Δεν είναι ένα απλό κομμάτι ύφασμα γύρω από το μπράτσο. Είναι καθήκον. Υποχρέωση.  Ευθύνη. Όταν το φοράει, νιώθει σαν ένας μαριονετίστας, ο οποίος κουνώντας μαεστρικά αόρατες κλωστές προσπαθεί να δημιουργήσει την απόλυτη αρμονία στο γήπεδο.

Όχι, δεν είναι ο τυπικός αρχηγός. Δεν θα μαζέψει τους παίκτες γύρω του στα αποδυτήρια για να βγάλει πύρινους λόγους, δεν θα είναι αυτός που θα διαμαρτυρηθεί πρώτος στον διαιτητή.

Η δική του αντίληψη περί ηγεσίας είναι λιγάκι διαφορετική, θέλει να ηγείται διά του παραδείγματος. Να είναι ο πρώτος που πηγαίνει και ο τελευταίος που φεύγει από κάθε προπόνηση. Να είναι αυτός που έχει εκτελέσει πιστά ακόμα και την πιο ασήμαντη άσκηση.

Αυτός που θα προσέξει με εμονική λεπτομέρεια τι τι τρώει, τι πίνει, πότε κοιμάται. Αλλά κι αυτός που θα φροντίσει να περάσει στα αποδυτήρια, σε κάθε συμπαίκτη του, πως το αυτί του είναι πάντα εύκαιρο για να μοιραστεί όποιο προσωπικό πρόβλημα υπάρχει, ακόμα κι όταν η γλώσσα μοιάζει με εμπόδιο.

Πίσω στα πάτρια εδάφη τον αποκαλούν χιουμοριστικά ο «νεαρός βετεράνος». Όχι μόνο γιατί στα 28 του έχει πάνω από 300 επαγγελματικά παιχνίδια σε Αγγλία, Ολλανδία και Γαλλία, αλλά γιατί κάθε τι που κάνει, λέει, σκέφτεται εντός ή εκτός γηπέδου παραπέμπει σε έναν ώριμο 40άρη.

Ναι, άρχισε να φοράει το 5 στις ακαδημίες της Βαλένθια επειδή είχε ξελογιαστεί από τον Ζινεντίν Ζιντάν, ο οποίος έδωσε άλλη αίγλη στο συγκεκριμένο νούμερο, όσο έλαμπε στην Μαδρίτη, έμαθε τα μυστικά του ποδοσφαίρου χαζεύοντας τον Τσάβι, συγκρίθηκε με τον Τσάμπι Αλόνσο, αλλά αν τον ρωτήσεις ποιος είναι ο παίκτης που του αρέσει από το σημερινό πρωτάθλημα, καταλαβαίνεις ότι ξέρει να εστιάζει στην ουσία του ποδοσφαίρου: «Μπορεί να μην έχει μεγάλο όνομα, μπορεί πολύς κόσμος να μην το ξέρει, αλλά εγώ αγαπώ τον Λουίς Μίγια, έναν αιώνια υποτιμημένο ποδοσφαιριστή.

Μπορεί να μην είναι λαμπερός, αλλά είναι σταθερός, πατάει και στις δύο περιοχές, κερδίζει μονομαχίες. Τέτοιοι παίκτες μου αρέσουν, μου είναι αδιάφοροι αυτοί που είναι λαμπεροί, αλλά νοιάζονται μόνο για την ατομική προβολή τους».

Δεν έγινε, γεννήθηκε ώριμος. Του εμπιστεύτηκαν για πρώτη φορά το περιβραχιόνιο σε ηλικία 6 ετών, οι προπονητές στην ακαδημία της Βαλένθια προφανώς και είδαν ότι η συμπεριφορά του, το μυαλό του ήταν μπροστά από την ηλικία του.

Μέχρι τα 16, που πήρε την δύσκολη απόφαση και να φύγει για το Λίβερπουλ, δεν το έβγαλε ποτέ από το χέρι του. Μπορεί να έφυγε με βίαιο, απότομο, σκληρό τρόπο από τις νυχτερίδες, αλλά τις σχέσεις ζωής που έχτισε με τα φιλαράκια του από εκεί, τις διατηρεί ακόμα και σήμερα.

