3 Ιανουαρίου 1965. Η ΑΕΚ υποδέχεται τον Παναθηναϊκό στη Νέα Φιλαδέλφεια και το ματς φαίνεται από την αρχή ότι δεν συνάδει με την γιορτινή ατμόσφαιρα των ημερών. Ο Παναθηναϊκός του Στέφαν Μπόμπεκ μένει από το 4’ με δέκα παίκτες λόγω αποβολής του Τάκη Λουκανίδη, η κλωτσιά και οι αντεγκλήσεις πέφτουν σύννεφο. Στο δεύτερο μέρος χάνει λόγω τραυματισμού και τον Ανδρέου. Έχει προηγηθεί με 2-0 από το πρώτο μέρος, αλλά ισοφαρίζεται στο δεύτερο μέρος πριν το 60’ και το τελευταίο μισάωρο ήταν ένα διαρκές σφυροκόπημα.
Ο Τάκης Οικονομόπουλος λες και παίζει μόνος του. Κάνει τουλάχιστον πέντε απίστευτες αποκρούσεις, αποσοβεί σίγουρα γκολ, και είναι ο κύριος λόγος που ο Παναθηναϊκός φεύγει από το γήπεδο με την ισοπαλία. Ο Μίμης Δομάζος, που δεν παίζει στο ματς λόγω τιμωρίας, τον περιμένει στην καταπακτή για να τον συγχαρεί. «Πουλί ήσουν, πουλί!» αναφωνεί.
Στο ματς ήταν παρόντες και ο Κλεομένης Γεωργαλάς, αλλά και ο Βαγγέλης Φουντουκίδης. Ποιος βρέθηκε κοντά να το ακούσει; Ποιος το μετέφερε; Άγνωστο. Εκείνη η φοβερή ατάκα του Δομάζου καθιέρωσε μέσω της Αθλητικής Ηχούς ένα από τα πιο εμβληματικά παρατσούκλια για έναν από τους καλύτερους Έλληνες τερματοφύλακες όλων των εποχών. Από τότε το «πουλί» ήταν συνδεδεμένο με τον Τάκη Οικονομόπουλο, που το βράδυ της 10ης Φεβρουαρίου φτερούγισε στους ουρανούς, για να βρει τον «στρατηγό»…
Μια παρουσία χαρακτηριστική, που ενισχύει την πεποίθηση ότι οι μεγάλοι τερματοφύλακες είναι πάντα «ιδιαίτεροι» και ως άνθρωποι. Ένα πανύψηλο παιδί για τα δεδομένα της εποχής (1μ.86), που δεν ξεχώριζε όμως μόνο για το ύψος του, ούτε για το εκπληκτικά γυμνασμένο του σώμα, ούτε για τα απίθανα ρεφλέξ του. Μια προσωπικότητα συγκροτημένη ήδη από πολύ μικρή ηλικία, που ενέπνεε σοβαρότητα και σεβασμό από τα πρώτα ματς που υπερασπίστηκε τα δοκάρια του «τριφυλλιού», ήδη από τα 20 του χρόνια.
Ένας άνθρωπος καλλιεργημένος, με εξαιρετική χρήση των ελληνικών, με θέληση ατσάλινη και αθλητικό εγωισμό, με καλλιτεχνικές ανησυχίες και ιδιαίτερο ταλέντο στη ζωγραφική, αλλά και με θέληση να αφήσει κάτι πίσω του, να διδάξει στους νεότερους τα μυστικά που έμαθε. Ευλογήθηκε να ζήσει φοβερές στιγμές στο γήπεδο, έπαιξε τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο Ουέμπλεϊ, υπερασπίστηκε τα δοκάρια της εθνικής στη φοβερή πορεία του 1968-69, όταν «αγγίξαμε» το Μουντιάλ του Μεξικού.
![](https://www.sdna.gr/sites/default/files/styles/default/public/2025-02/oikonomopoulos1_1.jpg?itok=F67f98CX)
Και βέβαια, διατηρεί μέχρι σήμερα ένα ρεκόρ ασύλληπτο: 1.088 λεπτά απαραβίαστης εστίας σε αγώνες πρωταθλήματος! Για σχεδόν τέσσερις ημερολογιακούς μήνες δεν μάζεψε τη μπάλα από τα δίχτυα του. Ένα ρεκόρ που κρατάει μέχρι σήμερα, 60 χρόνια αργότερα, και μάλλον θα μείνει ακατάρριπτο εις τους αιώνας των αιώνων. Η Διεθνής Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (IFFHS) τον επέλεξε στην καλύτερη ενδεκάδα όλων των εποχών του ελληνικού ποδοσφαίρου το 2021. Οι ιστορικοί είπαν τη γνώμη τους γι’ αυτόν.
