Οι παλαιότεροι δεν υπάρχει περίπτωση να τον έχουν ξεχάσει, οι νεότεροι θα έχουν μάθει γι’ αυτόν μέσα από… ιστορίες. Ο λόγος για τον Ούβε Μπίαλον, το… γερμανικό τανκ που έχει γράψει τη δική του ιστορία με χρυσά γράμματα στον Πεζοπορικό, με την κατάκτηση του πρωταθλήματος το 1988.
Ο 61χρονος (πλέον) Μπίαλον ήρθε στην Κύπρο μετά από πολλά χρόνια μαζί με τη σύζυγό του Κλαούντια και μιλώντας με τον Ανδρέα Βεντούρη για την ιστοσελίδα μας balla.com.cy και την εφημερίδα Super Sport, «ξύπνησε» τις μνήμες μιλώντας για το παρελθόν αλλά και το… παρόν!

-Πώς και βρίσκεστε ξανά στα μέρη μας;
«Είναι πολύ ωραία που βρισκόμαστε ξανά εδώ. Είδαμε μέρη που γνωρίζαμε από το παρελθόν, πρώην συμπαίκτες μου, επισκέφτηκα το σωματείο της ΑΕΚ, ήταν ευκαιρία να ξαναδώ φίλους».

-Έρχεστε συχνά;
«Όχι. Η προηγούμενη φορά που ήρθα ήταν το 2009, απλά για τρεις μέρες. Ουσιαστικά έχω να ‘ρθω από τότε που έφυγα, το 1994»!

-Γιατί κάνατε τόσο πολύ καιρό να ‘ρθείτε στην Κύπρο;
«Είχαμε μικρά παιδιά τότε, οπόταν περιμέναμε να μεγαλώσουν. Υπήρχαν κι επαγγελματικοί λόγοι, οπόταν κάναμε καιρό να επιστρέψουμε εδώ».

-Πώς αισθάνεστε που είστε ξανά στην Κύπρο μετά από τόσα χρόνια;
«Γεμάτος από συναισθήματα. Όταν έφυγα βέβαια ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Νιώθω σαν στο σπίτι μου, έζησα στην Κύπρο για σχεδόν οκτώ χρόνια. Πίστεψέ με, ήταν δύσκολο για μένα όταν έφυγα από εδώ. Μπορεί να επέστρεψα στη Γερμανία, τη χώρα μου, αλλά δεν ήταν εύκολο διότι είχαμε συνηθίσει να ζούμε εδώ. Έπρεπε να ξεκινήσουμε από την αρχή».

-Πώς σας αντιμετωπίζει ο κόσμος εδώ;
«Μετά από 30 χρόνια, είναι εντυπωσιακό ότι ο κόσμος με αναγνωρίζει ακόμη. Ήταν μεγάλη έκπληξη για μένα. Ενθουσιάστηκα! Δεν το περίμενα για να είμαι ειλικρινής, έχουν περάσει τόσα χρόνια. Ήταν πολύ συγκινητικό».

-Τι σημαίνει για σας το να σας υποδέχεται ο κόσμος με τόση αγάπη, μετά από τόσα χρόνια;
«Υπέροχα. Όταν ήρθαμε την πρώτη φορά, είχαμε τα ίδια συναισθήματα. Δεν το πιστεύαμε με τη σύζυγό μου ότι ήταν τόσο φιλόξενος ο κόσμος εδώ κι ακόμη είναι. Είναι εκπληκτικό».

