμένη εκδοχή του εαυτού του.

Χάνοντας τον πατέρα του τόσο νωρίς, ο Βασίλης Σπανούλης στάθηκε ξαφνικά σ’ ένα σταυροδρόμι του υποσυνείδητου: είτε θ’ άφηνε το οικογενειακό δράμα να πέσει σαν πλάκα από σκυρόδεμα πάνω του στο στέρνο του, φράσσοντας την αναπνοή του, είτε θα έπαιρνε μια γερή ρουφηξιά αέρα που θα ‘φτανε στα σωθικά του προκειμένου -οξύμωρα μεν- ο θάνατος να γεννήσει ένα απεριόριστο κίνητρο επιβεβαίωσης των πατρικών πεποιθήσεων για ένα αστραφτερό μέλλον. Στο άτυπο παζάρι του μυαλού, διάλεξε την επιλογή “δύο” – και χαμένος δεν βγήκε.

Πανελληνιονίκης με τον τοπικό Κεραυνό σε Παίδες και Εφήβους, είχε προσελκύσει εκ νέου το ενδιαφέρον του Γυμναστικού Λάρισας που παρακολουθούσε την εξέλιξή του και σταδιακά μερίμνησε για την ομαλή μετάβασή του στο επόμενο στάδιο, παίρνοντάς τον πίσω. Από το 1992 ο Γυμναστικός είχε επανέλθει στην Α1 και, αφού την πρώτη σεζόν σώθηκε οριακά από τον υποβιβασμό, εξασφάλισε τη δική του θέση στον μπασκετικό χάρτη της χώρας για την επόμενη 6ετία με ξένους όπως ο Μέλβιν Τσίτουμ, ο Μπρετ Σκοτ, ο Ράιαν Λόθριτζ και ο Χοσέ Πικουλίν Ορτίς.

Ο Σπανούλης έγινε επαγγελματίας μετά την πτώση στην Α2, αλλά οι ανθεκτικές δομές που είχαν απομείνει από τη “χρυσή” περίοδο του ελληνικού μπάσκετ λειτούργησαν υπέρ του. Το 1999 υπέγραψε το πρώτο συμβόλαιό του. Θα αμειβόταν με 170.000 δραχμές και θα κάλυπτε κάμποσα από εκείνα που είχαν λείψει από το σπίτι τα προηγούμενα χρόνια.

Παιδί σωματικά, αλλά ξεκάθαρα άνδρας ολάκερος στον νου δεν άργησε να πιστοποιήσει τα καλά λόγια που πάντα μοιράζονταν μεταξύ τους όσοι τον γνώριζαν ως τον μικρό γιο του Θάνου. Τον ξεχώριζαν αναμφίβολα για το πείσμα του, αλλά κι εκείνη τη αδιαπραγμάτευτη σπιρτάδα που συνόδευε το παιχνίδι του. Ο Βασίλης Σπανούλης παρέμεινε τρεις σεζόν στην ομάδα της Λάρισας, τις τελευταίες δύο ως στέλεχος της πρώτης ομάδας και την τρίτη μάλιστα ως πενταδάτος.

Είχε ήδη στο βιογραφικό του ένα χάλκινο μετάλλιο από το Ευρωμπάσκετ U18 στην Κροατία τη χρονιά του Millennium (2000), όταν το καλοκαίρι του 2001 ταξίδεψε μέχρι τον Άγιο Θωμά της Αθήνας για να ενταχθεί στο Μαρούσι το οποίο, υπό την τότε οικονομική φερεγγυότητα της οικογένειας Βωβού, εδραιωνόταν στην ελίτ της χώρας. Το “προξενιό” είχε την συμβολή του γυμναστή Ανδρέα Γκατζούλη, που είχε κάνει τις συστάσεις στους ανθρώπους της ομάδας.

Με τον υιό Άρη, που καταπιανόταν με την καθημερινότητα του ιστορικού κλαμπ των βορείων προαστίων, συναντήθηκε και φωτογραφήθηκε εκείνη την ημέρα. Παραπίσω ήταν η μητέρα του που καμάρωνε. Φεύγοντας τής έκανε δώρο ένα αυτοκίνητο για να μην ταλαιπωρείται με τα πέρα-δώθε στην Αθήνα. Ήταν 19 ετών και το ρολόι για την αντίστροφη μέτρηση της καταξίωσής του στον χώρο είχε μόλις μπει σε λειτουργία. Κάθε δευτερόλεπτο που θα περνούσε έκτοτε θα τον έφερνε πιο κοντά στο κατακόκκινο κέντρο των ομόκεντρων κύκλων του μεγάλου στόχου του.

Η παιδικότητα του προσώπου του δεν πρόδιδε την αποφασιστικότητα που έκρυβε η τζίφρα στο χαρτί της ενηλικίωσής του. Το ελαφρύ μειδίαμα ίσα που εξέπεμπε την καύτρα εκείνη που κατέκαιγε το “μέσα” του όταν δεσμευόταν για τα επόμενα τρία χρόνια, εντασσόμενος σ’ ένα σύνολο που είχε μπει στην 8άδα και τη νέα σεζόν, ως η έβδομη ομάδα της Ελλάδας, θα συμμετείχε στην Ευρώπη (Κύπελλο Κόρατς).

Καταλάβαινε πως θα έπρεπε να περιμένει τη σειρά του, αλλά ήταν βέβαιος πως ο χρόνος θα ευνοήσει κάθε πόθο του για μπάσκετ υψηλού επιπέδου, όντας δίπλα σε περιφερειακούς της ποιότητας του Τζίμι Όλιβερ, του Άγγελου Κορωνιού και του Μίχαελ Κοχ. Τα εντατικά σεμινάρια που παρακολουθούσε σε κάθε προπόνηση ή αγώνα ήταν δωρεάν. Δεν έχασε ούτ’ ένα. Πάντα δεκτικός, ρούφηξε μία προς μία τις πληροφορίες που δεχόταν αδιάκοπα. Είχε το… ρεκόρ ωρών προπόνησης, γιατί πάντα ήταν εκεί προτού έρθουν οι άλλοι και αφού αποχωρούσαν για να ξεκουραστούν.

Πολύ δεν έμενε στο παρκέ ως ρούκι των “κιτρινόμαυρων”. Περί τα 13 λεπτά έπαιζε στους αγώνες της Α1 υπό τον Κώστα Πετρόπουλο, τελειώνοντας τη σεζόν με 5.2 πόντους έχοντας βρει σίδερο σε 36 προσπάθειες (δίποντα, τρίποντα, βολές) από τις 87 στο σύνολο! Θα είχε και σχεδόν 2 τελικές πάσες ανά φορά. Ένα τρίποντο είχε σημειώσει και στον χαμένο (74-66) τελικό κυπέλλου με τον Ολυμπιακό στο ΣΕΦ, έχοντας παράλληλα τις εμπειρίες από την πορεία ως τα ημιτελικά του Κόρατς.

Η έλευση του Παναγιώτη Γιαννάκη σηματοδότησε την άνοδό του στην ιεραρχία. Ο “Δράκος” διέγνωσε εξ αρχής την ευρεία γκάμα του παιχνιδιού του Σπανούλη και σε σύγκριση με τον “Νουρέγεφ” δεν δίστασε να του αναθέσει αυξημένες αρμοδιότητες και ευθύνες. Είχε προηγηθεί η συμμετοχή του στο Ευρωπαϊκό Κ20 της Λιθουανίας και το χρυσό μετάλλιο που φόρεσε στο στήθος του ως το alter ego του (συνοδοιπόρου ζωής ελέω κουμπαριάς και) αρχισκόρερ Νίκου Ζήση. Η Εθνική είχε νικήσει 77-73 την Ισπανία και ο 20χρονος γκαρντ κατέγραφε 21 πόντους – 7 ασίστ ορίζοντας την έκβαση της μάχης για την πρωτιάς, δείγμα των όσων ήταν σε θέση να καταφέρει, εφόσον του προσφερόταν χώρος και χρόνος.

Ο Γιαννάκης τον πίστεψε χωρίς αντίλογο ή αμφιβολίες και ωφελήθηκαν αμφότεροι. Ο Σπανούλης διπλασίασε τους αριθμούς του στην κανονική περίοδο της Α1, φτάνοντας να είναι ο τρίτος σκόρερ του Αμαρουσίου στο πρωτάθλημα και αγγίζοντας τις 4 ασίστ ανά ματς. Το ότι η ομάδα των βορείων προαστίων αποκλείστηκε οριακά από τον Ολυμπιακό σε τρία ματς και στο ίδιο διάστημα ο μικρός είχε περισσότερους από 15 πόντους ανά σχεδόν 34 λεπτά συμμετοχής στα ματς των πλέι οφ καταδείκνυε τη γνησιότητα της ηγετικής μορφής που έσερνε μαζί του και του χάρισε το βραβείο του καλύτερου νέου παίκτη.

