Στην εποχή που όλα, έστω και μεταχρονολογημένα, χαρακτηρίζονται, τιτλοφορούνται, μπαίνουν σε λεζάντες και κουτάκια, η διάκριση των γενεών απέκτησε – μεταξύ άλλων – και όνομα.

Ονόματα για την ακρίβεια. Generation Z είναι ένα από δαύτα και αφορά ένα ηλικιακό φάσμα, μικρό είναι η αλήθεια με βάση τις αλλαγές που συντελούνται στις μέρες μας, όσων έχουν γεννηθεί από το 1997 ως και το 2012.

Κακά τα ψέματα, τα δύο όρια μοιάζουν – μεταξύ τους – μακρινά. Πολύ. Ακόμη και αυθαίρετα λογιζόμενο, δύσκολα μπορεί να βρεθεί κοινός τόπος μεταξύ αυτών των δύο άκρων.

Ακόμη ακόμη κι αν αφορά μια ποδοσφαιρική ομάδα.

Διαφορετική η αύρα, η φούρια, η ανανέωση που φέρνουν στο χορτάρι, στα αποδυτήρια, στις εξέδρες, παντού, όσοι περπατάνε πια στα 28 τους, άλλα τελείως εκείνα που συνολικά κομίζουν όσοι πλησιάζουν την πιο κοντινή στο ’12 ημερομηνία γέννησης.

Ένα από τα βασικά αγωνιστικά ζητούμενα του Ολυμπιακού τα τελευταία χρόνια ήταν και είναι να μπολιάσει το ρόστερ του με τέτοιους.

Χαρακτηριστικό πως στο δυναμικό των από χτες πρωταθλητών Ελλάδας είναι πως πέραν των 30 χρόνων, όλοι και όλοι μόνο πέντε βρίσκονται, ενώ άλλοι τέσσερις μόλις δεν ανήκουν σε τούτη την περίφημη Generation Z.

Ο συνολικός μέσος όρος ηλικίας των ενεργών στην πρώτη ομάδα, οριακά ξεπερνάει τα 25 χρόνια.

Δεν απαντάται συχνά, για πρωταθλητή ειδικότερα, στα ποδοσφαιρικά δρώμενα του τόπου μας.

Η ξεκάθαρη πρόθεση είναι να μειωθεί περισσότερο. Και δεν είναι μόνο πρόθεση.

Αποτελεί, για μια επίσης σπάνια φορά, κι απτή δυνατότητα. Ως και επιβεβλημένη υποχρέωση.

Αντικατοπτρίζεται από τον ρόλο, την ευθύνη, τον δυναμισμό και τη φούρια, ειδικά στην τρέχουσα σεζόν, των επίλεκτων τούτης της γενιάς που και ανανέωσαν και ξεχώρισαν και αποτέλεσαν το αλατοπίπερο της κατάκτησης του πρωταθλήματος από τους ερυθρόλευκους.

Της νουβέλ βαγκ των Ελλήνων, του Μπάμπη Κωστούλα, του Χρήστου Μουζακίτη και του Κωνσταντίνου Τζολάκη, του νιόφερτου το περασμένο καλοκαίρι Λορέντζο Πιρόλα και του «παλιού», μα μόλις από πέρυσι στον Ολυμπιακό, Σαντιάγκο Έσε.

Οι πρώτοι περυσινοί κι ο Ιταλός

Ο Χοσέ Λουίς Μεντιλίμπαρ δεν χρειάζεται τίτλο για να ενταχθεί, ηλικιακά, σε μια εποχή, στη, μακρινή δική του. Στα 64 του είναι ο Βάσκος.

Κι όμως ήταν αυτός που – ποδοσφαιρικά – προσωποποίησε με τις επιλογές και τις αποφάσεις του, την εμπιστοσύνη σε μια τελείως άλλη, από τη δική του, γενιά.

Όταν πριν δεκατέσσερις μήνες ανέλαβε τους ερυθρόλευκους, παγιωμένος στην ενδεκάδα ήταν ο Σαντιάγκο Έσε.

Πανάκριβο απόκτημα του προπερασμένου καλοκαιριού, με τον Ολυμπιακό να επικρατεί του ανταγωνισμού που υπήρχε για την έλευσή του στην Ευρώπη και να τον ντύνει στα ερυθρόλευκα, δίνοντάς στον γεννημένο τον Οκτώβριο του 2001 Αργεντινό, με το καλημέρα, θέση βασικού.

