Την πρόθεση του να δημοσιεύσει ποιος ευθύνεται για το ναυάγιο και τους λόγους που διεκόπη η διάσκεψη στο Κραν Μοντανά εξέφρασε ο τέως πρόεδρος της Δημοκρατίας, Νίκος Αναστασιάδης σε συνέντευξη στο ΡΙΚ. 

Αρχικά, ερωτηθείς εάν είναι εφικτός ο στόχος να επαναρχίσουν οι συνομιλίες εντός του συμφωνημένου πλαισίου, απάντησε ότι «αν λάβει κανείς υπόψη τις μέχρι στιγμής θέσεις του κ. Τατάρ και της Τουρκίας, θα μπορούσε να λεχθεί ότι μάλλον απαισιοδοξία επικρατεί παρά αισιοδοξία. Όμως ας κάνουμε υπομονή μέχρι τη Δευτέρα Τρίτη. Αυτό που γενικότερα αυτήν την ώρα προβληματίζει είναι η ευρύτερη διεθνής κατάσταση, η μεταβολή κάποιων δεδομένων με την εκλογή του προέδρου Τραμπ. Σήμερα διαπιστώνουμε να αμφισβητείται ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών. Να αμφισβητείται η διεθνής έννομη τάξη. Αυτό που θα έλεγα είναι ότι τουλάχιστον η δική μας πλευρά εκφράζει τις ορθές θέσεις όσον αφορά και τις προϋποθέσεις και τη βούληση για επανέναρξη του διαλόγου από εκεί, από εκεί όπου έχουν διακοπεί στο Κραν Μοντανά».

Σε ερώτηση εάν ο ίδιος ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, κατά την άτυπη πενταμερή, θα θέσει εντός πλαισίου την Τουρκία, εάν προσπαθήσει να ξεφύγει, είπε ότι «αυτό προσδοκεί ο καθένας. Ο Γενικός Γραμματέας είναι δεσμευμένος από τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών κάθε του πρωτοβουλία να τείνει στην υλοποίηση είτε των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας είτε των ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών. Σε ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν παρατηρήθηκε μια από πλευράς Γενικού Γραμματέα προσπάθεια μέσα από διπλωματική αβρότητα να χειριστεί τα θέματα, γεγονός, το οποίο δεν βοήθησε ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη το Κραν Μοντανά, στο να διανύσουμε ή να καλύψουμε την απόσταση που, όπως και ο ίδιος καταγράφει στην έκθεση της 28ης του Σεπτέμβρη του 17, τη τελευταία απόσταση που ήταν, όπως λέγει το τελευταίο μίλι. Εν πάση περιπτώσει, ελπίζω να είναι πιο αποφασιστικός, έτσι ώστε να συνειδητοποιήσει και η Τουρκία ότι υποχρέωσή της είναι να ακολουθεί το διεθνές δίκαιο και ιδιαίτερα όταν ο κ. Ερντογάν κατ επανάληψη παραδίδει μαθήματα εις όσους συμπεριφέρονται κατά ανάλογο τρόπο με εκείνον της Τουρκίας το 1974. Ας ελπίσουμε ότι θα υπάρξει αποφασιστικότητα από πλευράς Γενικού Γραμματέα, αλλά και η ίδια αποφασιστικότητα από πλευράς Τουρκίας να εξομαλύνει επιτέλους και να φέρει ειρήνη πραγματικά στην περιοχή, υποβοηθώντας και τον εαυτό της».

Σε σχέση με το Ουκρανικό και το Κυπριακό, είπε ότι «ένα είναι εγγυητής να είναι ο εισβολέας, δηλαδή φανταστείτε τη Ρωσία να αναλάμβανε να εγγυηθεί την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας και άλλο είναι να ζητάς κάτι που είχαμε προτείνει στο Κραν Μοντανά, τη συμμετοχή ξένων χωρών, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπ όψιν ότι είμαστε μια ευρωπαϊκή χώρα. Πολύ περισσότερο θα ήτο εύλογο η Ευρωπαϊκή Ένωση να εγγυηθεί την ασφάλεια και των Τουρκοκυπρίων και των Ελληνοκυπρίων. Η εμμονή της Τουρκίας στο Κραν Μοντανά ήταν ότι αν ονειρεύεστε ότι μπορεί ποτέ να καταργηθούν οι εγγυήσεις ή η παρουσία στρατευμάτων, αριθμού στρατευμάτων, ξυπνάτε από το όνειρο. Τι ήταν η ευελιξία τότε; Το βασικό ερώτημα ήταν ότι η Τουρκία εμφανίστηκε ως ευέλικτη. Πού εξαντλείται η ευελιξία της στη μετονομασία της Συνθήκης Εγγυήσεως σε συνθήκη εφαρμογής με μονομερές δικαίωμα επέμβασης; […] Το είχε τονίσει σε δημόσιες δηλώσεις ότι όσοι ονειρεύονται ότι μπορεί να υπάρξει χρόνος τερματισμού, τότε να ξυπνήσουν από το όνειρο. Κάτι ανάλογο είχε πει και στην τουρκική Εθνοσυνέλευση. Επομένως, είναι εντελώς διαφορετική η κατάσταση όπως εξελίσσεται στην Ουκρανία. Και βεβαίως το απαράδεκτο είναι ότι δυστυχώς η Ουκρανία θα πληρώσει τίμημα από την εισβολή. Δηλαδή φαίνεται ότι η ειρήνη θα επιτευχθεί με κόστος εις βάρος της Ουκρανίας».

Πρόσθεσε ότι «ήδη στις διαπραγματεύσεις, τις κατά καιρούς διαπραγματεύσεις, είχαμε αποδεχτεί ότι η λύση θα είναι διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία ή μια περιφέρεια όπως έχουν εξελιχθεί επί του εδάφους τα πράγματα. Θα είναι η τουρκοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία και η άλλη η ελληνική ελληνοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία. Επομένως, το εδαφικό, δηλαδή το ότι θα είναι σε δυο ξεχωριστές εδαφικές περιφέρειες, αμβλύνεται με την εφαρμογή των τεσσάρων βασικών ελευθεριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης: ελεύθερη εγκατάσταση, διακίνηση, άσκηση επαγγέλματος και ούτω καθεξής. Και βεβαίως με μείωση του όγκου του εδάφους που κατέχει σήμερα η Τουρκία, όπως και την ίδια ώρα επιστροφή σημαντικού αριθμού προσφύγων είτε σε κοινότητες όπου θα επέστρεφαν και θα ζούσαν με τους Τουρκοκυπρίους, είτε σε περιοχές οι οποίες θα επιστρέφονται στην ελληνοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία». 

Για την εκλογή Τραμπ είπε ότι «η Ελλάδα και η Κύπρος θεωρούνται στρατηγικοί εταίροι και συνεπώς θεωρώ ότι δεν θα ήτο το ίδιο εύκολο όπως με κάποια κράτη, με τα οποία απλούστατα τα υπέρτερα συμφέροντα, δηλαδή η αποκατάσταση σχέσεων Αμερικής Ρωσίας, που για στρατηγικούς λόγους της Αμερικής, της σημερινής κυβέρνησης της Αμερικής, μπορεί να παίρνονται τέτοιες ρηξικέλευθες αποφάσεις, οι οποίες οπωσδήποτε δημιουργούν μια ανησυχία όχι μόνο σε εμάς στην Κύπρο αλλά και στην Ευρώπη. Παρακολουθούμε τι γίνεται και η κάθε μέρα εξαγγελίες δημιουργούν και νέες ανησυχίες».

Επανερχόμενος στο θέμα του Κυπριακού, είπε ότι «έφτασαν στο σημείο να μου λένε ότι εισηγήθηκα δύο κράτη. Η θέση η δική μου, αν θέλετε, ήταν ότι όσο λιγότερες εξουσίες έχει η κεντρική κυβέρνηση, τόσο λιγότερους κινδύνους συγκρούσεων συμφερόντων θα έχουμε, όπως και στο θέμα της πολιτικής ισότητας η μία θετική ψήφος για κάθε απόφαση. Eίπε αυτό δεν συνάδει με την πολιτική ισότητα, αυτό είναι πολιτική ανισότητα, αλλά δεν αρνούμαι τη θετική ψήφο στους Τουρκοκύπριους εάν η πλειοψηφία των υπουργών που θα είναι Ελληνοκύπριοι εισηγηθεί οτιδήποτε που μπορεί να βλάπτει τα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων, εκεί θα πρέπει να έχουν ασπίδα προστασίας. Ποια είναι η ασπίδα προστασίας; Είναι η θετική ψήφος. Δηλαδή, εάν δεν υπάρχει θετική ψήφος των Τουρκοκυπρίων, δεν μπορεί να ληφθεί απόφαση, η οποία να επηρεάζει αρνητικά. Και πάλι θα πρέπει να υπάρχει μηχανισμός. Όμως, όσο λιγότερες εξουσίες, διότι πήγαμε σε μια αυστηρή ισχυρή κεντρική κυβέρνηση, ισχυρή κεντρική κυβέρνηση με τις αξιώσεις των Τουρκοκυπρίων δεν διασφαλίζει τη βιωσιμότητα του κράτους».

