Η σεζόν 1999-2000 ήταν ονειρεμένη για τον Αμπ Λι. Ο 28χρονος running back από το Τσίπλι της Φλόριντα στέφθηκε πρωταθλητής του NFL σ’ έναν φαντασμαγορικό τελικό στην Ατλάντα της Τζόρτζια, στον οποίο οι Σεν Λούις Ραμς νίκησαν τους Τενεσί Τάιτανς με 23-16. Καταγράφηκε, μάλιστα, ως ένας από τους κοντύτερους παίκτες του ρόστερ εκείνης της χρονιάς, με ύψος που δεν ξεπερνούσε το 1μ.80. Για ένα σπορ που το σώμα παίζει τεράστιο ρόλο, όπως το αμερικανικό ποδόσφαιρο, αυτό ήταν σημαντικό επίτευγμα.

Λίγους μήνες πριν, στις 23 Ιουνίου 1999, η σύζυγός του Νάταλι Ουίλιαμς είχε φέρει στον κόσμο το παιδί τους. Στο οποίο αποφάσισαν να δώσουν δύο ονόματα: Αντόνια, όπως το όνομα του πατέρα του, αλλά και Σέιμπεν, από την παράφραση της αραβικής λέξης σαμπίν, που σημαίνει «υπομονετικός».

Η καριέρα του Αμπ Λι στα γήπεδα σταμάτησε γρήγορα, μόλις δύο χρόνια αργότερα, το 2001. Παρ’ όλα αυτά έμεινε στο χώρο ως γυμναστής στο προπονητικό σταφ επαγγελματικών ομάδων, και συμμετείχε ως προπονητής στο πείραμα του NFL να επεκτείνει το αμερικανικό ποδόσφαιρο στην Ευρώπη, αναλαμβάνοντας δύο βραχύβιες ομάδες με βάση το Άμστερνταμ και το Βερολίνο. Οι δουλειές της δικηγόρου μητέρας την έφεραν στο Φίνιξ της Αριζόνα, κι εκεί ο Σέιμπεν έκανε τα πρώτα του αθλητικά βήματα.

Οι λεγόμενοι “late bloomers”, αυτοί που… αργούν να ανθίσουν, είναι σπάνιοι πια ανάμεσα σε όσους παίζουν μπάσκετ σε υψηλό επαγγελματικό επίπεδο. Η εξειδίκευση ξεκινάει από πολύ νωρίς. Ο Σέιμπεν, όμως, αποτέλεσε την εξαίρεση. Μέχρι τα 15 του χρόνια, τη δεύτερη χρονιά του στο γυμνάσιο Κορόνα Ντελ Σολ στο Τέμπε, έπαιζε παράλληλα και στην ομάδα μπάσκετ και στην ομάδα αμερικανικού ποδοσφαίρου. Με επιδόσεις που δεν τραβούσαν κανενός το μάτι.

Η φοίτησή του στο Κορόνα Ντελ Σολ ήταν μια κοινή απόφαση των γονιών του, που βασίστηκε στην… αμοιβαιότητα. Ο πατέρας Αμπ πίεσε να παρακολουθήσει ο Σέιμπεν το συγκεκριμένο γυμνάσιο λόγω της πολύ καλής ομάδας αμερικανικού ποδοσφαίρου. Το ευτύχημα, όμως, ήταν ότι εκείνη την περίοδο και οι μπασκετικές φουρνιές ήταν πολύ καλές. Ο Άλεξ Μπαρσέλο (που πέρασε για λίγο από τον Κολοσσό Ρόδου το 2022) και κυρίως ο Μάρβιν Μπάγκλεϊ, ο οποίος αγωνίζεται τώρα στους Μέμφις Γκρίζλις, αποτελούσαν ένα εξαιρετικό δίδυμο στα γκαρντ. Ο Σέιμπεν ήταν ένας δυναμικός γκαρντ που τους ξεκούραζε, τίποτε παραπάνω.

Η σεζόν 2015-16 ήταν κομβική γι’ αυτόν. Τότε ήταν που καθιερώθηκε στην βασική πεντάδα του γυμνασίου  και έφτασε στο να ανακηρυχθεί καλύτερος γκαρντ της πολιτείας της Αριζόνα με μέσους όρους 18 πόντους, 5 ριμπάουντ και 3 ασίστ ανά ματς. Πλέον το ερώτημα ποιο σπορ θα ακολουθούσε είχε απαντηθεί εμφατικά. Οι Αζτέκοι έφτασαν ως τον τελικό της πολιτείας, με τον Σέιμπεν να κάνει ένα μαγικό ματς με 39 πόντους (το απόλυτο ρεκόρ του) εναντίον του Σέζαρ Τσάβες στον ημιτελικό.