Στον μήνα πάνω του “Μέντι” στα ηνία, συντελέστηκε η αλλαγή φρουράς στην εστία.

Σε ένα παιχνίδι με τον Βόλο στο Φάληρο, ο Κωνσταντίνος Τζολάκης φόρεσε για πρώτη φορά επί εποχής Μεντιλίμπαρ τα γάντια.

Κι από τότε, ουσιαστικά δεν τα έβγαλε ποτέ, αποτελώντας εφεξής έτσι, απλά, αλλά νομοτελειακά, τον βασικό και αδιαμφισβήτητο τερματοφύλακα του Ολυμπιακού.

Εξέλιξη που ουσιαστικά τον κράτησε στην ομάδα και τον “έδεσε” με ανανέωση συμβολαίου.

Η συμβολή του στην περυσινή, θριαμβευτική κατάκτηση του Conference League, αυταπόδεικτη.

Η φετινή του στην κατάκτηση του 48ου πρωταθλήματος, ακόμη ουσιαστικότερη.

Δεκατέσσερις φορές κράτησε ανέπαφη την εστία του, προπορευόμενος σε χρόνο συμμετοχής όλων των συμπαικτών του.

Το περασμένο καλοκαίρι, την ώρα που μαίνονταν το σίριαλ της παραμονής ή όχι του Νταβίντ Κάρμο, προστέθηκε στο ρόστερ ο Λορέντζο Πιρόλα.

Γεννημένος τον Φεβρουάριο του 2002, προερχόμενος από μια ομάδα (Σαλερνιτάνα), η οποία είχε υποβιβαστεί στη Serie B πριν καλά καλά τα… μισά της περασμένης σεζόν, βασικό στέλεχος της χειρότερης (τότε) άμυνας του κάλτσιο.

Νούμερα και συνοδευτικά που δεν βοήθησαν σε κάποιο αποθεωτικό καλωσόρισμα, παραγνωρίζοντας πως οι συμπατριώτες του, καθηγητάδες διαχρονικά σε επίπεδο τακτικής (και όχι μόνο) της θέσης του, τον είχαν ανελλιπώς, σε όλη τη μέχρι στιγμής ποδοσφαιρική εξέλιξή του, πάντα παρόντα στα φυτωριακά αντιπροσωπευτικά συγκροτήματά τους, χρίζοντάς τον (ως) και αρχηγό στις Ελπίδες τους.

Εννιά μήνες μετά, ο Ιταλός απέχει δύο μόλις ενενηντάλεπτα σε χρόνο συμμετοχής από τον Κάρμο, έχοντας μάλιστα αγωνιστεί σε πέντε παιχνίδια λιγότερα σε σχέση με τον Πορτογάλο, τον οποίο όπως όλα δείχνουν αν δεν έχει ήδη ξεπεράσει στην ιεραρχία, τουλάχιστον, έστω, έχει φτάσει.

Ενδεικτικό ότι στο τελευταίο δίμηνο, από τα 19 παιχνίδια που έδωσε ο Ολυμπιακός, ο Πιρόλα αγωνίστηκε στα 14, παίζοντας βασικός στα 12.

Generational talents

Ο Μπάμπης Κωστούλας ακόμη περιμένει την 30η Μαΐου ώστε να μπορέσει, μόνος του, χωρίς την προβλεπόμενη βάσει νόμου συνοδεία, για να οδηγήσει.

Μόλις στις περυσινές ευρωεκλογές είχε – για πρώτη φορά – δικαίωμα ψήφου, όπως κι ο Χρήστος Μουζακίτης.

Οι δυο τους, οι πιο ξεχωριστοί μιας ιστορικά ξεχωριστής φουρνιάς, που οδήγησε την ομάδα Νέων του Ολυμπιακού στην περυσινή κατάκτηση του Youth League.

Δεν γίνονταν να περιμένουν. Ήταν κόντρα στη φύση, κόντρα στη μοίρα τους, να παραμείνουν και να αντιμετωπίζονται – όπως αλλοτινά, “ελληνικά”, προβλεπόταν – ως οι “μικροί”.

Δεν ήθελαν, δεν ταίριαζε στο μοναδικό τους τάλαντο να μείνουν εκτός ενδεκάδας.