Θα… σκότωνε για να παίξει στις «νυχτερίδες» με τον αδερφικό του φίλο τον Κάρλος Σολέρ, ήταν μέλος μιας γενιάς, της περίφημης Generación 1997, που μαζί με τους Τόνι Λάτο, Αντόνιο Μαρτίνεθ, Σέρχι Κανός, Ράφα Μιρ υπήρξαν ο φόβος και ο τρόμος όλης της Ισπανίας.

Όχι, δεν ήταν ο καλύτερος από όλους αυτούς. Δεν ήταν ο πιο ταλαντούχος. Ωστόσο, ήταν η αυτονόητη επιλογή στην ερώτηση: «ποιος από αυτούς θα γίνει επαγγελματίας και θα παίξει στην Βαλένθια»;

Έμοιαζε με την μετενσάρκωση του ιστορικού αρχηγού Ρουμπέν Μπαράχα, αλλά εντελώς συμπτωματικά άνοιξε τα φτερά του, όταν εκείνος θα γινόταν προπονητής του στην ομάδα Κ17 των νυχτερίδων.

Δεν μοιάζει παράξενο που το μότο της ζωής του, ήταν, είναι και θα είναι το «never too low, never too high». Ποτέ στα πατώματα, αλλά και ποτέ στον ουρανό. Και η αλήθεια είναι ότι είχε πολλές αφορμές και για να ψωνιστεί και να την ακούσει, αλλά και να τα παρατήσει.

Στα 16 του είχε ήδη ρίξει χυλόπιτα και βρισκόταν στο Μέρσεϊσαϊντ για λογαριασμό της Λίβερπουλ. Όχι για δοκιμή. Με εγγυημένο συμβόλαιο που του έδινε 300 χιλιάρικα ετησίως για κλειστό πενταετές συμβόλαιο και την ευκαιρία να μάθει την δουλειά από τους καλύτερους.

Ήταν τόσο μεγάλη ευκαιρία για όλη την οικογένεια, που τα παράτησαν όλα για να βρεθούν δίπλα του στο Μέρσεϊσαϊντ, με τους κόκκινους να τους βρίσκουν δουλειά και να τους προσφέρουν ό,τι χρειαστούν.

Ναι, η Λίβερπουλ ήταν στην μέση του πουθενά, στο λυκόφως της εποχής Μπρένταν Ρότζερς και στο λυκαυγές της εποχής του Γιούργκεν Κλοπ.

Με έναν μαγικό τρόπο, ο Πέδρο Τσιριβέγα ήταν συνάμα ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της μίζερης παλιάς εποχής, αλλά και μία από τις μεγάλες ελπίδες για ένα νέο λαμπρό μέλλον.

Πολύ σύντομα έγινε αρχηγός στην ομάδα Νέων, αρχηγός στην Β’ ομάδα (κάτω των 23) και φόρεσε και είχε την τιμή να φορέσει το περιβραχιόνιο της Λίβερπουλ σε ένα παιχνίδι του Carabao Cup απέναντι στην Άστον Βίλα.

Έγινε ο τρίτος νεαρότερος παίκτης που αγωνίζεται με την κόκκινη φανέλα, αλλά «καπάκι» έγινε αλλαγή στο ημίχρονο στο ντεμπούτο του στην Premier League σε μία ήττα από την Σουόνσι (3-1) την Πρωτομαγιά του 2016. Κλείστηκε στον εαυτό του, αλλά κράτησε το θετικό: «τουλάχιστον μαζί με εμένα ο Κλοπ είχε βγάλει στο ημίχρονο και τον Κοουτίνιο».