Η συμμετοχή του Αμαρουσίου στους τελικούς του ελληνικού πρωταθλήματος το 2004 (3-0 από τον Παναθηναϊκό) και η πορεία ως τoν τελικό ευρωπαϊκής διοργάνωσης (ήττα από την Ούνικς στη FIBA Euro League) ήταν η πύλη εισόδου προς την καθιέρωση. Την τελευταία χρονιά του στον Άγιο Θωμά (2004-05) ο Σπανούλης παρουσίασε την πιο εξελιγμένη εικόνα του. Με σχεδόν 16 πόντους και 3.9 τελικές πάσες σε 35 ματς της Α1 κολυμπούσε στ’ ανοικτά χωρίς σωσίβιο. Το Μαρούσι είχε πιάσει ταβάνι και ο Σπανούλης έξυνε με μανία τον σοβά.

O VSPAN ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΖΟΤΣ

Με τον τετραπέρατο Σέρβο ατζέντη Μίσκο Ραζνάτοβιτς να τον έχει εντάξει από καιρό στο περίφημο book των πελατών του, διαβάζοντας με ακρίβεια τα μελλούμενα, σε αντίθεση με τον Τάσο Δελημπαλταδάκη που αυτοσαρκάζεται ασταμάτητα για το γεγονός πως τον είχε απορρίψει όταν τον είδε σε μια βιντεοκασέτα που του ‘χε δώσει η μαμά Γεωργία, το καλοκαίρι του 2005 ο 23χρονος γκαρντ πληρούσε απόλυτα τις προϋποθέσεις για την επόμενη αλλαγή πίστας. Ήταν δέλεαρ για τον νεαρό η απότομη αύξηση του βαθμού δυσκολίας.

Ο Άρης Βωβός επιχείρησε μια τίμια προσπάθεια ανανέωσης της συνεργασίας τους, αλλά το “πρόεδρε σ’ ευχαριστώ γιατί ό,τι έχω καταφέρει το οφείλω στο Μαρούσι και δεν πρόκειται να ξεχάσω τι κάνατε για μένα” που άκουσε δεν τον έριξε απότομα από το σύννεφό του. Περπατημένος στα στενοσόκακα του εμπορίου και της επιχειρηματικότητας, είχε διαυγή αντίληψη της φρέσκιας πραγματικότητας που απλωνόταν μπροστά του. Πόσο μάλλον όταν είχε κυκλοφορήσει ευρέως το ενδιαφέρον τόσο του Παναθηναϊκού όσο και του Ολυμπιακού για τον νεαρό.

Ο Θανάσης Γιαννακόπουλος μίλησε προσωπικώς μαζί του, μια κίνηση που τον έκανε να αισθανθεί την απαιτούμενη ζεστασιά – καταλυτικό στοιχείο που πάντα είχε επίδραση στις πράξεις του. Όπως του μίλησε επίσης ο Δημήτρης Ιτούδης, τότε συνεργάτης του Ζέλικο Ομπράντοβιτς, προβάλλοντάς του αναλυτικά το πλάνο προσαρμογής του σ’ ένα έτοιμο γκρουπ.

Ο ίδιος διάλεξε φίλους και γνωστούς εντός οργανισμού για να σχηματίσει μια δεύτερη γνώμη. Έμαθε και πείστηκε για τη δουλειά που γίνεται, ενόσω ο Ολυμπιακός βρισκόταν σε μεταβατικό στάδιο και πάλευε να εγγυηθεί για τη δυναμική της μετά-Κόκκαλη εποχής αποφεύγοντας μάλιστα τις οικονομικές εκτραχύνσεις που θα έπειθαν έναν νέο ν’ ακολουθήσει το πρότζεκτ. Ο “Ζοτς” είχε κατά νου τι θέλει να πάρει από τον νεαρό γκαρντ και ο Παναθηναϊκός, που για τρία χρόνια του προσέφερε παραπάνω από 1 εκατομμύριο ευρώ, επισημοποίησε τη συμφωνία στις 13/7 του 2005.

“Μ’ έπαιρναν συνεχώς τηλέφωνο κι αυτό δείχνει τη μεγάλη θέλησή τους να με φέρουν στον σύλλογο”.

Μόνο που η υποτυπώδη ρήτρα στο συμβόλαιό του (λιγότερες από 400.000 ευρώ), ένας όρος που αβίαστα συμπλήρωσε τα μικρά γράμματα της συμφωνίας, δεν τού έφραζε τον δρόμο προς το ΝΒΑ. Ο Σπανούλης ήταν μανιακός με την αμερικανική λίγκα-μπασκετοκουλτούρα και δεν το έκρυβε. Λάτρευε το καθετί, από ρούχα μέχρι βιντεοπαιχνίδια, τον Μάικλ Τζόρνταν φυσικά, κυρίως όμως την ελευθερία που χαρακτήριζε το παιχνίδι, και από μικρός έπλαθε εικόνες με τον ίδιο σε κεντρικό ρόλο.

Οι Ρόκετς κατείχαν ήδη τα δικαιώματά του στις ΗΠΑ, ύστερα από ανταλλαγή με τους γείτονες Μάβερικς που το 2004 τον είχαν επιλέξει 50ο στη θερινή διαδικασία του draft, και έτρεφαν διαρκώς το ασίγαστο πάθος του με συνεχείς πληροφορίες για την καθημερινότητα της ομάδας. Παράλληλα παρακολουθούσαν την εξέλιξή του, χωρίς να γίνονται πάντα αντιληπτοί, κυκλώνοντας με κόκκινο μαρκαδόρο τα υπέρ και τα κατά.

Ο V-Span θα έπαιζε για… όλους τους την πρώτη χρονιά με τα πράσινα (την νέα ομάδα, τον προπονητή, τους συμπαίκτες του, το μέλλον του) και ουδείς είχε να τον ψέξει για τον επαγγελματισμό στη δουλειά του. Ο Παναθηναϊκός θα ηττηθεί σε μόλις δύο αγώνες της κανονικής περιόδου, διευρύνοντας με νταμπλ την εντός των τειχών ηγεμονία του, αλλά θα χάσει οριακά τη συμμετοχή του στο Final-4 της Πράγας (αποκλεισμός από την Μπασκόνια), την ώρα που ο Σπανούλης (των 11π. στο πρωτάθλημα) θα ‘ναι στην Ευρώπη ο πρώτος σκόρερ του (14.6 πόντοι από 62% στο δίποντο), κορυφαίος πασέρ του (3.1 ασίστ) και δεύτερος καλύτερος “κλέφτης” του (1.4), ορίζοντας το στίγμα του.

Ο έλεγχος προόδου του είχε γεμίσει με σχεδόν άριστα σε κάθε μάθημα και η… υποτροφία για το Χιούστον δεν καθυστέρησε ολωσδιόλου. Η πρόταση που του κατατέθηκε από τις “ρουκέτες” ήταν πρόταση… εκτόξευσης. Αγωνιστικά και οικονομικά (6 εκατ. δολάρια για 3 χρόνια). Αυτός κλήθηκε μόνο να γυρίσει τον διακόπτη στο “ΟΝ”.

Οι “πράσινοι” δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι θα τον χάσουν μετά από μόλις μια σεζόν και πάσχιζαν να τον μεταπείσουν, αλλά ο Θανάσης Γιαννακόπουλος συναίνεσε μοιρολατρικά, καθώς “δεν μπορείς να στερήσεις από κανέναν το όνειρο του”. Ήθελε πάντως να ‘ναι βέβαιος ότι ο Σπανούλης, ένα από τα… παιδιά του, θα ‘ναι ευπρόσδεκτος αν ποτέ “ψηθεί” να γυρίσει και κράτησε νοικιασμένο το σπίτι και το αυτοκίνητο, καλύπτοντας τα έξοδα για παν ενδεχόμενο.

Ο Θεσσαλός έλεγε ότι “είμαι 100% έτοιμος” για αυτό το άλμα, διαισθανόμενος ότι “το Χιούστον είναι το κατάλληλο μέρος” προκειμένου να δώσει σώμα και ψυχή στο μεγαλύτερο όνειρο που είχε όταν κοιμόταν με τη φανέλα της ομάδας που εν τέλει πλήρωσε για να τον αγοράσει. Υποτίθεται ότι θα ‘ταν ο παίκτης πίσω από τον Τρέισι ΜακΓκρέιντι. Ο Τζεφ Βαν Γκάντι δεν τον έχει προειδοποιήσει με λεπτομέρεια για τον ρόλο του.

