εφυλλίζοντας το βιβλίο των αναμνήσεων με τους μεγάλους σκόρερ του ευρωπαϊκού μπάσκετ τη δεκαετία του ’90, μόνο το μνημονικό ενός καλά μυημένου θα ανακαλέσει το όνομα του τελευταίου μεγάλου Ιταλού σκόρερ. Αυτού που έμοιαζε με την απάντηση των «ατζούρι» στον Νίκο Γκάλη και ως τέτοιος οδήγησε την Εθνική Ομάδα της χώρας του στο Έβερεστ του ευρωπαϊκού μπάσκετ.

Υπάρχουν παίκτες που οι αριθμοί τους «μιλούν» για αυτούς. Υπάρχουν κι άλλοι που τους θυμάσαι για μια «μαγική» στιγμή. Ο Κάρλτον Μάιερς ήταν και τα δύο. Πρωταθλητής Ευρώπης με την Ιταλία το 1999 και κάτοχος ενός από τα πιο αλλόκοτα ρεκόρ στην ιστορία του σύγχρονου ευρωπαϊκού μπάσκετ: 87 πόντοι σε έναν αγώνα, το 1995, με τη φανέλα της Ρίμινι. Δεν πρόκειται για αστικό μύθο. Υπάρχουν στατιστικά, εφημερίδες, μαρτυρίες! Αυτό που δεν υπάρχει όμως, είναι… αρκετό YouTube.

Γιος Τζαμαϊκανού πατέρα και Ιταλίδας μητέρας, ο Μάιερς γεννήθηκε στο Λονδίνο, όπου εργάζονταν οι γονείς του και σε ηλικία 10 ετών (1981) μετακόμισε με την οικογένειά του στο Ρίμινι. Σε αυτή τη μικρή πόλη των ακτών της Αδριατικής, έως και τα 17 του χρόνια, κανείς δεν έβλεπε τον μικρό Κάρλτον ως μελλοντικό αστέρι του μπάσκετ.

Ο πατέρας του Μάιερς ήταν σαξοφωνίστας και ο μικρός ακολούθησε ως ένα βαθμό τα βήματά του, παίζοντας όμως φλάουτο. Ανάμεσα στο σχολείο και τα μαθήματα μουσικής, ο νεαρός έπαιζε μπάσκετ, αλλά έως και τα 17 δεν ήταν παρά μόνο ένα χόμπι. Προφανώς πολύ αργά έστω και για να γίνει κανείς επαγγελματίας, αλλά ο Μάιερς έγινε κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Εν τέλει η αγάπη του για το μπάσκετ νίκησε τη μουσική, οι προπονήσεις εντάθηκαν και για τα υπόλοιπα φρόντισαν το πλούσιο ταλέντο του και η σκληρή δουλειά.

Εντάχθηκε στην τοπική Ρίμινι και τη σεζόν 1988-89 πήρε κάποιο χρόνο συμμετοχής στη Β’ κατηγορία, έχοντας 2,5 πόντους κατά μέσο όρο. Την επόμενη ανέβηκε στους 5,9 και στην τέταρτη σεζόν του στην ομάδα ήρθε η εκτόξευση. Με ύψος 1,92μ. έμοιαζε με γκαρντ σε κορμί φόργουορντ, αλλά και το αντίστροφο: ένας παίκτης που μπορούσε να κατεβάσει τη μπάλα, να οργανώσει και να τελειώσει φάσεις από οπουδήποτε. Και πάνω απ’ όλα, να σκοράρει με ρυθμό που παρέπεμπε περισσότερο σε αμερικανικά high school, παρά σε τακτικό ευρωπαϊκό μπάσκετ της δεκαετίας του ’90.

Την αγωνιστική περίοδο 1991-92 λοιπόν, ο Μάιερς σκόραρε 26,8 πόντους ανά παιχνίδι και την επόμενη σεζόν πήρε «προαγωγή» για την Α’ κατηγορία με τη φανέλα της Σκαβολίνι. Στη δεύτερη σεζόν του με την ομάδα του Πέζαρο (πόλη καταγωγής της μητέρας του), ο μέσος όρος πόντων του ήταν 25,1 με ποσοστό 40,7% στο τρίποντο.

Εξηγώντας τότε το σύστημα της Σκαβολίνι, ο συμπαίκτης του Χέιγουντ Γουόρκμαν, το είχε… απλοποιήσει ως εξής: «Δεν είναι κάτι σύνθετο. Ο Κάρλτον παίρνει την μπάλα και αποφασίζει τι θα κάνει με αυτήν την κατάλληλη στιγμή…».

Ευλόγως θα αναδειχθεί MVP της Lega Basket Serie A, αλλά ένας σοβαρός τραυματισμός θα θέσει εν αμφιβόλω την επέκταση του διετούς συμβολαίου του. Τελικά, σε μια κίνηση που θα προκαλέσει έκπληξη, ο Μάιερς θα απορρίψει όλες τις προτάσεις που είχε από μεγάλες ομάδες και θα επιστρέψει στην αγαπημένη του Ρίμινι (1994-95), η οποία αγωνιζόταν ακόμη στην Α2!

Τελικά, η επιλογή του θα αποδειχθεί… σοφή, καθώς στις 26 Ιανουαρίου 1995 θα γράψει το όνομα του στα βιβλία ιστορίας του ιταλικού και ευρωπαϊκού μπάσκετ. Σε ματς κόντρα στην Ουντινέζε, ο τζαμαϊκανής καταγωγής εκτελεστής σκόραρε 87 πόντους, νούμερο – ρεκόρ σε οποιαδήποτε επαγγελματική διοργάνωση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 κι έπειτα.