Ο Κλοπ υπήρξε πατρική μορφή για αυτόν. Του εξήγησε ότι για να φτάσει στο επίπεδο της Λίβερπουλ θα πρέπει να πάρει παιχνίδια, να «ψηθεί». Δέχθηκε αδιαμαρτύρητα τον δανεισμό του στην Go Ahead Eagles και την Βίλεμ (2017-18), όπου υπήρξε συμπαίκτης του Κώστα Τσιμίκα.

Στην Ολλανδία ωρίμασε, εξελίχθηκε. Παράλληλα, όμως, εξελισσόταν και η Λίβερπουλ. Μεγάλωνε πολύ για αυτόν. Την τελευταία μέρα της μεταγραφικής περιόδου του Ιανουαρίου του 2019 πάει δανεικός στην Εξτρεμαδούρα, ωστόσο, η εμπειρία εξελίσσεται σε εφιάλτη. Δύο εβδομάδες αργότερα μαθαίνει ότι δεν έχει δικαίωμα συμμετοχής, ο δανεισμός του δεν είχε δηλωθεί έγκαιρα στην ομοσπονδία.

Για έξι μήνες προπονείται. Προπονείται σκληρά, πιο σκληρά από ποτέ. Μπορεί να μην παίζει, αλλά είναι η πρώτη φορά που αντιλαμβάνεται από τις προπονήσεις, ότι… δεν βλέπει κανέναν από αυτούς που παίζουν. Εκεί, αρχίζει να πιστεύει για πρώτη φορά ότι θα παίξει μπάλα. Μπορεί όχι στην Λίβερπουλ, αλλά κάπου.

Επιστρέφει στο Μέρσεϊσαϊντ και ο Κλοπ τον δηλώνει στην 25άδα για το πρωτάθλημα και τον βάζει σε ένα ματς Κυπέλλου απέναντι στην Μίλτον Κέινς Ντονς.

Εκεί όμως έρχεται νέα κεραμίδα. Η αγγλική ομοσπονδία ενημερώνει την Λίβερπουλ, ότι η μπλε κάρτα του Τσιριβέγια αγνοείται κάπου μεταξύ Ισπανίας και Αγγλίας κι ότι δεν έχει δικαίωμα συμμετοχής, μέχρι τον Ιανουάριο. Η Λίβερπουλ τρώει πρόστιμο 200.000 λιρών από την FA, όμως ένα δεύτερο γραφειοκρατικό λάθος στην σειρά, σημαίνει ένα χρόνο αποχής από τα γήπεδα, την κρισιμότερη περίοδο της καριέρας του.

Ήταν η πρώτη φορά που είπε ότι θέλει να τα παρατήσει. Άρχισε να πακετάρει πράγματα, όταν ο Κλοπ στάθηκε και πάλι δίπλα του σαν πατρική φιγούρα.

Παρότι ήταν ένας άσημος πιτσιρικάς, χωρίς δικαίωμα συμμετοχής, του έδινε την ίδια σημασία στις προπονήσεις, όπως στους πιο ακριβοπληρωμένους μέσος της ομάδας, τον Τζίνι Βαϊνάλντουμ και τον Ναμπί Κεϊτά. Μετά από ένα παιχνίδι 5 vs 5, όπου ο Τσιριβέγια έπαιζε σαν να βρίσκεται σε τελικό Μουντιάλ, τον πήρε παραδίπλα και τον ψιθύρισε δυο λογάκια: «Κοίτα Πέδρο, δεν θα σου πω ψέματα. Παίζεις έξυπνα, καθαρά, με μία το πολύ δύο επαφές, όπως οι καλύτεροι χαφ μας. Αν θέλεις να εξελίξεις το παιχνίδι σου, τρέξε την μπάλα, πάρε μέτρα, ακόμα κι αν δεν είναι αυτό το στιλ σου. Λύσου, παίξε με θάρρος».

Του έλεγε ότι του θύμιζε τον Νούρι Σαχίν, με τον οποίο είχε πάρει το πρωτάθλημα με την Μπορούσια Ντόρτμουντ, για κάποιο ανεξήγητο λόγο του είχε τεράστια αδυναμία.