Η προσαρμογή σε μια πόλη που τα μαγαζιά κατέβαζαν ρολά νωρίς το απόγευμα και η υγρασία τρυπούσε τη σάρκα ήταν επίπονη. Θα συμβιβαζόταν με την ελλιπή ποιότητα ζωής, αν την ίδια ώρα η δουλειά τού χάριζε την ισορροπία που επιζητούσε. Το πλάνο του τιμ τον προόριζε για τον παίκτη που θα βγαίνει από τα σκριν και θα σουτάρει. Θεμελιώδες λάθος, δεν ήταν τέτοιος, δεν έγινε ποτέ του. Αντιθέτως είχε ανάγκη από την μπάλα.

Στο ντεμπούτο του σκόραρε 5 πόντους σε 4’21”. Ξανάπαιξε μετά από τέσσερα διαδοχικά DNP, για 1’16”. Τα 23’17” και οι 13 πόντοι σε νίκη επί των Γουόριορς καταγράφηκαν ως τα ατομικά ρεκόρ του. Μέχρι το τέλος του χρόνου είχε αγωνιστεί σε μόλις 17 ματς. Από τον Γενάρη είχε αρχίσει να διαρρέει ότι αναζητά τρόπο απεγκλωβισμού. Ανώδυνο ή επώδυνο. Δεν είχε μάθει να παρατά την προσπάθεια, αλλά ήταν πεπεισμένος ότι οι αντοχές του στέρευαν από μέρα σε μέρα. Πιεζόταν, τον έφθειρε ψυχολογικά η απαξίωση.

Όχι δεν ήταν “μια μηχανή παραγωγής λαθών που δεν κάνει ό,τι ζητάω”, όπως τον περιέγραφε ο Βαν Γκάντι υποτιμώντας τον σταθερά. Η θέση στον πάγκο έχει πάρει το σχήμα του κορμιού του και συμμετοχές του θα ήταν άλλες 15 ως το τέλος – μία σε πλέι οφ. Το όνειρο είχε ζωντανέψει μεν, σαν εφιάλτης δε.

“Είναι κάτι πολύ προσωπικό. Ο λόγος που θέλω να φύγω είναι ότι είμαι πολύ στενά συνδεδεμένος με την οικογένειά μου και προτιμώ να παίζω στην Ελλάδα για να είμαι κοντά τους, παρά στο ΝΒΑ”.

Οι πρωταθλητές Σπερς του Γκρεγκ Πόποβιτς εκδήλωσαν ενδιαφέρον, για να συμπληρώσει τον Πάρκερ, αλλά επί της ουσίας τον διευκόλυναν, αποκτώντας τον με ανταλλαγή. Κι ας είχε προηγουμένως αλλάξει ο προπονητής στους Ρόκετς (Έιντελμαν αντί Βαν Γκάντι). Από το Σαν Αντόνιο μπήκε στη λίστα των wavers κι άρχισε να λογαριάζει τα δεδομένα για την επιστροφή του. Οι επιλογές του ανοικτές. Χρωστούσε κάπου κάτι και… ξόφλησε με την υπογραφή του συμβολαίου του στον Παναθηναϊκό.

Θα μπορούσε να προτιμήσει τον Ολυμπιακό, που τον προσέγγισε ξανά βάζοντας στο τραπέζι όσα χρήματα απαιτούνταν για τη φήμη του. Λευκή επιταγή είπαν, αλλά δεν ήθελε “να μιλάω για οικονομικές προσφορές”. Σημείωσε μόνο ότι “δεν υπήρχε καλύτερη επιλογή για μένα αυτήν τη στιγμή”. Οι “πράσινοι” ήταν πρωταθλητές Ευρώπης, από τον θρίαμβο του Final-4 στην Αθήνα, και η πρόκληση συνύπαρξης με Διαμαντίδη-Γιασικεβίτσιους στην περιφέρεια τεράστια. Η πρώτη απόπειρα σμίξης απέτυχε, αλλά το καλοκαίρι του 2008 η προσθήκη των Νίκολας και Πέκοβιτς γέννησε ένα από τα πληρέστερα ρόστερ όλων των εποχών στο ευρωπαϊκό μπάσκετ.

Ο Σπανούλης ήταν αρρωστημένα παθιασμένος με την επιτυχία και, μολονότι έμπαινε από τον πάγκο ταλαιπωρημένος αρχικά από ένα πρόβλημα στο πέλμα, έκανε τη διαφορά στα πλέι οφ της Euroleague με αντίπαλο την Σιένα (που προσωρινά έκλεψε το αβαντάζ έδρας) και ακολούθως στο Final Four του Βερολίνου. Σε κανένα εξ αυτών των 6 αγώνων δεν ήταν μονοψήφιος σε πόντους. Ήταν, κατ’ επέκταση, ο απόλυτος MVP της ευρωκούπας και του πέμπτου αστεριού που έραψε ο Παναθηναϊκός.

“Ήταν κάτι που το ήθελα πάρα πολύ και το ίδιο ισχύει και για τους συμπαίκτες μου. Είναι σπουδαίο το συναίσθημα, όταν κάτι που θέλεις πάρα πολύ, το καταφέρνεις”.

Απλώς μέσα στους επόμενους μήνες συμπέρανε ότι (δεν ένιωθε πως) ήταν αυτό που πάντα επιδίωκε: το Νο1 του (εκάστοτε) κλαμπ.

THE DECISION

Κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις, έχει γράψει -αλληγορικά ή σχεδόν κυνικά- ο Διονύσης Σαββόπουλος. Μια στιγμή άκρως προσωπική, μια στιγμή απογύμνωσης μπροστά στον καθρέπτη, μια στιγμή που είναι μοιραίο να σ’ ακολουθεί στο υπόλοιπο της ζωής σου. Στην ανάπαυλα που χώριζε τα δύο ημίχρονα του τελικού του Παγκοσμίου Κυπέλλου στη Νότια Αφρική, μεταξύ Ισπανίας και Ολλανδίας, η ΚΑΕ Ολυμπιακός πάτησε το κόκκινο κουμπί, ενημερώνοντας με κάθε επισημότητα ότι “ο διεθνής γκαρντ θα είναι παίκτης της ομάδας μας για τα επόμενα τρία χρόνια”.

Δεν είναι υπερβολή ότι τα θεμέλια του ελληνικού μπάσκετ ταρακουνήθηκαν. Ούτε καν η αντίστοιχη μετακίνηση του Ζάρκο Πάσπαλι, το καλοκαίρι του ’94, είχε πυροδοτήσει τέτοιον ξεσηκωμό. Πριν από τα 28 του, κι ενώ είχε σφραγίσει τον τίτλο για τον Παναθηναϊκό μέσα στο ΣΕΦ ως πρωταγωνιστής του τρίτου και τέταρτου τελικού, εν μια νυκτί από τη μία ο “ιερέας” της ανατροπής στο ελληνικό status quo και από την άλλη το φαρδύ αποτύπωμα της προδοσίας που θαμπώθηκε και προσηλυτίστηκε από τα χρήματα. Ήταν η τρίτη φορά που οι αδερφοί Αγγελόπουλοι είχαν προσπαθήσει να τον δελεάσουν, αλλά η πρώτη που -όπως εκ του αποτελέσματος αποδείχθηκε- η προσέγγισή τους είχε στον πυρήνα της τον παίκτη.

“Γράφτηκαν και ειπώθηκαν πολλά κι άλλα τόσα θα γραφτούν και θα ειπωθούν στο μέλλον. Την αλήθεια την ξέρω εγώ και η οικογένειά μου. Γυρίζω σελίδα στην καριέρα μου και στη ζωή μου και εύχομαι η μεταγραφή μου να ‘ναι η αρχή για τίτλους της ομάδας μου”.

Οι ερυθρόλευκοι είχαν μάθει από τα λάθη του παρελθόντος και δεν σπατάλησαν τη φρέσκια (και λυτρωτική) ευκαιρία τους. Όφειλαν να δουλέψουν αλλιώς τη στρατηγική τους και να εκμεταλλευτούν το timing. Δεν βιάστηκαν, δεν πίεσαν, έδωσαν χώρο και έφυγαν από το πεδίο της μάχης με το πολυτιμότερο λάφυρο. Η όλη φημολογία που είχε προκύψει για τη σχέση Παναθηναϊκού-Σπανούλη, που προκάλεσε καθυστέρηση στην κουβέντα τους, τούς ευνόησε αφάνταστα.

Η οικονομική διαφορά από την πρόταση ανανέωσης του “τριφυλλιού” ήταν κατά τον διεθνή γκαρντ δευτερεύουσας σημασίας. Απ’ αλλού πήγαζε η απόσταση που τον οδήγησε στην απέναντι όχθη του ποταμού. Η στάση του είχε εξοργίσει τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς, που τον κατηγόρησε εμμέσως πλην σαφέστατα για έλλειψη σεβασμού προς το κλαμπ που τον στήριξε έμπρακτα.

Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς είχε ήδη λάβει το χρίσμα του αντι-Γιαννάκη, επιστρέφοντας στον Πειραιά, και η πρόσληψή του ήταν ακόμη ένας θεμελιώδης παράγοντας για τη αναστροφή των 180 μοιρών που επιχειρούσε ο Θεσσαλός σε κεντρική λεωφόρο δίχως φανάρι. Διαλέγοντας μάλιστα, και όχι συμπωματικά, να φέρει στην πλάτη το 7. Η συνύπαρξη με τον Ντούντα θα απέδιδε με καθυστέρηση ενός χρόνου κι αφού πρώτα είχε αφενός βιώσει την οδυνηρή επιστροφή στο ΟΑΚΑ και την απώλεια του τίτλου με πλεονέκτημα έδρας αφετέρου δει από την τηλεόραση τον Παναθηναϊκό να κατακτά το ευρωπαϊκό στη Βαρκελώνη.

Επειδή όμως -όπως έχει αναφέρει- “ο πραγματικός νικητής είναι αυτός που θα πέσει κάτω, αλλά θα σηκωθεί και θα γίνεται όλη την ώρα πιο δυνατός” ουδέποτε ο Σπανούλης εγκατέλειψε μια αποστολή ανολοκλήρωτη. Ειδάλλως θα ήταν ασυνεπής απέναντι στις αρχές του. Ξεχνούσε γρήγορα. Ηγέτης και εφεξής αρχηγός του Ολυμπιακού, σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε προς την κορυφή, προκαλώντας ξεκάθαρα το “υπερεγώ” του.

Με την πιο παραγωγική σεζόν του στην Euroleague, σχεδόν 17 πόντους ανά ματς, κατόρθωσε κάτι που ως τον Γενάρη του 2012 φάνταζε αδιανόητο: να καθοδηγήσει τους ερυθρόλευκους στη Γη της Επαγγελίας, με δεδομένο ότι ο τίτλος στην Κωνσταντινούπολη, από το -19 του τελικού απέναντι στην ΤΣΣΚΑ, συνδυάστηκε με το πρώτο πρωτάθλημα από το 1997 χάρη σε δικούς του 24 πόντους για το 82-76 της πέμπτης μάχης με τον Παναθηναϊκό στο ΣΕΦ.

Ο back to back τίτλος, ένα χρόνο αργότερα στο Λονδίνο, ήταν άλλη μια ραψωδία ενός έπους που ‘χε τον ίδιο σε ρόλο ομηρικού ήρωα. Κι ας είχε αρχίσει φρεναριστά η νέα χρονιά ύστερα από την απόφαση του Ντούσαν Ίβκοβιτς ν’ αποσυρθεί (προσωρινά) από το συλλογικό μπάσκετ. Αν η άμυνα που είχε σχεδιάσει ο κόουτς Μπαρτζώκας για τον ημιτελικό είχε εγκλωβίσει την ΤΣΣΚΑ, ο επιθετικός οίστρος του Βασίλη Σπανούλη στον τελικό (22 πόντοι με 5/9 τρίποντα, 4 ασίστ) αφαιρούσε από την έτερη φιναλίστ Ρεάλ κάθε ελπίδα νίκης και φυλάκιζε το τρόπαιο στο ΣΕΦ σε μια σπανιότατη συνθήκη για το σύγχρονο ευρωπαϊκό μπάσκετ, με δεδομένο ότι ο Ολυμπιακός διατήρησε τα κεκτημένα κόντρα σε κάθε πιθανότητα. Εκείνη τη σεζόν ο Σπανούλης είχε σχεδόν 14.7 πόντους ανά ματς, μαζί με 4 τελικές πάσες, και ορισμένες πολύ σπουδαίες βραδιές όπως αυτή στον πέμπτο αγώνα-τελικό με την Εφές (19π, 5ασ) που του χάρισαν τον τίτλο του MVP!

Μολονότι το πρωτάθλημα στην Ελλάδα χάθηκε με τρόπο που δεν άρμοζε σε πρωταθλητή Ευρώπης, στο φινάλε του πρώτου τριετούς κύκλου του στον Πειραιά ο Σπανούλης είχε όλα όσα ζητούσε όταν έβαζε τα πόδια του στο νερό στο Φαλήρου και σήκωνε τσουνάμι. Η επέκταση της συνεργασίας του με τον Ολυμπιακό, μέχρι το καλοκαίρι του 2016, ήταν μια επί προσωπικού διαδικασία, γιατί εγκεφαλικά λειτουργούσε σε κάθε τέτοιο σταυροδρόμι της πορείας του, ενόσω ο ατζέντης του δεχόταν αδιανόητες προσφορές αλλαγής στρατοπέδου και μετάβασης στο εξωτερικό. Τις οποίες ο Σπανούλης απέρριψε, προτιμώντας πια να δημιουργεί κίνητρα μέσα στο ίδιο επαγγελματικό περιβάλλον. Καλυπτόταν από κάθε πτυχή του, δεν τον ενδιέφερε ν’ αναζητήσει κάτι καινούργιο, έχοντας τη δυνατότητα να κυνηγά τις φιλοδοξίες του σ’ έναν οργανισμό που είχε ως κεντρικό άξονα τον ίδιο. Κόντρα στα ειωθότα έκλεινε ερμητικά τα… ώτα. Τ’ άνοιγε μόνο και μόνο για να δηλώσει ότι “δεν σας ακούω”, είτε στο ΣΕΦ είτε στο ΟΑΚΑ.

Ναι μεν ο προπονητής αντικαταστάθηκε στις αρχές της επόμενης περιόδου (Σφαιρόπουλος αντί Μπαρτζώκα) και είναι αλήθεια ότι υπήρξαν αδιέξοδα διαστήματα. Παρόλα αυτά για τον αρχηγό του Ολυμπιακού κάθε αναποδιά έθετε σ’ εφαρμογή ένα δυναμό που παρήγαγε ρεύμα και ηλέκτριζε το μέσα του. Κυνήγησε ν’ αποκλείσει μόνος τη Ρεάλ στα πλέι οφ του 2014, με σχεδόν 17 πόντους ανά αγώνα, δεν πτοήθηκε από τις αποτυχημένες απόπειρες για ανάκτηση των πρωτείων στην Ελλάδα και το 2015 δάμασε κάθε στοιχειό που τον απειλούσε. Η συμμετοχή του Ολυμπιακού στον τελικό της Euroleague απέναντι στη Ρεάλ ήταν απόρροια του δικού σόλο στο φινάλε του αγώνα με την ΤΣΣΚΑ και το sweep επί του Παναθηναϊκού στους τελικούς της Basket League σφραγίστηκε μ’ ένα προσωπικό 23άρι.

Η μοναδικότητα του μπασκετικού χαρακτήρα του περικλειόταν στον τρόπο που αντιδρούσε στην εκάστοτε στραβοτιμονιά. Ο εγωισμός του δεν του επέτρεπε να παγιδευτεί σε περιττές σκέψεις. Προτιμούσε την άμεση αυτοκριτική και την αυταπόδεικτη δράση. Το πρωτάθλημα του 2016, ειδικά ο τρόπος, ήταν η ισχυρότατη βάση της κουβέντας επί της ανανέωσης του συμβολαίου του για μία νέα διετία. Είχαν προηγηθεί οι 47 πόντοι στον τρίτο και τέταρτο τελικό, την έκβαση των οποίων είχε καθορίσει με τα σουτ του. Μπροστά στα απλωμένα χέρια είτε στον Καλάθη είτε στον Διαμαντίδη, τη βραδιά της “συνταξιοδότησής” του από τη δράση. Το αλησμόνητο στιγμιότυπο με τον ίδιο στ’ αποδυτήρια του ΟΑΚΑ να παραδίδεται στις μύχιες σκέψεις του και να ξορκίζει κάθε “χτικιό” έχει κερδίσει μια θέση στο πάνθεο των καρέ από τελικούς αιωνίων. Κατανοούσε με ακρίβεια τι συνεπάγεται μια τέτοια ραψωδία για την υστεροφημία του.

Παρόλο που ένας επιπλέον χρόνος έπεφτε στους ώμους του, η επιδραστικότητα του Σπανούλη στο ερυθρόλευκο σύνολο εξακολουθούσε να ‘ναι ισόποση των παρελθόντων ετών. Διαφορετικά ο Ολυμπιακός δεν θα έφτανε σ’ έναν τέταρτο ευρωτελικό εντός έξι ετών, διεκδικώντας στην Πόλη (Μάης του 2017) ό,τι δεν κατάφερε στη Μαδρίτη.