-Αγωνιστήκατε στον Πεζοπορικό για 7 χρόνια και για μισό στην ΑΕΛ. Τι θυμάστε από τότε;
«Πολλά πράγματα. Φυσικά έχω συνδεθεί με τον Πεζοπορικό, δεν αγωνίστηκα για πολύ στην ΑΕΛ, είχαμε αρκετά προβλήματα τότε. Στον Πεζοπορικό έμεινα για αρκετά χρόνια, κατακτήσαμε τότε το πρωτάθλημα το 1988, ήταν αξέχαστες στιγμές. Έχει αλλάξει φυσικά το ποδόσφαιρο πλέον. Τότε έδειχνες το σήμα στη φανέλα και το εννοούσες. Ακόμη κι εγώ, παρότι ήμουν ξένος, ναι, έπαιζα για τη φανέλα του Πεζοπορικού, για τον κόσμο, τη διοίκηση, τους ανθρώπους του. Το ένιωθα. Τώρα βλέπεις έναν παίκτη να δείχνει το σήμα και την επόμενη χρονιά είναι σε άλλη ομάδα, αυτό που παίζει ρόλο πλέον είναι τα χρήματα. Εγώ αγάπησα την ομάδα, τους φιλάθλους της, το λέω και το εννοώ».

-Προφανώς το όνομά σας συνδέθηκε με τον Πεζοπορικό, κυρίως για την κατάκτηση του πρωταθλήματος το 1988. Θυμάστε έντονα ακόμη εκείνες τις στιγμές;
«Τα πάντα και όλους! Τον κόσμο, τη διοίκηση, τους συμπαίκτες μου, τις προπονήσεις, τους αγώνες, το πρωτάθλημα και τους πανηγυρισμούς, όλα! Είναι αναμνήσεις που μένουν για πάντα, δεν ξεχνιόνται ποτέ. Θυμάμαι ότι τα πρώτα δύο παιχνίδια όταν ήρθα, δεν είχα αγωνιστεί. Φέραμε ισοπαλία 3-3 με την Ομόνοια και 0-0 με την Αλκή. Στο τρίτο παιχνίδι, που ήταν το πρώτο που αγωνίστηκα, κόντρα στην ΑΠΕΠ, νικήσαμε 1-0 με δικό μου γκολ και με τον Ολυμπιακό την 5η αγωνιστική είχα σκοράρει τρία γκολ! Δεν γνώριζα τότε που ερχόμουν, δεν ήξερα το πρωτάθλημα και τι θα συναντήσω. Αν θα υπάρχει επαγγελματισμός ή όχι. Δεν ήξερα καν πώς να πάω προπόνηση! Πήγαμε σε ένα χώρο, κοντά στην παραλία, για να κάνουμε προπόνηση. Ρώτησα πού είναι τα αποδυτήρια, δεν υπήρχαν (σ.σ γέλια). Περιμέναμε μετά τον αρχηγό για να ξεκινήσει η προπόνηση, τον Σταύρο Παπαδόπουλο. Με πήρε στην προπόνηση ο Σπύρος Λιβαθηνός με το μηχανάκι του! Για μένα τότε ήταν έκπληξη όλα αυτά. Όταν τελείωσε η προπόνηση ήρθε ο Σταύρος και μου είπε “με γνωρίζεις; είμαι ο Σταύρος Παπαδόπουλος, ο αρχηγός της ομάδας”. Του είπα “ok, είσαι ο αρχηγός”, ήταν παράξενο για μένα! Είχαμε όμως πολύ καλή ομάδα, ο προπονητής μας τότε, ο Έρικ Σμιθ, είχε ένα πολύ καλό σύστημα και μας έβγαινε. Με τον Σταύρο, τον Σπύρο, τον Προκόπη, τον Πασχάλη κι άλλους, κερδίζαμε συνεχώς και μπορεί στην αρχή να μην πίστευε κανείς ότι θα μπορούσαμε να κατακτήσουμε τον τίτλο, αλλά τα καταφέραμε».