Ο Μάιερς είχε σε αυτό το ματς 14/22 δίποντα, 9/19 τρίποντα και 32/35 βολές, φτάνοντας το PIR του σε… ανεξερεύνητα επίπεδα (94)!

Μεταξύ 1995 και 2001 ο Ιταλός γκαρντ έπαιξε με τη Φορτιτούντο Μπολόνια, τις επόμενες τρεις χρονιές με τη Βίρτους Ρόμα και ακολούθως πέρασε το πρώτο μισό της σεζόν 2004-05 με τη Μοντεπάσκι Σιένα και το δεύτερο στην Ισπανία με τη Βαγιαδολίδ. Στη συνέχεια, επέστρεψε στην Ιταλία και τη Σκαβολίνι και το 2010 έβαλε τέλος σε μια λαμπρή καριέρα, ξανά με τη Ρίμινι.

Σε 637 αγώνες για το ιταλικό πρωτάθλημα είχε μέσο όρο 19,5 πόντους με 51,4% στα δίποντα, 39,4% στα τρίποντα και 85,2% στις βολές. Ήταν πρωταθλητής Ιταλίας με τη Φορτιτούντο το 2000, ενώ κατέκτησε το Σούπερ Καπ και το Κύπελλο με την ίδια ομάδα το 1998. Αναδείχθηκε δύο φορές MVP της Lega Serie A (1994, 1997) και ήταν πρώτος σκόρερ της Euroleague τη σεζόν 1996-1997. H Euroleague γενικά τον «πλήγωνε», καθώς δεν έφτασε ποτέ πέρα από τα ημιτελικά, ωστόσο είναι υπεύθυνος για μία από τις σπουδαιότερες ατομικές εμφανίσεις στην ιστορία της διοργάνωσης. Στις 7 Μαρτίου 2001, στη νίκη της Φορτιτούντο επί της Ρεάλ με 88-70, πέτυχε 41 πόντους και είχε PΙR 45.

Τον είπαν «loser» σε συλλογικό επίπεδο, καθώς o απολογισμός του ενός πρωταθλήματος ήταν πολύ φτωχός για την κλάση του. Ο υπερασπιστής του Μάιερς θα πει όμως ότι ζημιώθηκε από την έλλειψη του κατάλληλου supporting cast. Συνθήκη που έγινε εμφανής περισσότερο από ποτέ στον 5ο αγώνα της σειράς των τελικών τη σεζόν 1996-97. Ο Μάιερς έβαλε 41 πόντους, αλλά η Φορτιτούντο έχασε από την Μπενετόν Τρεβίζο με 84-82 και μαζί το πρωτάθλημα.

Ωστόσο, τα αποτελέσματα με την εθνική ομάδα της Ιταλίας αντισταθμίζουν την έλλειψη διεθνών τίτλων με συλλόγους. Στο Ευρωμπάσκετ του 1993 είχε 14,3 πόντους ανά αγώνα και αφού έχασε τη διοργάνωση της Αθήνας το 1995, επέστρεψε το ’97 στη Βαρκελώνη. Ο Μάιερς έβαλε 24 πόντους στη νίκη επί της Γιουγκοσλαβίας με 74-69 στο ματς του ομίλου και οδήγησε τη «Σκουάντρα Ατζούρα» έως τον τελικό, όπου οι «πλάβι» πήραν όμως το αίμα τους πίσω. Οι 17 πόντοι του Ιταλού σταρ δεν αρκούσαν, η ομάδα του Ετόρε Μεσίνα σταμάτησε μόλις στους 49 και αρκέστηκε στο ασημένιο μετάλλιο.

Δύο χρόνια αργότερα, όμως, στην Γαλλία, υπό την ηγεσία του Μπόγκνταν Τάνιεβιτς πια, ο Μάιερς θα πάρει για τα καλά την μπαγκέτα του ηγέτη και θα οδηγήσει την Ιταλία στο θρόνο. Είχε 16,3 πόντους, 3 ασίστ και 1,6 ριμπάουντ κατά μέσο όρο, με την Ιταλία να επικρατεί 71-62 των Γιουγκοσλάβων στον ημιτελικό και με 18 δικού του πόντους να λυγίζει την Ισπανία (64-56) στον τελικό.

Ήταν το απόγειο της δόξας για έναν παίκτη που σκόραρε 40 ή περισσότερους πόντους 17 φορές στο ιταλικό πρωτάθλημα και για τον οποίο ο θρυλικός Ντίνο Μενεγκίν έχει πει ότι «οι νέοι παίκτες θα πρέπει να παρακολουθούν και να μελετούν βίντεο του για να δουν πώς έπαιζε».

Ένα από τα πιο κολακευτικά, αλλά και ενδεικτικά – για την αξία του Μάιερς – κείμενα, δημοσιευμένο σε ισπανικό μέσο ενημέρωσης, αναφέρει το εξής: Η Βαγιαδολίδ δεν ήταν ποτέ ένας από τους μεγάλους συλλόγους της Ισπανίας, δεν κατέκτησε κανέναν τίτλο, αλλά έχει την τιμή να έχουν φορέσει τη φανέλα της τρεις από τους σπουδαιότερους παίκτες που έπαιξαν ποτέ στην Ευρώπη: τους Άρβιντας Σαμπόνις, Όσκαρ Σμιντ και Κάρλτον Μάιερς…