Όντως το 80-64 από την οικοδέσποινα Φενέρμπαχτσε στέρησε την κούπα, ωστόσο η κύρια διαδρομή μέχρι την (νέα) πρόκριση επί της ΤΣΣΚΑ στον ημιτελικό παρέπεμπε σε μέρες της πρώτης νιότης του. Οι 85 πόντοι του στα πλέι οφ, αλλά κατά βάση η μάζωξη στο ξενοδοχείο μετά το 1-2 της οριακής σειράς με την Εφές ήταν απτές αποδείξεις μιας αδιάκοπης επιρροής εντός ή εκτός παρκέ. Ομολογουμένως το 51-66 και το 2-3 από τον Παναθηναϊκό, στους εγχώριους τελικούς, δεν ήταν συνδυασμός κάλλιστος για κλείσιμο σεζόν, πόσο μάλλον όταν ο ίδιος ίσα που έφτασε τους 30 πόντους σε 4 συμμετοχές. Δεν αφαιρούσε όμως από τη σημαντικότητα των όσων είχαν δημιουργήσει για 7 χρόνια! Παρέμενε άφθαρτος.

Ο ΠΙΣΤΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ

Η σχέση του Βασίλη Σπανούλη με την Εθνική ομάδα πυροδοτήθηκε με φιτίλι την αμφισβήτηση ασχέτως αν έφερνε μαζί του τις επιτυχίες με Έφηβους και Νέους.

Ο Παναγιώτης Γιαννάκης και εδώ, προπονητής του ήδη στο Μαρούσι από το καλοκαίρι του 2002, είχε επιστρέψει σε ρόλο ομοσπονδιακού, αντί του… διπλοθεσίτη Γιάννη Ιωαννίδη, και παραλαμβάνοντας τα ηνία ύστερα από μια εξαετία αποτυχιών σε διαδοχικά Ευρωμπάσκετ συμπέρανε πολύ γρήγορα ότι ήταν απαραίτητη μια αναζωογόνηση του συνόλου που θα συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Μόνο έτσι, υπολόγιζε πως, θ’ άφηνε πίσω τη σκιά της αποτυχίας στη Σουηδία λίγους μήνες νωρίτερα και με αφετηρία το ιστορικό ραντεβού στην Αθήνα θα περνούσε σε μια νέα εποχή.

Ο “Δράκος”, γνώστης της παραγωγικής διαδικασίας και των όσων είχαν μεσολαβήσει τα προηγούμενα χρόνια, σκόπευε να εμφανίσει τη ριζοσπαστική ιδέα του αναμειγνύοντας την εμπειρία των “παλιών” με τον ενθουσιασμό των “νέων”, κόβοντας φερ’ ειπείν τον Ρεντζιά. Ο Νίκος Ζήσης ανήκε ήδη στην ΑΕΚ και κατείχε ρόλο πρωταγωνιστή στον τίτλο-ανατροπή του 2002. Αντιθέτως ο Βασίλης Σπανούλης ήταν ακόμη στο μικρομεσαίο Μαρούσι και σε πολλούς η προσθήκη του στην τελική 12άδα δεν αντιπροσώπευε τον ρεαλισμό ανεξάρτητα από τις παραγωγικές σεζόν που είχε κιόλας προσθέσει στο βιογραφικό του.

Τα μόλις 50 λεπτά που αγωνίστηκε (17 πόντοι, 5 ασίστ) και η, εν τέλει, πέμπτη θέση της Εθνικής ενίσχυσαν την καχυποψία ότι κέρδισε τη θέση χαριστικά, στην πραγματικότητα βέβαια επρόκειτο για το βάπτισμα του πυρός όσων θα έπονταν. Που ούτε άργησαν και στο φινάλε της ιστορίας μετρήθηκαν πολλά περισσότερα απ’ όσα υπολόγιζαν ακόμη και οι υπέρμαχοι της απόφασης του Γιαννάκη για την “απεξάρτηση” της ομάδας από το πρόσφατο, γκριζαρισμένο, παρελθόν της.

Ο Σπανούλης, των σχεδόν 16 πόντων στην τελευταία σεζόν του στο Μαρούσι, αποδείχθηκε φυσικά κομμάτι του ροτέισον που ο εθνικός εκλέκτορας χρησιμοποίησε στην πορεία για το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ του 2005. Και μπορεί -ο 23χρονος τότε γκαρντ- να είχε μόλις 1/10 τρίποντα και 5 λάθη στο σύνολο των 7 αγώνων έως το 78-62 επί των Γερμανών στον τελικό, παρόλα αυτά είχε μεταβληθεί σ’ έναν από τους ανθεκτικούς κρίκους που συνέθεταν την ατσάλινη αλυσίδα.

Θα φρόντιζε και ο ίδιος για την επαλήθευση της σταδιακής ανέλιξής του στην ιεραρχία του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος με τις εμφανίσεις του μέσα στα επόμενα χρόνια και τις διοργανώσεις που ακολούθησαν. Έκτοτε άλλωστε ποτέ του δεν εμφάνισε λιγότερους από 11 πόντους σε επίσημα τουρνουά με το εθνόσημο, ανεξαρτήτως συνθηκών.

Το Παγκόσμιο της Ιαπωνίας, Αύγουστος-Σεπτέμβριος του 2006, υπήρξε η βαλβίδα εκτόξευσης. Μ’ ένα χρόνο στον κραταιό Παναθηναϊκό του Ζέλικο Ομπράντοβιτς, ο Σπανούλης ταξίδεψε εκεί που ξεμυτά ο ήλιος προκειμένου να λάμψει μαζί με τους άλλους. Με περισσεύματα αυτοπεποίθησης να καλύπτουν κάθε κενό που άφηναν ρούχα και παπούτσια στις βαλίτσες του αεροπλάνου για την Άπω Ανατολή, θα διεκδικούσε το χρίσμα του ηγέτη σ’ ένα σετ φίλων με στιβαρή δομή, απαρέγκλιτες αρχές και πάνω απ’ όλα εξασφαλισμένη ισορροπία. Από τους 17 πόντους και τις 4 ασίστ στην πρεμιέρα-ανατροπή με το Κατάρ μέχρι τους 22 από 6/10 σουτ που μέτρησε στο ανυπέρβλητης ιστορικότητας 101-95 επί των Αμερικανών, την πρωτομηνιά του Σεπτέμβρη, ο “V-Span” αράδιαζε κάθε φορά στο παρκέ μια άλλη πτυχή της ολοκληρωμένης πια προσωπικότητάς του.

“Ήταν πάθος για τη νίκη, ήταν αυταπάρνηση. Αυτή είναι η φιλοσοφία των Ελλήνων”

Όπως σε καθέναν από τους υπόλοιπους διεθνείς, ο τελικός απέναντι στους Ισπανούς δεν του ταίριαξε. Ήταν εξίσου “άδειος” με τους συμπαίκτες του, τελειώνοντας με 4 πόντους από 0/6 και συνολικά 1/10 προσπάθειες στα 32 λεπτά του 70-47. Ίσα, βέβαια, που η μουτζούρα αχνοφαινόταν, παραμένοντας ο αρχισκόρερ του εθνικού συνόλου με 11.7 πόντους ανά ματς. Και μαζί σημείο αναφοράς.

Πόσο μάλλον όταν δεν έπαψε να σπαταλά ασύδοτα τα καλοκαίρια του για να ‘ναι παρών σε κάθε νέα υποχρέωση με το εθνόσημο. Στο Ευρωμπάσκετ του 2007, στη διοργάνωση υπεράσπισης των κεκτημένων για την Εθνική, έκανε ορμητικό ξεκίνημα με 19 πόντους απέναντι στον Ισραήλ και ήταν ο μοναδικός διεθνής με τριψήφιο αριθμό στο τέλος του τουρνουά.

Είχαν μεσολαβήσει οι 24 του ημιτελικού με την Ισπανία, ως απόπειρα “εκδίκησης” για ό,τι είχε συμβεί στο Παγκόσμιο και πρόκρισης σ’ έναν τρίτο διαδοχικό τελικό. Ο Σπανούλης των 10/14 σουτ κουβάλησε την Εθνική στα 31 λεπτά της συμμετοχής του και προξενούσε διαρκή εκνευρισμό σε μια άμυνα που αποτύγχανε να τον φρενάρει και στο φινάλε επιστράτευσε δόλιες μεθόδους για να πανηγυρίσει το 82-77, στέλνοντας την απογοητευμένη Ελλάδα σ’ έναν εκ των προτέρων χαμένο μικρό τελικό.

Πεισμωμένος ο Λαρισαίος, θα επέμενε όσο πρόσταζαν οι περιστάσεις για να οδηγήσει την Εθνική στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου και εκεί εμφάνισε την, ως τότε, αρτιότερη εκδοχή του εαυτού του. Παίζοντας όσο χρόνο ο Διαμαντίδης, είχε περισσότερους από 14 πόντους στα 4 από τα 6 ματς και ως ένιωθε πως όφειλε πήρε αυτός το μεγάλο σουτ που θα έστελνε την Ελλάδα στη ζώνη των μεταλλίων. Όπως τα προηγούμενα δύο τρίποντά του στο ματς, η μπάλα βρήκε στο σίδερο και το 80-78 από την Αργεντινή έφερε απλώς την πέμπτη θέση. Αν δεν το είχε πάρει, θα μετάνιωνε ακόμα!