Γεννημένος το 1943 στην Καλλιθέα, αυτή την μεγάλη ποδοσφαιρογειτονιά με τις πολλές αλάνες, ακολούθησε γρήγορα την καρδιά του και τη μπάλα και όχι την πάλη, με την οποία ασχολούνταν ο πατέρας του. Πήρε, όμως, απ’ αυτόν τη γυμναστική. Γυμναζόταν επί πολλές ώρες μ’ έναν ξάδελφό του, τερματοφύλακα του Φωστήρα. Στις αλάνες έμαθε να βουτάει γενναία στις εξόδους, αλλά και να εκτινάσσεται χωρίς να λογαριάζει πού θα πέσει.
Παναθηναϊκός από μικρός, στα 12 αποφασίζει να πάει σε μια προπόνηση του Παναθηναϊκού. Τον βλέπει ψηλόλιγνο ο Αντώνης Μηγιάκης και του λέει «πήγαινε να δυναμώσεις και ξαναέλα». Προφητικό.
Στα 16 του τον βλέπουν τυχαία παράγοντες της τοπικής Αθλητικής Ένωσης Καλλιθέας, εντυπωσιάζονται από τα προσόντα του, εντυπωσιάζονται ακόμα περισσότερο που δεν έχει κλείσει σε καμία ομάδα ως τότε, και τον βάζουν αμέσως βασικό. Δεν περνάει ούτε μία σεζόν εκεί και με εισήγηση του Γιώργου Καμάρα κάνει μεταγραφή στον Απόλλωνα Αθηνών, που τότε ήταν από τις σπουδαιότερες αθηναϊκές ομάδες.
Στον Απόλλωνα μένει τρία χρόνια, δουλεύει πλέον σαν επαγγελματίας χωρίς να είναι, καθιερώνεται ως εφεδρικός στη μεγάλη ομάδα και στα 19 του δίνεται αντάλλαγμα στην Προοδευτική για τη μεταγραφή του Γιάννη Βαραμέντη. Στον Κορυδαλλό μένει για μία σχεδόν, όπου παίζει βασικός στην Α’ Εθνική 18 αγώνες, έχει παίξει στην εθνική Ενόπλων, φαίνεται καθαρά ότι είναι για πιο ψηλά. Τον διεκδικούν ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός, η καρδιά του λέει «τριφύλλι», δεν το συζητάει. Παρά το ότι στον Παναθηναϊκό θα υπήρχε πολύ μεγάλος ανταγωνισμός: Γκολκίπερ είναι ο διεθνής Βουτσαράς εδώ και χρόνια και είχε ήδη αποκτηθεί ο Ηρακλής Βόμβας με τη λαβή-τανάλια.
Στην ιεραρχία, θεωρητικά, ήταν τρίτος. Ο Στέφαν Μπόμπεκ τον είδε, τον πίστεψε και μετά το πρώτο δίμηνο τον καθιέρωσε πρώτο! Σ’ εκείνο το πρώτο του πρωτάθλημα, το εμβληματικό, όπου ο Παναθηναϊκός το κατέκτησε αήττητος , έπαιξε 16 ματς, 9 ο Βουτσαράς, 5 ο Βόμβας.
Η πρωτιά του, πλέον, δεν αμφισβητείται. Το καλοκαίρι του 1964 φτάνει στην ομάδα και ο Βασίλης Κωνσταντίνου από τον Παράδεισο Αμαρουσίου. Μαζί θα φτιάξουν το κορυφαίο δίδυμο γκολκίπερ που έχει υπάρξει στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Για μια ντουζίνα χρόνια που θα παίξουν μαζί, οι πράσινοι είχαν δέσει το γάιδαρό τους κάτω από τα δοκάρια.
Τη σεζόν 1964-65 κάνει και το τρομερό ρεκόρ. Λίγο μετά τα «βαφτίσια» του από τον Δομάζο (ως τότε είχε το παρατσούκλι «Γιασίν», διότι του άρεσε να παίζει με μαύρη εμφάνιση), στις 17 Ιανουαρίου, ξεκίνησε το σερί. Και σταμάτησε στις 27 Μαϊου. Στον 13ο αγώνα.
Στην Εθνική Ελλάδας έπαιξε πρώτη φορά λίγο αργότερα, τον Οκτώβριο. Σ’ ένα ματς προκριματικών Μουντιάλ με την Σοβιετική Ένωση, λίγο πριν κλείσει τα 22 του χρόνια, κάτι πολύ δύσκολο για την εποχή. Το εθνόσημο το φόρεσε τελευταία φορά το 1974, σ’ ένα ματς προκριματικών Κυπέλλου Εθνών Ευρώπης με τη Γερμανία (2-2).