-Τι θυμάστε περισσότερο; Τι σας έχει μείνει από τους πανηγυρισμούς;
«Θυμάμαι όλο τον κόσμο να μπαίνει στο γήπεδο. Υπήρχε μεγάλος ενθουσιασμός. Την επόμενη μέρα κάναμε το γύρο της πόλης, περάσαμε από τις Φοινικούδες, είχαμε φέρει καμήλα, όλος ο κόσμος ήταν εκεί. Ήταν ξεχωριστές στιγμές. Το βράδυ είχε προγραμματιστεί ένα μεγάλο πάρτι αλλά θυμάμαι ότι ήμουν άρρωστος και δεν μπόρεσα να πάω. Ο κ. Ντίνος Λευκαρίτης με κάλεσε τότε να υπογράψουμε νέο συμβόλαιο και βήμα βήμα, έμεινα τελικά εφτά χρόνια».

-Έχετε επαφή με κάποιους από τους τότε συμπαίκτες σας;
«Ναι φυσικά. Βρέθηκα ήδη με το Γιάννο Σταυρινό, έχω επαφές με τον Κυριάκο Κουή, τον Λένο, τον Γιώργο Κωνσταντίνου. Πήγα στο σωματείο και συνάντησα τον Σταύρο Παπαδόπουλο. Στην αρχή μπήκα, δεν βρήκα κάποιον. Υπήρχαν κάποιοι ηλικιωμένοι, μιλήσαμε λίγο, μου είπε ο ένας αν θέλω να δω έναν παλιό παίκτη. Με πήρε σε ένα τραπέζι που κάποιοι έπαιζαν χαρτιά και βλέπω τον Σταύρο Παπαδόπουλο. Έμεινε έκπληκτος που με είδε, ήταν πολύ χαρούμενος. Σιγά σιγά όλοι ήρθαν εκεί κοντά μας. Ήταν πολύ ωραία στιγμή».

-Πώς ήρθατε στην Κύπρο το 1987;
«Ήμουν στη Βατενσχάιμ, μια ομάδα της δεύτερης κατηγορίας, είχα υπογράψει συμβόλαιο για τρία χρόνια αλλά υπήρχαν πολλά προβλήματα. Είχα κάνει λάθος, ήθελα να φύγω. Μίλησα τότε με κάποιον έξω από τα αποδυτήρια, του είπα ότι ήθελα να αποχωρήσω, δεν ήμασταν ευχαριστημένοι με τη σύζυγο μου, αλλά δεν ήθελα να το γράψει στην εφημερίδα του. Τελικά την επομένη τα είδα γραμμένα στο Kicker, ήταν δίπλα του ένας άλλος δημοσιογράφος και τα έγραψε όλα. Με κάλεσαν από την ομάδα, τους είπα ότι όντως δεν ήμουν χαρούμενος και ήθελα να φύγω. Τότε είχα κάποιες προσφορές από Αυστρία, Ελβετία, Ολλανδία, Βέλγιο. Μου τηλεφώνησε τότε ένας από την Ελλάδα, ο μάνατζερ Πασχάλης Παπαδόπουλος, ο οποίος με ρώτησε αν ενδιαφερόμουν να αγωνιστώ στην Κύπρο. Του είπα ότι δεν ξέρω τίποτα για την Κύπρο, τι μου λες τώρα! Τελικά ήρθαμε, μέναμε σε ένα ξενοδοχείο κοντά στις Φοινικούδες και την πρώτη μέρα, όταν ξυπνήσαμε, αν θυμάμαι καλά ήταν Οκτώβριος, είδαμε τον ήλιο. Η γυναίκα μου, μού είχε πει “είναι ωραίο μέρος εδώ, μπορούμε να μείνουμε”. Πιστεύαμε ότι θα μείνουμε για ένα-δυο χρόνια, τελικά μείναμε πολύ περισσότερο. Αυτό που με ικανοποιούσε ήταν ότι ο κόσμος όλων των ομάδων, μας έδειχνε σεβασμό και αγάπη. Όχι μόνο του Πεζοπορικού, αλλά και της ΕΠΑ, της Ανόρθωσης, της Νέας Σαλαμίνας, της Αλκής, της Ομόνοιας Αραδίππου. Στο γήπεδο μου φώναζαν, αλλά εκτός γηπέδου ήταν όλοι πολύ εντάξει μαζί μου».