Ασυμβίβαστος με την ήττα και ακαταπόνητος, διάλεξε να μην αφήσει απροστάτευτο το εθνικό συγκρότημα και το συνόδευσε κανονικά στην Πολωνία για το Ευρωμπάσκετ του 2009. Είχε παραλείψει να ολοκληρώσει την αποστολή του και οι 14.1 πόντοι, συνδυασμένοι με 4.2 ασίστ και 2.7 ριμπάουντ, αποδείχθηκαν παρακαταθήκη μεταλλίου παρά τις εκ των προτέρων αντίξοες συνθήκες που συνάντησε ο Γιόνας Καζλάουσκας παραλαμβάνοντας τη σκυτάλη από τον Γιαννάκη.

Η ήττα στον ημιτελικό από την Ισπανία ήταν αναπόφευκτη, αλλά χάρη στο 57-56 επί της Σλοβενίας στη μάχη του χάλκινου το ιερό καθήκον του είχε εκπληρωθεί. Είχε ήδη τους 23 πόντους με 6/9 τρίποντα και τις 7 ασίστ από τον προημιτελικό με την Τουρκία ν’ αντιπαραβάλει σε κάθε κουβέντα για την περιορισμένη συνεισφορά του στον μικρό τελικό, μια εμφάνιση που αρκούσε για να τον βάλει δικαιωματικά στην κορυφαία πεντάδα της διοργάνωσης.

Παρά το γεγονός πως ο Διαμαντίδης θα σταματούσε ένα χρόνο αργότερα (2010), μετά το πικρό τέλος του Παγκοσμίου στην Κωνσταντινούπολη, ο Σπανούλης θα ακολουθούσε τον μοναχικό δρόμο του. Ένα δρόμο μαρτυρικός, γιατί έκτοτε η Εθνική δεν επανέλαβε ανάλογου μεγέθους επιτυχία, “τρέχοντας” διαρκώς πίσω από τη φιλοδοξία του βάθρου.

Βίωσε μάλιστα πολύ οδυνηρές στιγμές. Σαν τον αποκλεισμό στο προολυμπιακό του Καράκας, από το σουτ του Νταγκουντούρου, δεν είχε. Ο ίδιος είχε σκοράρει 25 πόντους, αμέσως μετά τους 27 απέναντι στο Πουέρτο Ρίκο. Παρόλα αυτά η μία χαμένη βολή του και το φάουλ που δεν του δόθηκε στην εκπνοή του ματς γιγάντωσαν το αίσθημα του φιάσκου.

Όχι, πάντως, ότι η συνέχεια ήταν βελτιωμένη. Διότι στο Ευρωμπάσκετ του 2013 η Εθνική του Αντρέα Τρινκιέρι, με τον “ερυθρόλευκο” Σπανούλη δις πρωταθλητή Ευρώπης, αποτύγχανε να σφηνώσει στην 8άδα, χάνοντας τις κομβικές μάχες από τη Φινλανδία του Κόπενεν και τη Σλοβενία του Ντράγκιτς. Ο Λαρισαίος γκαρντ είχε ζητήσει να αγωνιστεί με πόδι που δεν χωρούσε στο παπούτσι από το πρήξιμο, εξαιτίας ενός σοβαρού διαστρέμματος, αλλά η αυτοθυσιαστική προσφορά του δεν έλαχε να επέμβει στην προδιαγεγραμμένη μοίρα της Εθνικής. Φυσικά η αναγκαστική και δικαιολογημένη απουσία του από το Μουντομπάσκετ του 2014 στην Κίνα, εξαιτίας προβλήματος στο γόνατο, δεν άφησε οποιαδήποτε υπόνοια λιποψυχίας.

Ούτως ή άλλως επέστρεψε. Βέβαια η συμμετοχή-επιστροφή στο Ευρωμπάσκετ του 2015 έμελλε να ‘ναι η διοργάνωση που θα έριχνε τους τίτλους τέλους. Ο Σπανούλης συνυπήρχε πλέον με την επόμενη γενιά, συναντούσε μάλιστα τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, αλλά η μόλις μια ήττα στη διοργάνωση, τη στιγμή που οι φιναλίστ Ισπανία και Λιθουανία υπέστησαν από δύο, δεν του επέτρεψε να αποχωρήσει με κάτι παραπάνω από την πέμπτη θέση. Ο Σπανούλης των 11.4 πόντων θα φορούσε το γαλανόλευκο “7” για έσχατη φορά στην αναμέτρηση κατάταξης με τη Λετονία, πετυχαίνοντας τους τελευταίους 16 από τους συνολικά 1.494 σε 146 διεθνείς συμμετοχές.

Η επισημοποίηση της απόφασής του ανακοινώθηκε από τον ίδιο στο φινάλε, αλλά το αντίο είχε προαναγγελθεί με τον τρόπο που στάθηκε κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου, κρατώντας από τον ώμο Νίκο Ζήση και Γιάννη Μπουρούση.

“Ένας κύκλος κλείνει για μένα. Αυτή τη στιγμή είμαι συναισθηματικά φορτισμένος γιατί πραγματικά από 17 xρονών είμαι στις εθνικές ομάδες. Αυτά έχει η ζωή του αθλητή. Πιστεύω ότι είναι η κατάλληλη στιγμή να σταματήσω και να παίξουν τα υπόλοιπα παιδιά. Υπάρχει πολύ ταλέντο και θα είμαστε όλοι μαζί τους”

Επρόκειτο να γυρίσει εφέτος, μήπως κλείσει όπως ονειρευόταν τον κύκλο του, αλλά ο ύπουλος τραυματισμός που αντιμετώπισε στη διάρκεια της προετοιμασίας για το προολυμπιακό τουρνουά στον Καναδά τού στέρησε την “κύκνεια” παράσταση με το εθνόσημο. Ουδείς θα μάθει ποτέ αν η Εθνική του Ρικ Πιτίνο θα έβγαζε εισιτήρια για το Τόκιο. Άπαντες έμειναν με την απορία.

ΟΛΥΜΠΙΑ, ΛΙΚΝΟ ΕΥΤΥΧΙΑΣ

“Γρήγορα κατάλαβα ότι ήμουν τυχερός, αφού βρήκα αυτό που πάντα ονειρευόμουν: μια γυναίκα που να με εξιτάρει και εξωτερικά και εσωτερικά”, είχε ομολογήσει ο Σπανούλης στο “Θέμα people” το 2012, σπάζοντας έναν κώδικα σιωπής που είχε επιλέξει να τηρεί ευλαβικά για την προσωπική ζωή του ενόσω η δημοφιλία του αυξανόταν με γεωμετρική πρόοδο. Τότε ο Βασίλης και η Ολυμπία Χοψoνίδου είχαν αποκτήσει μόνο τα πρώτα δύο αγόρια τους, τον Θανάση και τον Βασιλάκη, και η σχετικώς φρέσκια συντροφική σχέση τους κουβαλούσε ήδη το παρελθόν μιας κοινής τετραετίας.

Ύστερα από 9 χρόνια και μια παράλληλη πορεία 13 ετών η Ολυμπία και ο Βασίλης είναι γονείς έξι παιδιών, με την τρίτη κόρη – τη νεότερη “πριγκίπισσα” του σπιτιού – γεννημένη τον Γενάρη του 2020, να φρενάρει τη ανδρική υπεροπλία μετά τον ερχομό των τριών πρώτων τριών αγοριών και να φέρνει τη επιδιωκόμενη ισοπαλία εντός των τειχών.

“Σταματάμε. Το λήγουμε εδώ, ούτε παράταση ούτε τίποτα. Τώρα από μακριά, σε διαφορετικά δωμάτια”, έλεγε με χιούμορ στο STAR.

Όταν ο Βασίλης γνώρισε την Ολυμπία και η Ολυμπία γνώρισε τον Βασίλη ήταν καλοκαίρι του 2008 και ο ήλιος της Μυκόνου, στην αχανή παραλία του Καλού Λιβαδιού της νοτιοανατολικής πλευράς του νησιού, “τύφλωνε” από έρωτα τους δύο μετέπειτα συντρόφους. Η συμπωματική συνύπαρξη σε μια παρέα με συνδετικό κρίκο τον Γιάννη Μπουρούση έγινε το έναυσμα μιας έλξης κι αργότερα ενός ειδυλλίου, πασπαλισμένου με μπόλικο κάρμα, το οποίο από μέρα σε μέρα μετατράπηκε σ’ έναν πανίσχυρο χαλύβδινο δεσμό τον οποίο η σκουριά του χρόνου δεν τον έχει φθείρει.

