Η Μαρία Πρεβολαράκη πήγε στην Μπρατισλάβα ως παλιά καραβάνα του αθλήματος, με οκτώ ευρωπαϊκά μετάλλια στο ενεργητικό της και καμία πρώτη θέση.
Από τη Σλοβακία θα φύγει με το πρώτο της χρυσό στη διοργάνωση και όσο σημασία έχει το χρώμα του μεταλλίου για την ίδια (και για κάθε άλλο αθλητή), άλλο τόσο δεν έχει.
Διότι, έπειτα από εννέα ευρωπαϊκά μετάλλια, εκ των οποίων τα πέντε τελευταία είναι διαδοχικά, η ουσία είναι η θαυμαστή διάρκειά της στις διακρίσεις.
Αυτή η συνέπεια είναι το μεδούλι της καριέρας της και ο λόγος που θεωρείται μία από τις κορυφαίες Ελληνίδες αθλήτριες, παρόλο που απουσιάζει από τη λίστα των επιτυχιών της ένα μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες και που μέχρι σήμερα δεν είχε να επιδείξει μια ευρωπαϊκή ή παγκόσμια πρωτιά.
Το χρυσό που ονειρευόταν ήρθε στην Μπρατισλάβα. Για τη Μαρία Πρεβολαράκη αυτό ήταν το χρώμα της πλήρωσης.
Η βούλα που ήθελε να προσθέσει στο πλούσιο βιογραφικό της. Της έλειπε και από σήμερα μπορεί να νιώθει πιο γεμάτη, κυρίως ψυχικά.
Στα 33 χρόνια της ξεχειλίζει από εμπειρία. Ναι, μεν έχει τη σπιρτάδα της έφηβης αθλήτριας, αλλά διαβάζει ακόμα πιο εύκολα τις αντιπάλους της, προβλέπει τις επόμενες κινήσεις τους και αμύνεται καλύτερα.
Από την άλλη, διαθέτει το δυναμισμό και την αυτοπεποίθηση που μπορεί να νιώθει κάθε γυναίκα, η οποία προπονείται παλεύοντας με άντρες, έστω νεαρούς άντρες.
Από το 1999 που τρύπωσε στις παλαίστρες μέχρι τώρα δεν παλεύει με γυναίκες στις προπονήσεις της, για τον εξής απλό λόγο: δεν υπάρχουν γυναίκες στην Ελλάδα που να ασχολούνται με το σπορ σε υψηλό επίπεδο.
Αναγκαστικά, προπονείται κυρίως με έφηβους ή παίδες αθλητές.
Δεν θα επέλεγε έναν άντρα αθλητή για παρτενέρ της στην προπόνηση, ακόμα κι αν ήταν κοντά στα κιλά (53) και στο μπόι της (1,60μ.).
Ο λόγος είναι ότι οι άντρες υπερτερούν πολύ στη μυική δύναμη και δεν θα μπορούσε να προπονηθεί σωστά μαζί τους.
Αυτή είναι η καθημερινότητά της από τότε που άρχισε την ενασχόλησή της με το άθλημα.
Ήταν 8 ετών όταν πάτησε για πρώτη φορά το πόδι της σε παλαίστρα.
Ο πατέρας της Θοδωρής (πρώην αθλητής και διαιτητής της πάλης) πήγαινε στο γυμναστήριο με τον κατά ένα χρόνο μεγαλύτερο αδερφό της, Γιώργο.
Εκείνη γκρίνιαζε, επειδή έμενε μόνη της στο σπίτι και έτσι άρχισαν να την παίρνουν μαζί τους.
Αρχικά, μόνο παρακολουθούσε τις προπονήσεις και αργότερα την παρότρυνε ο προπονητής, Παναγιώτης Αρκουδέας να παλέψει χωρίς δισταγμό με τα αγόρια.
Στις μικρές ηλικίες τα κορίτσια και τα αγόρια δεν έχουν ιδιαίτερες διαφορές. Άλλο που δεν ήθελε η Μαρία.
Έβγαλε τα παπούτσια της και ρίχτηκε στην παλαίστρα. Έκτοτε, δεν ξαναβγήκε.
Δεν την κράτησαν μακριά ούτε οι ήττες ούτε τα επώδυνα και δύσκολα χειρουργεία. Αγωνίζεται με συνθετικά μοσχεύματα στον αυχένα της.
“Αφαίρεσαν δύο δίσκους και τούς αντικατέστησαν με συνθετικά μοσχεύματα. Δεν είχα τραυματιστεί.
Στην αρχή το αντιμετώπιζα σαν ψύξη. Για λίγο καιρό περνούσε με θεραπείες. Έπειτα μούδιαζε -συνέχεια- το χέρι μου.
Είναι πολύ δύσκολο σημείο για την πάλη. Μετά το χειρουργείο, φοβόμουν κάθε κίνηση”, είχε πει στο Contra.gr τον Δεκέμβριο του 2020.
Ωστόσο, το ξεπέρασε κι αυτό, όπως κάθε εμπόδιο που συνάντησε.