Στο τέλος της σεζόν, του έδωσε και 5-6 ματς σε Κύπελλο και Carabao Cup, δίχως αυτά δεν θα μπορούσε να προσελκύσει μία ελκυστική επόμενη ομάδα, όπως η Ναντ. Κι αυτό, ο Ισπανός δεν το ξεχνάει ποτέ.

Η πρώτη του σεζόν στην Νάντη, ήταν ζόρικη, η ομάδα σώθηκε την τελευταία αγωνιστική χάρη στην διαφορά γκολ. Η δεύτερη ήταν μία αποθέωση, που σφραγίστηκε από την κατάκτηση του Κυπέλλου.

Στον τελικό ο Τσιριβέγια έπαιξε πραγματικά με ένα πόδι. Δεν είχε την δύναμη να κάνει πάσα μεγαλύτερη των πέντε μέτρων. Το ήξεραν μόνο αυτός και ο προπονητής του, που δεν μπορούσε να διανοηθεί ενδεκάδα δίχως τον πιο επιδραστικό του παίκτη.

Στην τρίτη χρονιά έγινε αρχηγός, κάτι εξαιρετικά σπάνιο για ξένο σε γαλλική ομάδα και ειδικά στην Ναντ, με τις παραδοσιακές ακαδημίες, όπου το περιβραχιόνιο θαρρεί κανείς ότι πάει σαν κληρονομιά, ενώνοντας γενιές .

Σε αυτή την πενταετία έκανε 204 παιχνίδια στα καναρίνια, όλοι οι προπονητές ξεκινούσαν την ενδεκάδα από αυτόν. Παρότι φέτος είχε 0 γκολ και 0 ασίστ ήταν ο πιο επιδραστικός της παίκτης στο γήπεδο…

«Είμαι ένας παίκτης που πασάρει την μπάλα πολύ καλά και ξέρε να διαβάζει το παιχνίδι. Νομίζω ότι είμαι καλός τακτικά», έλεγε το 2014 όταν πήρε την μεγάλη μεταγραφή στην Λίβερπουλ. Μετά από μία δεκαετία μπορεί να γίνει πολύ πιο συγκεκριμένος.

Είναι τελικά ένα εξάρι ή ένα οκτάρι; «Εξαρτάται από το ύφος της ομάδας. Στην Ναντ είμαστε μία ομάδα με μικρά ποσοστά κατοχής, επομένως όταν την έχουμε πρέπει να παίξουμε κάθετο και άμεσο ποδόσφαιρο. Νιώθω άνετα στο «6» και σε λίγα μέτρα. Σε μία ομάδα που κυριαρχεί νιώθω άνετα και στο «8», δεν έχω πρόβλημα να πάρω την τελική φάση στο τελευταίο τρίτο».

Σχεδόν καρμικά, κάθε καλοκαίρι το όνομα του συνδέεται μεταγραφικά με την Βαλένθια, αλλά ένα αόρατο χέρι τον εμποδίζει να φορέσει την φανέλα της ομάδας της καρδιάς του -κάποια στιγμή έχει υποσχεθεί στον εαυτό του ότι θα το κάνει.

Ακόμα και το χόμπι του (πάντελ) έχει σχέση με τον αθλητισμό, μπαίνει στο γήπεδο πάντα με το δεξί, πιστεύει ότι δεν έχει φτάσει ακόμα στο peak της καριέρας του και μέχρι να κρεμάσει τα παπούτσια του δεν θα πάψει ποτέ να κυνηγάει μία συμμετοχή με την Εθνική Ισπανίας.

Σε όλη του την ζωή, όπου κι αν έπαιζε, συνήθισε να μην τον φωνάζουν με το μικρό του όνομα, αλλά με την ίδια λέξη σε ένα σωρό διαφορετικές γλώσσες: Capitán, Captain, Capitaine.

Νομοτελειακά, είναι αναπόφευκτο, κάποια στιγμή ο Πέδρο Τσιριβέγια θα αρχίσει να γυρνάει το κεφάλι, όταν ακούει την λέξη «αρχηγέ».