Ο Σπανούλης δεν γνώριζε το παρελθόν της Ολυμπίας, ούτε η Ολυμπία ποιος είναι ο Βασίλης. Ήταν δυο άγνωστοι που συναντήθηκαν τυχαία σ’ ένα πλημμυρισμένο από κόσμο καλοκαιρινό θέρετρο. Η εγκεφαλική σύνδεσή τους ήταν τόσο έντονη που ο έρωτας υπήρξε κεραυνοβόλος. Όποιο άλλο σχέδιο ανατράπηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Τα βιτριολικά γέλια που έβαλε ο Θεός, αιωρούμενος πάνω από την κοσμοπολίτικη και πολυσύχναστη ακτή της Μυκόνου, προκάλεσαν ένα πελώριο κύμα που τους σκέπασε. Η εντυπωσιακή Ολυμπία έφτιαξε φωλιά στο μυαλό του και όταν ήρθε η ώρα φρόντισε να την κυνηγήσει.

Η μελαχρινή καλλονή με τις ποντιακές ρίζες, που μετά την παλιννόστηση είχε εγκατασταθεί οικογενειακώς από το Κράσνονταρ της Σοβιετικής Ένωσης στη Θεσσαλονίκη, τον είχε συνεπάρει. Όταν τη πρωτο-αντίκρισε δεν γνώριζε ότι είναι η προ διετίας Σταρ Ελλάδας. Στα 23 της, με βραχύβια πορεία στον κόσμο της ομορφιάς και στην πασαρέλα, είχε -απρόσμενα μάλλον- κατακτήσει τον τίτλο της ομορφότερης Ελληνίδα του 2005 στα ετήσια Καλλιστεία, αλλά μοιραία βρέθηκε στη σκιά της Τζούλιας Αλεξανδράτου και των αντιδράσεών της επειδή αυτή είχε χάσει την πρωτιά.

Η Ολυμπία, παιδί μιας πολύτεκνης φαμίλιας με ελάχιστους πόρους, εργαζόταν από μικρή ως σερβιτόρα στην παραλία και στην Αθήνα είχε ταξιδέψει για να σπουδάσει μακιγιάζ. Λόγω των αναλογιών και της γήινης, πλην ηφαιστειώδους ομορφιάς της, της προτάθηκε άμεσα μια υποτροφία στο μόντελινγκ. Ήξεραν αυτοί που της το πρότειναν ότι ποντάρουν σε άλογο κούρσας. Δέχθηκε και μέσα σε λίγους μήνες είχε ήδη φτιάξει ένα αξιόλογο book που σαν κορωνίδα είχε το φανταχτερό στέμμα της.

Ο -μόνο μπάσκετ- Βασίλης Σπανούλης ήταν εντελώς ξένος προς τον χώρο. Παραδόξως ούτε η Ολυμπία είχε υπ’ όψιν της τον πρώην NBAer Βασίλη, με το ήδη χρυσό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου. Στα τέλη Ιουλίου του 2006, όταν η ίδια ήταν στο Λος Άντζελες των Ηνωμένων Πολιτειών λαμβάνοντας μέρος στον διαγωνισμό Miss Universe, ο τότε γκαρντ του Παναθηναϊκού (και κατόπιν των Χιούστον Ρόκετς) προετοιμαζόταν για το Μουντομπάσκετ προτού ταξιδέψει εκεί που ανατέλλει ο ήλιος, ακολουθώντας με τους υπόλοιπους διεθνείς της Εθνικής το δρόμο του μεταξιού προς το αργυρό μετάλλιο χάρη στη νίκη επί των Αμερικανών στον ιστορικό ημιτελικό της Σαϊτάμα.

Η χρυσή αμμουδιά και τα γαλάζια νερά της Μυκόνου αποτέλεσαν το hotspot της ταύτισής του. Και αφετηρία ενός ταξιδιού με πρώτη στάση τον γάμο τους, πολιτικό αρχικά τον χειμώνα του 2010 προκειμένου να επικυρωθεί η σύζευξη πριν από τη θρησκευτική τελετή τον Ιούνιο του 2011 στο Κτήμα Νάσιουτζικ, και ενδιάμεσες τις “αφίξεις” των νέων μελών της οικογένειας που πήραν την απόφαση να δημιουργήσουν από νωρίς, συμφωνώντας ότι ο ένας συμπληρώνει ιδανικά τον άλλον.

Η Ολυμπία άφησε πίσω οποιαδήποτε σκέψη-πρόθεση για επαγγελματική καριέρα και, μητέρα από τα 28 της, άλλαξε πλήρως τη ρουτίνα της. Αφοσιώθηκε ψυχή και σώμα στην ανατροφή των παιδιών της και μετατράπηκε σ’ ένα σύμβολο γονιμότητας και μητρότητας. Στήριξε το δίχως τον σύντροφο της ζωής της σε κάθε απόφασή του, πόσο μάλλον σ’ εκείνη του 2010, και, με μια απαράμιλλη διακριτικότητα, ήταν παρούσα κάθε φορά που ο Βασίλης του Ολυμπιακού πλέον κυνηγούσε κάτι (πολύ) μεγάλο φορώντας είτε τα ερυθρόλευκα είτε τα γαλανόλευκα της Εθνικής ομάδας.

Πότε έγκυος, πότε με τα παιδιά της αγκαλιά, πότε συνδυαστικά, εξέπεμπε την αύρα της σε κάθε προσπάθειά του. Πανηγύριζε στα μεγάλα σουτ, κρατούσε την ψυχραιμία της στις σκληρές στιγμές, αγωνιούσε το δίχως άλλο. Ούσα η σύζυγος ενός σταρ του μπάσκετ με πολλαπλές υποχρεώσεις, προπονήσεις, ταξίδια και αγώνες, έγινε η ηγέτιδα του σπιτιού και η δύναμη που μεριμνούσε για την απαραίτητη ισορροπία που είχε ανάγκη να αισθάνεται ο Σπανούλης του παρκέ όταν επέστρεφε στο σπίτι ως σύζυγος-πατέρας Βασίλης.

Τα έξι παιδιά ήρθαν πριν συμπληρωθεί μια δεκαετία έγγαμου βίου. Ο Θανάσης και ο Βασίλης είχαν κάνει την αρχή, προτού στη ζωή των τεσσάρων προστεθεί ο Δημήτρης. Ήταν η περίοδος που το γούρι επιβεβαιωνόταν και ο Ολυμπιακός κατακτούσε στο Λονδίνο ένα δεύτερό σερί τρόπαιο της Euroleague. Το 2015 η Ολυμπία θα φέρει στον κόσμο την Αιμιλία, την οποία δύο χρόνια αργότερα θα διαδεχθεί η Αναστασία. Σ’ αμφότερες τις περιπτώσεις ο Ολυμπιακός έφτασε ως τον τελικό του Final-4, απλώς δεν σήκωσε την κούπα.

Το τρίτο “Α”, η Αλεξάνδρα της οικογένειας, πήρε από το 2020 τον χώρο που της αναλογούσε στο μεγάλο σπίτι των νοτίων προαστίων. Ένα σπίτι στο οποίο φιλοξενείται η μακαριότητα μιας σχέσης που το καλοκαίρι του 2008 ήταν μια ξαφνική γνωριμία. “Είναι η γυναίκα που καλύπτει τις αδυναμίες μου, το πρόσωπο με το οποίο μοιράζομαι όμορφες και άσχημες στιγμές”, είχε πει στην εξομολόγησή του ο Βασίλης Σπανούλης.

Και να του κόσμου τα απροσδόκητα που είναι τόσο σπάνια…

THE LAST DANCE

Ο τελευταίος χορός του Βασίλη Σπανούλη ήταν ένα κλασικό ζεϊμπέκικο. Λαϊκό και μοναχικό, μα ταυτόχρονα λεβέντικο, ανεπιτήδευτο, εσωτερικό. Μ’ εκατοντάδες χειροκροτητές γύρω του να χτυπούν ρυθμικά τις παλάμες των χεριών τους κι αυτός, ολίγον σκυφτός προς τα εμπρός και με μάτια κλειστά, ν’ αλλάζει κατευθύνσεις, άλλοτε αργά κι άλλοτε γρηγορότερα, χαμένος στο τέμπο των εννέα όγδοων.

Έμοιαζε με παραγγελιά. Ολόδική του. Δεν ήταν τέτοια. Η απρογραμμάτιστη και αβίαστη επίσκεψη των οπαδών του Ολυμπιακού στο σπίτι του “κάπτεν” ήταν αφενός μεν μια πηγαία πράξη ευγνωμοσύνης αφετέρου δε μια αλληγορική, πλην γενναία, συγγνώμη για κάμποσα εξ όσων είχε κατά καιρούς ακούσει, υπόκωφα βέβαια, τα προηγούμενα χρόνια.

Το ΣΕΦ ήταν κλειστό και άδειο την περασμένη σεζόν, την τελευταία του χρονικά, αλλά η μερική αμφισβήτηση για την επάρκειά του διαπερνούσε τις LED οθόνες των σαλονιών και ταξίδευε πανταχόθεν μέχρι το Φάληρο. Ώσπου στις 26 Ιουνίου του παρόντος έτους ανακοίνωσε την απόσυρσή του. Γράφοντας ακριβώς όπως εκείνο το παιδί από τη Λάρισα που απλώς “ονειρεύτηκε να παίξει μπάσκετ”. Τίποτα παραπάνω και τίποτα λιγότερο δεν τον απασχόλησε για σχεδόν τρεις δεκαετίας. Έτσι υπέγραψε, έχοντας οκτώ-εννιά εβδομάδες νωρίτερα ακούσει τον Γιώργο Μπαρτζώκα να αστειεύεται λέγοντας προς τους δημοσιογράφους ότι “κι αν έχουμε Covid πέντε χρόνια, θα αποσυρθεί στα 45;”

Είναι μια στείρα πραγματικότητα ότι το χρονόμετρο έτρεχε αντίστροφα. Ήταν εκείνη η χαμένη -με τρόπο αδυσώπητο για τον Ολυμπιακό- σειρά των τελικών του ελληνικού πρωταθλήματος τον Ιούνιο του 2017, που έλαχε να λειτουργήσει ως το σημείο που η κλεψύδρα του αναποδογύρισε. Το ρολόι δεν ήταν πια σύμμαχος για τον 34χρονο εαυτό του.

Η ηλικία άρχισε να δείχνει τα σημάδια της και το σώμα να στέλνει σήματα προειδοποιώντας για ό,τι αναπόφευκτα θα έρθει. Ουδείς γλιτώνει, άλλωστε. Σε κάθε τέτοια περίπτωση ο χρόνος αφαιρεί τον μανδύα του “πανδαμάτορος” που νικά τα πάντα. Αντιθέτως αντιμάχεται την προθυμία του μυαλού και εκθέτει τις αδυναμίες.

Ο Σπανούλης δεν έπαψε ν’ αντιμετωπίζει κάθε προπόνηση σαν να μην είχε χιλιάδες άλλες πίσω του, απολαμβάνοντας αυτό τον ήχο της μπάλας που χτυπά το παρκέ και ευφραίνει καρδίαν. Νταπ, νταπ, νταπ.

Ούτε υποχρέωση ένιωθε ούτε αγγαρεία έκανε. Πήγαινε με όρεξη στη δουλειά, εφευρίσκοντας διαρκώς τα απαιτούμενα κίνητρα διαιώνισης της παρουσίας του στα παρκέ. Στο μεσοδιάστημα έγινε ο αρχισκόρερ, προσπερνώντας τον Χουάν Κάρλος Ναβάρο, και ο αρχιπασέρ στην 20ετή ιστορία της Euroleague, μαζί δε ο κορυφαίος σε πόντους παίκτης της ελληνικής Α1. Επιτεύγματα αναλλοίωτα από τη φθορά του χρόνου.

Αναπόφευκτα όμως οι αντιστάσεις ολοένα και μειώνονταν. Προτού “εξέρρει το ύδωρ”, στερέψει δηλαδή η κάνουλα της ενέργειας κι ακουστεί η ενοχλητική για κάθε αθλητή κόρνα της λήξης, οι τραυματισμοί τον “μαστίγωναν”. Το οστικό οίδημα στην κνήμη του αριστερού ποδιού ήταν η πρώτη μελανιά. Τον έθεσε εκτός ως τον Δεκέμβριο του 2017.

Ηθικά ακμαίος και πνευματικά άκαμπτος, μπήκε γερά στη μάχη για να μην εγκαταλείψει το στράτευμα άνευ κεφαλής. Ήταν υπέροχος στη σειρά με τη Ζαλγκίρις (18.8 πόντοι, 5.3 ασίστ), παρά την έλλειψη αντικρίσματος, αλλά όχι όσο κομβικός είχε ανάγκη ο Ολυμπιακός στους τελικούς του πρωταθλήματος με τον Παναθηναϊκό (12.8 πόντοι, 5/27 τρίποντα) για ν’ ανακτήσει τα πρωτεία το 2018.

Φαινομενικά η πρόσληψη του Ντέιβιντ Μπλατ (αντί του Γιάννη Σφαιρόπουλου) άνοιγε έναν νέο κύκλο στον Πειραιά και κατά τον ίδιο τον βετεράνο γκαρντ “αφαιρεί πίεση από πάνω μου”, καθώς (ο Ισραηλινός κόουτς) προσπαθεί “να με μάθει πράγματα που δεν έκανα πολύ στο παρελθόν”. Ό,τι ακριβώς χρειαζόταν για να παραχθούν ενδορφίνες και να καθυστερήσουν την εξέλιξη της “γήρανσής” του, ανατρέποντας τη θεωρία των γέρικων σκυλιών που δεν είναι ικανά να μάθουν νέα κόλπα. Ο Σπανούλης ήταν σκυλί του… Παβλόβ! Που καθετί νέο γινόταν κτήμα του.

Μέχρι τον Ιανουάριο του 2019 οι ερυθρόλευκοι αξίωναν δικαιολογημένα περισσότερα από την απλή επάνοδο στην προ του 2018 κατάσταση, μια και “ο Ολυμπιακός είναι εδώ για να πάει στο φάιναλ φορ, για να πάρει τίτλους” όπως δήλωνε ξεκάθαρα ο αρχηγός του. Αποδείχθηκε βέβαια ότι ισορροπούσαν σε τεντωμένο σχοινί. Μόνο που έλειπε το προστατευτικό δίχτυα. Από τη μία η διαρροή των πολύμηνων οφειλών προς παίκτες-στελέχη μέσω ηχογραφημένων μηνυμάτων και από την άλλη η απόφαση αποχώρησης από τον ημιτελικό του κυπέλλου και της συνολικής απεμπλοκής απ’ οτιδήποτε είχε σχέση με το τότε καθεστώς στο ελληνικό μπάσκετ, κατήργησε, πριν γραφτεί, το επόμενο κεφάλαιο της πειραιώτικης παρέας, αφού ο (τιμωρημένος) Ολυμπιακός δεν κατήλθε στα πλέι οφ και υποβιβάστηκε αναγκαστικά στην Α2, υιοθετώντας τη στρατηγική του “μέχρι τέλους”. Ούτε ο Σπανούλης θα ολοκλήρωνε τη σεζόν, καθώς ενδιάμεσα υπέστη ρήξη περονιαίου τένοντα, τραυματισμός που δεν του είχε επιτρέψει ν’ αγωνιστεί ως την έναρξη της επόμενης.

Το ότι τίποτα δεν ήταν ίδιο έκτοτε δεν εξέπληξε κανέναν. Όχι ότι ο Σπανούλης παραιτήθηκε. Τουναντίον, πάλευε να οικειοποιηθεί κάθε ευκαιρία που έπαιρνε σε μειωμένους χρόνους, προσπαθώντας να λειτουργεί περισσότερο οργανωτικά παρά ως πηγή σκοραρίσματος.

Ο Ολυμπιακός ήταν εκείνος που είχε αλλάξει. Ο Μπλατ γρήγορα αντικαταστάθηκε από τον Κεμζούρα, ο κακός σχεδιασμός καθρεπτίστηκε στο παρκέ και η φρέσκια ζημιά, τον Φλεβάρη του 2020, λίγο πιο πάνω από το προηγούμενο σημείο του τένοντα παρέδωσε τον Λαρισαίο στους γιατρούς για δεύτερη φορά σε λιγότερο από ένα χρόνο. Η σεζόν στην Ευρώπη ακυρώθηκε εξαιτίας της πανδημίας και ο “Kill Bill” είχε όλο το χρόνο ν’ αναρρώσει, μα ήταν πρόδηλο ότι ύστερα από δύο χειρουργεία δεν θα γύριζε όπως πριν. Κι ας είχε… γυρίσει ο Μπαρτζώκας.

Ούτως ή άλλως η προσθήκη του Κώστα Σλούκα ήταν η αφετηρία της απεμπλοκής του από το κουμάντο. Σ’ έξι ματς της νέας χρονιάς στην Euroleague έμεινε στο παρκέ λιγότερο από 10 λεπτά και δεν σκόραρε σε δύο εξ αυτών. Ο τελευταίος πόντος του στην αναμέτρηση με τη Χίμκι, από 1/2 βολές, έλαχε να κλείσει την αυλαία. Η υπόκλισή του. Μέχρι τις 26/6 ουδείς ήξερε τι έχει στο μυαλό του. Το απόγευμα εκείνου του Σαββάτου άπαντες αντιλήφθηκαν ότι είχαν ξανά απέναντί τους τον 10χρονο Βασίλη που επέμενε ότι θα γίνει μπασκετμπολίστας. Τρανός. Κάνοντας περήφανο τον δικαιωμένο κυρ-Θάνο.

Πηγή: sport24.gr