Κι οι δυο τους βρέθηκαν, για πρώτη φορά, μαζί, σε δαύτην στη φιλοξενία του Ατρόμητου, στα τέλη Σεπτεμβρίου, με τον Ολυμπιακό να προέρχεται τότε από ένα σερί τριών αρνητικών αποτελεσμάτων σε πρωτάθλημα (εντός έδρας ισοπαλία με τον Παναιτωλικό και ήττα στη Θεσσαλονίκη από τον Άρη) και Europa League (ήττα στο Λιόν από την τοπική Ολιμπίκ).

Στους επτά μήνες που μεσολάβησαν ως και σήμερα, το συγκεκριμένο σερί παραμένει το χειρότερο φετινό των ερυθρόλευκων, οι οποίοι όλες κι όλες, στο πρωτάθλημα, άλλες δύο ήττες έκαναν, με τη δεύτερη και τελευταία, χωρίς ουσιαστικές επιπτώσεις, την περασμένη εβδομάδα στην Τούμπα.

Οι εξαιρετικά εύστοχα κατά Josimar χαρακτηριζόμενοι “εξωσχολικός” (Κωστούλας) κι “απουσιολόγος” (Μουζακίτης) παρέσυραν τα πάντα.

Συμπαίκτες, φίλους και αντιπάλους, είτε στον αγωνιστικό χώρο, είτε στο χορτάρι, είτε στην εξέδρα, είτε στα media (social και μη), αναγκάζοντας άμα τη εμφανίσει, άπαντες να ξεχάσουν ταυτότητες, ηλικίες και ληξιαρχεία.

Καταλύτες μιας πορείας (και κατάληξης) πρωταθλητισμού, την χρονιά της συμπλήρωσης ενός αιώνα ζωής του συλλόγου, όχι μόνο κομβικοί για το παρόν του, αλλά φαίνεται πως ήδη στα ολόφρεσκα πρόσωπα τους μπορεί να καθρεφτιστεί, ακόμη και να ταυτιστεί, η επόμενη μέρα (και μέρες) του Ολυμπιακού.

Το τετραήμερο των αρχών Φεβρουαρίου, με τα νικητήρια γκολ στο φινάλε των παιχνιδιών με τον Λεβαδειακό στο πρωτάθλημα και (γκολ πρόκρισης) τον Παναθηναϊκό στο Κύπελλο Ελλάδας Betsson, τα high-lights του Έλληνα μέσου, τα επτά συνολικά – στη Stoiximan Super League μόνο – γκολ του παρά σαράντα μέρες 18χρονου επιθετικού (δεύτερος σκόρερ των πρωταθλητών πίσω μόνο από τον Ελ Κααμπί), πειστήριο και της δικής του, καινοφανούς, επαγγελματικής εισόδου του, η συμπερίληψη αμφότερων στα πλάνα του ομοσπονδιακού τεχνικού ακόμη μια απόδειξη πως η δυναμική τους δεν περιορίζεται ούτε και αναγνωρίζεται, μόνο, στα ερυθρόλευκα.

Άλλες, παραφορεμένες της εποχής έννοιες, όπως η περιβόητη πια χρηματιστηριακή αξία, ισοπεδώνονται απλώς και μόνο στο άκουσμα των πρωτόγνωρων για ποδοσφαιριστές της ηλικίας τους και ποδοσφαιριστές του ελληνικού πρωταθλήματος, αξιώσεων του Ολυμπιακού στους όσους – κι είναι πολλοί, από κάθε γωνιά, βαλάντιο και ράφι της ποδοσφαιρικής Ευρώπης – μνηστήρες.

Χωρίς να είναι οι δυο τους, οι μόνοι. Η ζήτηση – κι η προέλευσή της – που απολαμβάνει ολάκερη η συγκεκριμένη επίλεκτη της Generation Z πεντάδα, πρόδηλη προσφοράς, προοπτικής, αλλά και αξίας πραγματικής, μετρήσιμης και υπολογίσιμης μόνο αγωνιστικά.

Μόνο εκεί που μετράει, μόνο εκεί που απτά μεταφράζεται σε αποτέλεσμα, σε ουσία, μόνο εκεί που όλοι τους κατέθεσαν, όντως και έκαναν ουσιαστικά, (τη) διαφορά στη φετινή πορεία επιστροφής του Ολυμπιακού στα εγχώρια πρωτεία.

Στο χορτάρι.