Ο Παναγιώτης Αρμαμέντος, υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή της κληρονομιάς του αποβιώσαντος Ανδρέα Βγενόπουλου, προσέφυγε κατά της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (ΕΚΚ), ζητώντας την ακύρωση απόφασης που είχε επιβάλει πρόστιμα συνολικού ύψους €705.000 στον Βγενόπουλο για έξι παραβιάσεις της νομοθεσίας της Κεφαλαιαγοράς. Η έφεση αυτή απορρίφθηκε ομόφωνα από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Σύμφωνα με την απόφαση, ο Ανδρέας Βγενόπουλος, κατά την κρίσιμη περίοδο, κατείχε τη θέση του μη Εκτελεστικού Προέδρου στο Διοικητικό Συμβούλιο της Marfin Popular Bank. Η ΕΚΚ, μετά από απόφαση που έλαβε στις 29 Οκτωβρίου 2012, διόρισε ερευνώντες λειτουργούς για να διερευνήσουν παραβιάσεις της νομοθεσίας από τη Marfin. Το πόρισμα υποβλήθηκε στις 4 Ιουνίου 2013, και ακολούθως ζητήθηκαν γραπτές παραστάσεις από τον Βγενόπουλο, τις οποίες και υπέβαλε. Στις 28 Απριλίου 2014, η Επιτροπή αποφάσισε την επιβολή των προστίμων, κρίνοντας ότι υπέγραψε εσφαλμένα και παραπλανητικά ενημερωτικά δελτία και οικονομικές εκθέσεις.

Η πρώτη ένσταση της πλευράς του εφεσείοντα σχετιζόταν με ισχυρισμούς περί προκατάληψης και μεροληψίας της Προέδρου της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, επικαλέστηκε δημοσιεύματα εφημερίδων που απέδιδαν στην Πρόεδρο δηλώσεις περί αισιοδοξίας για ποινική δίωξη του αποβιώσαντα, ενώ επιπλέον εγέρθηκε και ζήτημα λόγω της προηγούμενης ιδιότητας του συζύγου της ως μέλους ΔΣ εταιρείας που είχε ρόλο στα επίδικα ενημερωτικά δελτία. Το Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς, επισημαίνοντας ότι δεν προσκομίστηκε σχετική μαρτυρία με τον ορθό δικονομικό τρόπο και ότι ακόμη και αν τα δημοσιεύματα ελαμβάνοντο υπόψη, δεν αποδείκνυαν μεροληψία. Υπενθύμισε δε τη νομολογία που απαιτεί αυστηρή απόδειξη σε ισχυρισμούς περί έλλειψης αμεροληψίας.

Έτερο βασικό επιχείρημα του εφεσείοντα ήταν ότι η ΕΚΚ είχε εγκρίνει τα ενημερωτικά δελτία και, συνεπώς, δεν μπορούσε αργότερα να θεωρήσει ότι αυτά ήταν παραπλανητικά ή ελλιπή. Το Δικαστήριο απέρριψε και αυτόν τον ισχυρισμό, επικαλούμενο νομολογιακή γραμμή (αποφάσεις Φιλιππίδου, Λυσάνδρου και Πλέιπελ), σύμφωνα με την οποία η ευθύνη για το περιεχόμενο των ενημερωτικών δελτίων βαραίνει τα πρόσωπα που τα υπογράφουν. Η έγκριση από την Επιτροπή αφορά στη διαδικαστική συμμόρφωση, όχι στην ουσιαστική ακρίβεια των στοιχείων που υπόκεινται στη γνώση των συντακτών. Δεν απαιτείται υπαιτιότητα ή δόλος για να στοιχειοθετηθεί η παράβαση· αρκεί το ανακριβές περιεχόμενο και η ευθύνη των υπογραφόντων.

Ο εφεσείων υποστήριξε επίσης ότι η απόφαση της ΕΚΚ στερείτο αιτιολογίας, ότι ήταν αντιφατική και ότι βασίστηκε σε ελλιπή ή πλημμελή έρευνα. Το Δικαστήριο απορρίπτει τους ισχυρισμούς αυτούς, κάνοντας λόγο για εκτενή και διεξοδική διερεύνηση από την Επιτροπή και αναλύοντας τις νομικές αρχές περί δέουσας διοικητικής έρευνας. Επιπλέον, τόνισε ότι η αιτιολογία της απόφασης ήταν επαρκής, καθώς αναφέρονταν τα πραγματικά περιστατικά και οι νομικές βάσεις επιβολής των προστίμων με σαφήνεια. Το ύψος του προστίμου αιτιολογήθηκε επίσης επαρκώς με παραπομπή σε συγκεκριμένους παράγοντες.

Τέλος, εξετάστηκε η ένσταση περί εσφαλμένης σύνθεσης της ΕΚΚ κατά τον χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης. Ο εφεσείων υποστήριξε ότι η παρουσία περισσοτέρων του ενός πρακτικογράφων ή ερευνώντων λειτουργών ήταν παράνομη. Το Δικαστήριο, στηριζόμενο στη νομολογία και στον περί Ερμηνείας Νόμο (Κεφ. 1), έκρινε ότι η χρήση ενικού αριθμού στο γράμμα του νόμου δεν αποκλείει την παρουσία περισσοτέρων προσώπων όταν δεν υπάρχει ρητή απαγόρευση. Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος έγινε αποδεκτός.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, εξετάζοντας λεπτομερώς και κατά σειρά όλους τους λόγους της έφεσης, κατέληξε στην ομόφωνη απόρριψή της. Το σύνολο των επιχειρημάτων του εφεσείοντα κρίθηκε αβάσιμο είτε για ουσιαστικούς είτε για δικονομικούς λόγους. Καταλογίστηκαν σε βάρος του έξοδα ύψους 4.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ, υπέρ της εφεσίβλητης Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου.