Υπάρχουν πολλοί ποδοσφαιριστές που είναι αδικημένοι.
Όχι γιατί δεν κατάφεραν πολλά πράγματα στην καριέρα τους βάσει του ταλέντου και ικανότητας που είχαν, αλλά γιατί τα χρόνια που αγωνίστηκαν δεν υπήρχε αυτή η πληροφορία, η έκθεση και αναγνωσιμότητα που συναντάμε σήμερα.
Μια από αυτές τις περιπτώσεις είναι κι ο Χουάν Ραμόν Βερόν, ο οποίος χθες έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών.
Οι νεότεροι τον θυμούνται ως τον πατέρα του Χουάν Σεμπαστιάν Βερόν με μεσουράνησε στις δεκαετίες των ’90 και ’00 με τα χρώματα της εθνικής Αργεντινής, αλλά και τις φανέλες των Σαμπντόρια, Πάρμα, Λάτσιο, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και Τσέλσι, πριν επιστρέψει στην αγαπημένη του Εστουντιάντες στην οποία ξεκίνησε και ολοκλήρωσε την μεγάλη καριέρα του. Όπως άλλωστε και ο πατέρας του…
Ομάδα του Λα Πλάτα, του ποταμού που χωρίζει την Αργεντινή με την Ουρουγουάη, την οποία αγάπησε παράφορα λόγω του Χουάν Ραμόν Βερόν.
Με τη φανέλα της Εστουντιάντες μεγαλούργησε τη δεκαετία του ‘60 , κατακτώντας τρία συνεχόμενα Copa Libertadores (1968,1969,1970) και ένα διηπειρωτικό το ’68 απέναντι στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ με δικό του γκολ.
Έγινε παγκοσμίως γνωστός με το προσωνύμιο “La Bruja”, ελληνιστί: “Η Μάγισσα” κυρίως για τον τρόπο που αγωνιζόταν.
Έχοντας εξαιρετική τεχνική και απρόβλεπτες κινήσεις εντός αγωνιστικού χώρου, οι οποίες έμοιαζαν να… μαγεύουν τους αντιπάλους του.
Στην Αργεντινή μάλιστα όσοι τον είχαν παρακολουθήσει από το ξεκίνημα της καριέρας του, έλεγαν πως έπαιζε λες και έκανε τα δικά του… ξόρκια στον αγωνιστικό χώρο.
Δεν είναι τυχαίο το σύνθημα των φίλων του Παναθηναϊκού τότε που έλεγε: “Ο Βερόν, ο Βερόν είναι πράγμα φοβερόν”.
Ο δαιμόνιος Φέρεντς Πούσκας ήταν αυτός που κατάφερε να φέρει τον Χουάν Ραμόν Βερόν στον Παναθηναϊκό (μαζί με τους Γκραμάχο, Ιράλα και Ντεμέλο), αν και πολλοί εκείνοι την εποχή πίστευαν πως δεν θα μπορούσε να συνυπάρξει με τον μεγάλο – επίσης πρόσφατα θανόντα – Μίμη Δομάζο, ο οποίος είχε εκφραστεί ανοιχτά υπέρ των Ελλήνων ποδοσφαιριστών.
Διαψεύστηκαν όμως, καθώς οι δύο τους αγωνίστηκαν αρμονικά με τον Αργεντινό ν’ αγωνίζεται από το 1972 έως το 1975 κυρίως στη θέση του αριστερού εξτρέμ σε 57 παιχνίδια, πετυχαίνοντας 22 γκολ.
Στην πρώτη του σεζόν στους πράσινους μάλιστα, δεν χρειάστηκε καθόλου χρόνο προσαρμογής – κάτι που ίσχυε και ισχύει ακόμη για ποδοσφαιριστές που προέρχονται από τη Λατινική Αμερική και κάνουν για πρώτη φορά το ταξίδι στην Ευρώπη – σκοράροντας 14 γκολ στο πρωτάθλημα.
Για να τον παραχωρήσει τότε, βάσει των δημοσιευμάτων της εποχής, η Εστουντιάντες έλαβε 2,5 εκατομμύρια δραχμές, ενώ ο Βερόν συμφώνησε με μισθό 10.000 δραχμές.
Αμέσως μετά την παρουσίαση του, μάλιστα, είχε τονίσει σε δηλώσεις του, πως μαζί με τον Αντώνη Αντωνιάδη και ενορχηστρωτή τον Μίμη Δομάζο, ο Παναθηναϊκός θα έβαζε την επόμενη σεζόν 60 γκολ!
Και μάντεψε ακριβώς, αφού οι πράσινοι όντως σημείωσαν 60 τέρματα, αλλά έμειναν τρίτοι στη βαθμολογία κάτω από Ολυμπιακό και ΠΑΟΚ.
Η έλευση του μάλιστα, όπως και αρκετών άλλων λατινοαμερικανών ποδοσφαιριστών εκείνο το καλοκαίρι σε άλλες μεγάλες ελληνικές ομάδες, αποτέλεσε την αφορμή για να γυριστεί η πασίγνωστη ταινία του Αλέκου Σακελλάριου:
“Η Ρένα είναι οφσάιντ”, με πρωταγωνίστρια τη Ρένα Βλαχοπούλου και συμπρωταγωνιστή (στο ρόλο του Λατίνου ποδοσφαιριστή) τον προσφάτως εκλιπόντα και φανατικό φίλο του Παναθηναϊκού, Νίκο Γαλανό.
Μπορεί επί ημερών του ο Παναθηναϊκός να μην κατάφερε να κατακτήσει κάποιον τίτλο, ωστόσο, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πως ήταν ένας από τους πρώτους μεγάλους ξένους παίκτες που πήραν μεταγραφή στην Ελλάδα.