Σ’ αυτά τα εννέα χρόνια έπαιξε μόνο 25 φορές. Δεν υπήρχαν και τόσοι αγώνες τότε, αλλά υπήρχε και… ειδική διαχείριση! Από τον Δεκέμβριο του 1970, όταν αγωνίστηκε εναντίον της Κύπρου, η χούντα βγάζει διαταγή να μην τον καλούν στην εθνική, γιατί φοβούνται μήπως τραυματιστεί και επηρεαστεί η πορεία του Παναθηναϊκού στο Κύπελλο Πρωταθλητριών! Επανεμφανίζεται στο εμβληματικό ματς με τη Βραζιλία στο Μαρακανά, τον Απρίλιο του 1974, τη μεγάλη μας επιτυχία όταν αποσπάσαμε το 0-0. Έχει παίξει, όμως, βασικός στη μεγάλη πορεία της εθνικής στα προκριματικά του Μουντιάλ 1970, όταν αγγίξαμε την πρόκριση στα τελικά.
Με τον Παναθηναϊκό κατακτά πέντε πρωταθλήματα (1964, 1965, 1969, 1970, 1972) και δύο κύπελλα (1967, 1969). Για τη μεγαλύτερη επιτυχία του δεν χρειάζεται να γίνει λόγος: Ο τελικός του Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο Ουέμπλεϊ τον σημάδεψε, όπως και όλη την ομάδα. Σ’ εκείνο το ματς φοράει τη φανέλα του θρυλικού Ισπανού γκολκίπερ Ιρίμπαρ. Στον πρώτο ημιτελικό με τον Ερυθρό Αστέρα στο Βελιγράδι δεν έχει καλή απόδοση, ο (επίσης ιστορικός) δεύτερος ημιτελικός στη Λεωφόρο βρίσκει κάτω από τα δοκάρια τον Κωνσταντίνου.
Τόσο το 1967, όσο και το 1971 η Ρεάλ Μαδρίτης κινείται για να τον αποκτήσει. Το’ χει αποκαλύψει ο ίδιος. Τόσο ο Παναθηναϊκός, όσο και η χούντα, αρνούνται. Τον θεωρούν κάτι σαν εθνικό θησαυρό, όπως και όλους τους μεγάλους Έλληνες ποδοσφαιριστές της εποχής. Έχασε ευκαιρία για τεράστια διεθνή καριέρα.
Το 1976, στα 33 του χρόνια, αποφασίζει να φύγει. Ο Κωνσταντίνου έχει ανέβει σε πολύ υψηλό επίπεδο κι αυτός, οι προπονητές τους εναλλάσσουν κάτω από τα δοκάρια, δεν βρίσκει ρυθμό, θεωρεί ότι τον βάζουν μόνο στα δύσκολα, στα εκτός έδρας. Πηγαίνει στην Παναχαϊκή για έναν χρόνο (25 ματς) και κλείνει την καριέρα του με μια διετία στον Απόλλωνα Αθηνών, απ’ όπου ξεκίνησε. Με 379 συνολικά ματς είναι ο γκολκίπερ με τις περισσότερες συμμετοχές στην Α’ Εθνική.
Από το 1979, στο λυκαυγές του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου, ως το 2006, για 27 συναπτά έτη, γίνεται στρατιώτης του Παναθηναϊκού και προπονητής τερματοφυλάκων. Από τα χέρια και τις οδηγίες του περνούν όλοι οι εμβληματικοί τερματοφύλακες που ανέδειξε το «τριφύλι». Διετέλεσε και υπηρεσιακός προπονητής, αλλά για λίγο (με απόφαση πρωτοδικείου) και πρόεδρος του συλλόγου. Δεν τον ένοιαζαν οι τίτλοι.
![](https://www.sdna.gr/sites/default/files/styles/default/public/2025-02/oikonomopoulos2_0.jpg?itok=WpzE2ayb)
Έμεινε στρατιώτης μέχρι το τέλος. Ένας στρατιώτης με ψυχή καλλιτέχνη, όπως απέδειξε με τα δημιουργήματά του στον καμβά, με τα οποία έκανε και εκθέσεις. Ένας άνθρωπος που δεν μάσαγε τα λόγια του, είχε άποψη και την έλεγε, αδιαφορούσε για το αν θα είναι αρεστός ή όχι.
Στην κηδεία του Μίμη Δομάζου παρέστη υποβασταζόμενος. Μία εβδομάδα αργότερα υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο. Η τελευταία του πτήση, προς τα αστέρια αυτή τη φορά, έγινε το βράδυ της Δευτέρας 10 Φεβρουαρίου.