-Το «γερμανικό κανόνι». Έτσι σας χαρακτήριζαν!
«Ναι, το θυμάμαι. Περισσότερο με έλεγαν… τανκ (γέλια)»!

-Θυμάστε ποιο ήταν το καλύτερο γκολ που πετύχατε;
«Ένα γκολ που πέτυχα κόντρα στον Άρη για το κύπελλο! Ο Άρης έπαιζε τότε ψηλά το τεχνητό οφσάιντ. Το είχα δει, ήμουν πίσω από τη μεσαία γραμμή, πήρα την μπάλα, προχώρησα λίγο, σούταρα και η μπάλα κατέληξε στα δίχτυα. Θυμάμαι ακόμη ένα γκολ, κόντρα στην ΑΕΛ στο Τσίρειο, με ένα σουτ από τα 25 μέτρα. Από τεχνικής πλευράς, στο παιχνίδι με τον Ολυμπιακό την πρώτη μου χρονιά. Πήρα την μπάλα και έκανα ένα σουτ που πήρε μία περίεργη τροχιά και σκόραρα».

-Τι είναι αυτό που κρατάει τη σύνδεσή σας με το νησί μας;
«Ο νονός του γιου μας είναι Κύπριος. Οπόταν έχουμε μία σύνδεση εδώ. Περάσαμε και τόσα πολλά που δεν τα ξεχνάμε με τίποτα».

-Παρακολουθείτε το κυπριακό ποδόσφαιρο;
«Ναι, από το ίντερνετ περισσότερο. Ενδιαφέρομαι να μάθω τα νέα, τους παίκτες των ομάδων, τα διαβάζω. Αυτό που δεν μου αρέσει είναι πως πλέον παίζουν πολλοί ξένοι στο πρωτάθλημα. Δεν γίνεται να μην αγωνίζονται οι Κύπριοι. Ο ξένος θα φύγει, θα έρθει για τα χρήματα και μετά θα πάει αλλού. Ο Κύπριος ποδοσφαιριστής είναι αυτός που διατηρεί την ταυτότητα μιας ομάδας. Είναι κρίμα. Έχετε κάποιους καλούς Κύπριους ποδοσφαιριστές που μπορούν να αγωνίζονται. Δεν λέω ότι είναι πολλοί, αλλά υπάρχουν κάποιοι καλοί».

-Παρότι δεν αγωνιστήκατε ποτέ με τη φανέλα της ΑΕΚ (σ.σ το 1994 που έγινε η ενοποίηση πήγε στην ΑΕΛ), είναι η ομάδα που είστε περισσότερο συνδεδεμένος λόγω Πεζοπορικού; Παρακολουθείτε την πορεία της;
«Κοίταξε, το 1994 που έφυγα, εγώ ήμουν στον Πεζοπορικό. Αυτή ήταν η ομάδα μου. Τότε αναρωτιόμουν όταν έγινε η ενοποίηση, γιατί έφυγα. Σίγουρα δεν έχω τα ίδια συναισθήματα που είχα τότε για τον Πεζοπορικό. Δεν γνωρίζω τους παίκτες, δεν ήξερα την ομάδα, τους ανθρώπους της. Είναι διαφορετικό. Αλλά σίγουρα η ΑΕΚ είναι το… παιδί του Πεζοπορικού και της ΕΠΑ. Είμαι πολύ χαρούμενος που βλέπω την ΑΕΚ να προοδεύει και να μεγαλώνει συνεχώς».

-Θα πάτε την Κυριακή στην «Αρένα»; Στο ντέρμπι με την Ανόρθωση;
«Ναι, θα πάμε! Είναι ευκαιρία να δω την ομάδα και το νέο γήπεδο. Ίσως γίνει κάτι πριν το παιχνίδι. Όταν έφυγα από την Κύπρο… Ξέρεις, όταν αγωνίζεσαι σε μια ομάδα για πολλά χρόνια κι αποχωρείς, γίνεται κάτι σαν μία… γιορτή. Σαν μία τιμητική. Εγώ δεν είχα αυτή την ευκαιρία.  Ίσως έχω την ευκαιρία τώρα να πω το δικό μου ευχαριστώ»!

