Κομπίνα με Ελλαδίτες ναυτικούς εξέτασε το Εφετείο Κύπρου, με Κύπριο λογιστή να καταδικάζεται σε τρία χρόνια φυλάκισης. 

Αυτή η πραγματικότητα αξιοποιήθηκε από έναν 41χρονο λογιστή στη Λευκωσία, ο οποίος κατασκεύαζε και διέθετε πλαστά έγγραφα, επιτρέποντας σε Έλληνες ναυτικούς να εμφανίζονται ψευδώς ως φορολογικοί κάτοικοι Κύπρου. Μέσω αυτών των πλαστών εγγράφων, εξαπατούσαν τις ελληνικές αρχές, αποφεύγοντας τη φορολόγηση με τους αυστηρότερους ελληνικούς συντελεστές.

Αρχικά, το Επαρχιακό Δικαστήριο του επέβαλε ποινή φυλάκισης μόλις τριών μηνών. Ωστόσο, μετά από έφεση που άσκησε ο Γενικός Εισαγγελέας, το Ανώτατο Δικαστήριο αναγνώρισε τη σοβαρότητα των αδικημάτων και αύξησε την ποινή σε τρία έτη.

Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος, λογιστής στο επάγγελμα, είχε στήσει πολυετή, οργανωμένη και κερδοσκοπική επιχείρηση παραγωγής και προώθησης πλαστών εγγράφων προς Έλληνες ναυτικούς, οι οποίοι επιθυμούσαν να αποκτήσουν φορολογική κατοικία στην Κύπρο. Για να πετύχει τον σκοπό του, πλαστογραφούσε έγγραφα όπως πιστοποιητικά φορολογικής κατοικίας, ενοικιαστήρια, τιμολόγια κοινής ωφελείας και βεβαιώσεις εργοδότησης. Χρησιμοποιούσε ψευδείς σφραγίδες και υπογραφές λειτουργών του κράτους, ενώ πολλές από τις παραστάσεις του γίνονταν ενώπιον επίσημων υπηρεσιών και είχαν ως αποτέλεσμα την έκδοση εγγράφων με apostille, ενισχύοντας την πλαστότητά τους με κρατική βεβαίωση.

Ο Εφεσίβλητος είχε παραδεχθεί συνολικά 249 κατηγορίες, μεταξύ των οποίων  νομιμοποίηση εσόδων ύψους €48.640. Η πρωτοβάθμια απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου επέβαλε ποινές τριών μηνών φυλάκισης κατά συντρέχοντα τρόπο, κρίνοντας σημαντικούς τους μετριαστικούς παράγοντες, όπως το λευκό ποινικό μητρώο, την άμεση παραδοχή, την οικογενειακή του κατάσταση και την επαγγελματική του απώλεια. Το Δικαστήριο αναγνώρισε, επίσης, ως καθοριστικό μετριαστικό στοιχείο την καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης, θεωρώντας ότι η πενταετία που μεσολάβησε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την ποινή λειτουργούσε υπέρ του κατηγορουμένου. Αυτή η εκτίμηση, μαζί με την επίκληση των ψυχολογικών επιπτώσεων της σύλληψης στις ανήλικες θυγατέρες του, οδήγησε σε εξαιρετικά επιεική ποινή.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ωστόσο, διαφώνησε ριζικά με την προσέγγιση αυτή. Κατά την ετυμηγορία του, το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε πλήρως την ιδιάζουσα σοβαρότητα των αδικημάτων, ιδίως όσων σχετίζονταν με επίσημα έγγραφα, για τα οποία η μέγιστη προβλεπόμενη ποινή είναι 10 έτη φυλάκισης. Τόνισε ότι η λέξη «επίσημο» δεν εμφανίζεται ούτε μία φορά στην ανάλυση του πρωτοδίκου, γεγονός ενδεικτικό της επιφανειακής του προσέγγισης. Επιπλέον, δεν υπήρξε επεξεργασία των πραγματικών περιστατικών με στόχο την ανάδειξη της έκτασης, της μεθοδικότητας και της διάρκειας της δράσης του κατηγορούμενου, η οποία είχε διαστάσεις παρακρατικής επιχείρησης παραγωγής και διάθεσης πλαστών φορολογικών στοιχείων.

Η εξαπάτηση δεν περιορίστηκε στις ελληνικές φορολογικές αρχές, όπως δέχθηκε το Επαρχιακό, αλλά επεκτάθηκε στις κυπριακές κρατικές υπηρεσίες, στις τράπεζες και στους ίδιους τους πελάτες, οι οποίοι δεν γνώριζαν ότι τα έγγραφα ήταν πλαστά. Το Ανώτατο στάθηκε ιδιαιτέρως στη διάβρωση της εμπιστοσύνης των πολιτών και των κρατών στα έγγραφα που διακινούνται, υπογραμμίζοντας ότι το οικονομικό έγκλημα αυτού του είδους τείνει να αυξάνεται και ότι η αποτροπή απαιτεί αυστηρές ποινές.

Σε ό,τι αφορά την καθυστέρηση, το Ανώτατο έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε αποδίδοντας καθολικά την πενταετία σε «καθυστέρηση» που θα μπορούσε να μειώσει δραστικά την ποινή. Στην πραγματικότητα, μέρος του διαστήματος καλυπτόταν από θεμιτές ερευνητικές ενέργειες της Αστυνομίας, ενώ δεν υπήρξε καμία τεκμηρίωση ότι η καθυστέρηση οφειλόταν σε θεσμικές παραλείψεις ή ότι είχε οποιαδήποτε πραγματική επιρροή στη θέση του κατηγορουμένου.

Το Δικαστήριο ανέτρεψε πλήρως την αρχική απόφαση και επέβαλε νέες, πολλαπλάσιες ποινές σε κάθε κατηγορία, φθάνοντας τα 3 έτη φυλάκισης στις πιο σοβαρές και 10 μήνες στις λιγότερο αυστηρές, όπως η απλή πλαστογραφία. Αν και οι ποινές συντρέχουν και όχι αθροιστικά, η διαφορά από τις αρχικές ποινές είναι εκκωφαντική. Το Ανώτατο σημείωσε πως η αυστηρότερη τιμωρία, ακόμη και υπό την περιορισμένη αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου (έως 5 έτη), είναι αναγκαία για να διατηρηθεί η αποτελεσματικότητα του δικαίου και η εμπιστοσύνη των πολιτών στο σύστημα.