Ερωτηθείς για το ποιος φταίει για το Κραν Μοντανά, είπε ότι «υπάρχουν τα πρακτικά των Ηνωμένων Εθνών, τα οποία διέρρευσα τον Οκτώβρη Νιόβρη του 21, τα οποία δημοσίευσε η κυπριακή εφημερίδα Φιλελεύθερος, αυτούσια δηλαδή, τα οποία δεν διέψευσαν τα Ηνωμένα Έθνη, τα οποία εντός των ημερών θα δημοσιεύσω και ποιος ευθύνεται και τους λόγους που διεκόπη. Ήμασταν κάτω από εκβιασμό και θα αποδειχθεί με πρακτικά των Ηνωμένων Εθνών Άρθρων κατά τις διμερείς διαβουλεύσεις του κυρίου Τσαβούσογλου με τον κύριο Γκουτέρες». 

Σε ερώτηση εάν τώρα απέκτησε τα πρακτικά, απάντησε ότι «τα είχα έκτοτε, αλλά ή θα κυβερνούσα ή θα ασχολούμουν με όσους προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να αιτιολογήσουν τη στάση της Τουρκίας. Και λυπούμαι που το λέω, αλλά εφθάσαμεν εις το κατάντημα ό, τι λέει η Τουρκία για κάποιους, για πολύ ελάχιστους, να είναι θετικό και οτιδήποτε εύλογο προβάλλει η ελληνοκυπριακή κοινότητα να θεωρείται παράλογο. Για τα πάντα ευθύνεται η ελληνοκυπριακή πλευρά. Πιστώνεται η Τουρκία με αδιανόητα καλή πίστη που δεν την επιδεικνύει, που δεν την ψηλαφούμε. Έφτασε κάποιος συγγραφέας να γράφει στο βιβλίο του ότι το θέμα των εγγυήσεων και του μονομερούς δικαιώματος ήταν ήδη λυμένο. Έχω γραπτή εισήγηση του εν λόγω κυρίου, η οποία εστάλη τον Οκτώβρη του 16, προτού μεταβούμε στο Μοντ Πελεράν και εις το οποίον ήτο ένα είδος διαγγέλματος που θα έβαζε κάποιες ιδέες κάτω. Και όταν δείτε τι μου έγραφε για τις εγγυήσεις που δεν είχε αρχίσει ακόμα ο διάλογος για την κατάργησή τους, διερωτάσαι ποιος τον ενημέρωνε για να γνωρίζει τις προθέσεις της Τουρκίας».

Έκανε λόγο για απόλυτα καθαρή συνείδηση. «Αισθάνομαι ότι έπραξα το καθήκον μου απέναντι στον κυπριακό Ελληνισμό, αλλά και τους Τουρκοκύπριους. Μια μη βιώσιμη λύση θα ήταν σε βάρος και των δύο κοινοτήτων. Το έχω πει κατ επανάληψη ότι ή θα γεννάτο ένα βιώσιμο κράτος ή θα είχαμε πολύ χειρότερα αποτελέσματα από τα προσδοκώμενα από κάποιους ευσεβοποθισμούς, οι οποίοι ουδέποτε μελέτησαν τους στρατηγικούς στόχους, τους πραγματικούς στρατηγικούς στόχους της Τουρκίας».

Σε σχέση με τη δήλωση του Ανδρέας Μαυρογιάννη ότι «χάθηκε μια ιστορική ευκαιρία επίλυσης του Κυπριακό» στο Κραν Μοντανά, δήλωσε ότι «ο εκβιασμός ήταν από πλευράς Τουρκίας όχι μία, κατ επανάληψη ο κύριος Τσαβούσογλου δήλωσε ότι αυτή είναι η τελευταία σύνοδος. Ή θα πρέπει να αποδεχτούν λέει επί λέξει ή στον Γενικό Γραμματέα τις αξιώσεις των Τουρκοκυπρίων και να ικανοποιηθεί το αίτημα της Τουρκίας για μετονομασία της Συνθήκης Εγγύησης με μονομερές δικαίωμα σε μετονομασία σε συνθήκη εφαρμογής, δηλαδή θα καλούσαμε τον παραβάτη να επιτηρεί την αποκατάσταση της παράβασης με μονομερές δικαίωμα. […] ήταν αξίωση της Τουρκίας ότι δεν θα συνεχιζόταν (η διάσκεψη) . Θα το δημοσιεύσω εντός των ημερών με δηλώσεις του κ. Τσαβούσογλου και από τα πρακτικά των Ηνωμένων Εθνών. Παρακολουθώ να γράφεται και επειδή κάποια στιγμή ξέρετε, τώρα που έχω την άνεση του χρόνου, έχω και την ευχέρεια να ασχολούμαι με εκείνα με τα οποία όταν ήμουν στη διακυβέρνηση της χώρας δεν είχα τον χρόνο να ασχοληθώ και έλεγα ας τους να λένε. Ε, τώρα έφτασε η στιγμή να ακουστούν κάποιες αλήθειες και να σταματήσει ο καθένας να λέει ό, τι μπορεί να του προσφέρει η πνευματική του δυνατότητα».