Οι προτάσεις από κολλέγια με καλά μπασκετικά προγράμματα έπεφταν βροχή (Λούιβιλ, Φλόριντα Στέιτ κτλ.) αλλά εκεί επενέβη η… μαμά. Όπως ο μπαμπάς διάλεξε το γυμνάσιο, η μαμά διάλεξε το κολλέγιο. Ο Σέιμπεν γράφτηκε στο τμήμα κοινωνικών επιστημών του πανεπιστημίου Βάντερμπιλτ, το οποίο είχε φοιτήσει και η μητέρα του. Στην πορεία αποδείχτηκε σημαντική επιλογή και μπασκετικά, δεδομένου ότι πήρε χρόνο συμμετοχής ήδη από το πρώτο του παιχνίδι, κάτι που δεν θα μπορούσε να περιμένει σ’ ένα πιο προηγμένο πρόγραμμα.

Με 10,6 πόντους και 3,1 ασίστ στη freshman season του γρήγορα άρχισε να μπαίνει στα παναμερικανικά scouting reports. Οι αριθμοί ανέβαιναν χρόνο με το χρόνο, όπως και η φήμη του. Στην τρίτη του χρονιά είχε 18,6 πόντους, 3,5 ριμπάουντς,4,2 ασίστ και 1,5 κλέψιμο ανά αγώνα και θεωρούνταν σίγουρο pick στο ντραφτ λόγω της εξαιρετικής του αμυντικής συμπεριφοράς, που προέκυπτε από το σώμα του: Με ύψος 1μ.88 και άνοιγμα χεριών στο 2μ.06 (!) είχε ένα σημαντικό πλεονέκτημα στο μαρκάρισμα των αντίπαλων κοντών. Δεν επέστρεψε για την τελευταία του κολεγιακή χρονιά και αποφάσισε ότι ήλθε η στιγμή να γίνει επαγγελματίας.

Τον επέλεξαν τελικά οι Γιούτα Τζαζ στο νούμερο 38 του ντραφτ του 2020 (γι’ αυτό και το 38 έγινε το αγαπημένο του νούμερο). Λίγο πριν την έναρξη της σεζόν 2020-21 οι Τζαζ τον έδωσαν στους Ντιτρόιτ Πίστονς. Κι από εκεί ξεκίνησε ένα τετραετές γαϊτανάκι ανάμεσα σε ομάδες του ΝΒΑ και θυγατρικές του στη G-League. Πέρασε από Ντιτρόιτ, Φιλαδέλφια και Φίνιξ, όπου έμεινε για δύο σεζόν (2022-24). Μόνο την πρώτη, όμως, είχε ενεργό ρόλο στην ομάδα και δεν έπαιζε μόνο στη garbage time της δεύτερης περιόδου.

Το προηγούμενο καλοκαίρι αποφάσισε να διαβεί τον Ατλαντικό. Προορισμός του η Μανισά της TBL, όπου περίμενε να βελτιώσει τόσο πολύ τους αριθμούς του στην τουρκική λίγκα και στο BCL, που σύντομα θα ανάγκαζε καλύτερες ομάδες να τον προσέξουν.

Η ευκαιρία ήλθε πολύ νωρίτερα κι απ’ όσο ο ίδιος θα ήθελε. Δεν είχε προλάβει να παίξει παρά μόνο τρία ματς με τη Μανισά (ένα στη λίγκα κι ένα στο BCL, όπου βέβαια… πρόλαβε να βάλει 36 πόντους στη Μούρθια, με 6 ριμπάουντς κι 6 ασίστ και… 43 στη σερβική FMP) όταν οι επαφές του γραφείου του (Wasserman) με τη Μακάμπι τον έφεραν στο Τελ Αβίβ πριν καν… ανοιγοκλείσει τα μάτια του.

Στη Μακάμπι είχε μερικά πολύ καλά ματς (εναντίον της Αναντολού Έφες είχε 23 πόντους και 5 ασίστ, με τη Ρεάλ 19 πόντους, με τη Ζάλγκιρις 17), έπαιρνε 20λεπτα και παραπάνω από τον Κάτας, αλλά η θητεία του στο Ισραήλ κράτησε 40 μέρες. Αποφάσισε να επιστρέψει στη Μανισά, όπου τα 30άρια τα’ χε σίγουρα και θα βελτίωνε πολύ τους αριθμούς του. Κάτι που έκανε με συνέπεια μέχρι και πριν λίγες ημέρες, όταν ήλθε η πρόταση του Ολυμπιακού.

Το βασικό του στοιχείο είναι η καλή άμυνα, η προσήλωση και το drive. Όταν ετοιμαζόταν για το ΝΒΑ οι σκάουτς του χρέωναν ως ελάττωμα ότι δεν είχε αξιόπιστο σουτ από μέση απόσταση, αλλά το βελτίωσε σε αημαντικό βαθμό. Έχει κάνει δουλειά και στις ελεύθερες βολές, όπου το ποσοστό του κυμαίνεται πια πάνω από το 75% (έναντι λίγο κάτω από 70% στις ΗΠΑ).