-Τι κάνατε όταν φύγατε από την Κύπρο; Συνεχίσατε το ποδόσφαιρο στη χώρα σας;
«Πήγα σε μία ομάδα 5ης κατηγορίας. Πρόεδρος ήταν ένας εκατομμυριούχος, που έριξε αρκετά χρήματα για να ανεβάσει την ομάδα. Υπήρχαν αρκετοί επαγγελματίες ποδοσφαιριστές και προπονητής. Μετά γνώρισα έναν από τα Τρίκαλα, ήταν πρόεδρος μιας ομάδας που λεγόταν τότε Ολυμπιακός Βερολίνου. Υπέγραψα για δύο χρόνια. Τώρα είναι διαφορετικό το όνομά της, λέγεται Ελλάς, για να ενώσει τον κόσμο όλων των ομάδων. Δεν ήταν το ίδιο βέβαια με την Κύπρο. Έπαιξε ρόλο γενικά στη Γερμανία όσον αφορά το άτομό μου το ότι ήμουν για αρκετά χρόνια εκτός Γερμανίας. Τερμάτισα την καριέρα μου στα 38 μου».

-Ασχοληθήκατε με το ποδόσφαιρο μετά το τέλος της καριέρας σας; Με την προπονητική ή κάτι άλλο;
«Ναι, είχα πάρει το δίπλωμα για να προπονώ μικρά παιδιά. Αυτή τη στιγμή έχω το δίπλωμα Β’, αλλά δεν εργάζομαι πουθενά. Όταν τελείωσα την καριέρα μου είχα ενταχθεί σε μία εταιρεία που ασχολείτο με θέματα ασφαλείας. Παράλληλα εργαζόμουν κι ως προπονητής για μικρά παιδιά. Θα ήθελα να ήμουν προπονητής και για μεγαλύτερους, δεν είχα όμως την ευκαιρία».

-Τώρα με τι ασχολείστε;
«Τώρα απολαμβάνω την οικογένειά μου. Έχω και δύο εγγονάκια, οπόταν είμαι μια χαρά (γέλια)»!

-Ποιοι επιθετικοί σας αρέσουν από τη σημερινή εποχή;
«Ο Χάρι Κέιν. Μ’ αρέσει πολύ. Ήρθε από τη Τότεναμ και σκόραρε πάρα πολλά τέρματα. Επίσης, ο Λεβαντόφσκι. Δούλεψε πολύ σκληρά για να φτάσει στο επίπεδο που βρίσκεται. Είναι ηγέτης».

-Υπάρχουν επιθετικοί τη σήμερον ημέρα με το δικό σας στυλ;
«Όχι. Εγώ δεν ήμουν τεχνίτης ποδοσφαιριστής, βασιζόμουν στη δύναμη μου. Δεν είχα τόσο καλή τεχνική. Έπαιρνα την μπάλα και με τη δύναμή μου προσπαθούσα να σκοράρω. Είναι διαφορετικοί πλέον οι επιθετικοί της τωρινής εποχής».

-Τι θα θέλατε να πείτε στους φίλους σας και σε όσους μας διαβάζουν, φέρνοντας στο μυαλό τους τις αναμνήσεις του παρελθόντος διαβάζοντας τη συνέντευξή σας;
«Να έχουν πάντα την υγεία τους, είναι το πιο σημαντικό. Να είστε κοντά με την οικογένειά σας και τους στενούς σας φίλους. Θυμάμαι όλες τις καλές στιγμές, είναι αξέχαστες. Δεν θα τις ξεχάσω ποτέ, είμαι ευγνώμων για όσα πέρασα εδώ. Έκανα την αρχή και επέστρεψα, πλέον θα έρχομαι κάθε χρόνο στην Κύπρο»!