Είναι φαινόμενο που δεν συναντάται μόνο στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Διαχρονικά και σε όλο τον κόσμο εμφανίζονται παίκτες που δεν δικαιώνουν τις προσδοκίες. Ταλέντα σε νεαρές ηλικίες που χάνονται στην πορεία. Παιχταράδες που είχαν τις προδιαγραφές, αλλά (για διαφορετικούς λόγους) δεν είχαν την εξέλιξη που αναμενόταν. Μια χαρακτηριστική περίπτωση λοιπόν της κατηγορίας που θα μπορούσε να ονομαστεί και «Σωτήρης Νίνης» είναι ο Παναγιώτης Βλαχοδήμος…
Πίσω στο 2011 ο νεαρός (τότε) εξτρέμ εξελίχθηκε στην «αποκάλυψη» του πρωταθλήματος. Προερχόμενος από τις ακαδημίες της Στουτγκάρδης (όπως και ο αδερφός του Οδυσσέας) έκανε το «μπαμ» με τη φανέλα της Ξάνθης: Και από την πρώτη του κιόλας σεζόν μπήκε στο μάτι -όχι μόνο των μεγάλων ελληνικών ομάδων, αλλά και συλλόγων του εξωτερικού.
Διότι ο Βλαχοδήμος από το ντεμπούτο του κιόλας στην Τούμπα τράβηξε τα βλέμματα. Έκανε αίσθηση με τον Παναθηναϊκό, βγάζοντας ασίστ και πετυχαίνοντας με σουτάρα το πρώτο του γκολ. Και έδωσε μεγάλη νίκη με τον Ολυμπιακό, σκοράροντας εκείνος το νικητήριο τέρμα.
Όλα αυτά λοιπόν σε συνδυασμό με το αέρινο στιλ του, τον μεγάλο διασκελισμό και τις περίτεχνες ντρίμπλες δημιούργησαν ενθουσιασμό. Πέρα λοιπόν από το βραβείο του καλύτερου πρωτο-εμφανιζόμενου στο πρωτάθλημα, έφερε και τις υπερβολές που συνηθίζονται σε τέτοιες περιπτώσεις: Δεν άργησε να του κολλήσει το παρατσούκλι «Έλληνας Κριστιάνο Ρονάλντο».
«Θα ήθελα να παίξω στη Ρεάλ Μαδρίτης. Είμαι μεγάλος θαυμαστής (σ.σ. του Κριστιάνο). Μου αρέσει πολύ ο τρόπος που αγωνίζεται και απολαμβάνω να τον βλέπω να παίζει. Ξέρει τόση μπάλα που και μια ντρίπλα παραπάνω επιτρέπεται», θα δηλώσει ο ίδιος, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο το σούσουρο. Μόνο που οι ιερόσυλες παρομοιώσεις θα αποδεικνυόταν πως είχαν ημερομηνία λήξης.
Γιατί από την πρώτη του κιόλας σεζόν ο Βλαχοδήμος έκανε το άλμα. Το καλοκαίρι του 2012 αποκτήθηκε από τον Ολυμπιακό. Αντί όμως να τον απογειώσει, η μεγάλη μεταγραφή μετατράπηκε στην αρχή της κατηφόρας: Σε μια ομάδα με σπουδαία ονόματα δεν θα καταφέρει να γίνει σημαντικός. Με τα ερυθρόλευκα θα καταγράψει μόλις 19 συμμετοχές (οι περισσότερες ως αλλαγή) και τον φτωχό απολογισμό 2 γκολ και 2 ασίστ. Κι έπειτα θ’ αρχίσει η περιπλάνηση…
Δανεικός στην Άουγκσμπουργκ το 2013. Δανεικός στον Πλατανιά (το δεύτερο εξάμηνο της σεζόν 2013-14). Δανεικός στον Εργοτέλη (το πρώτο εξάμηνο της περιόδου 2014-15). Και ξανά δανεικός στη Νιμ (στο δεύτερο μισό της ίδιας σεζόν). Παρόλο λοιπόν που το τέλος από τον Ολυμπιακό ήταν άδοξο, μένοντας ελεύθερος το καλοκαίρι του 2015, του δόθηκε μια δεύτερη ευκαιρία σε υψηλό επίπεδο: Τον Γενάρη του 2016 αποκτήθηκε από τον Παναθηναϊκό.
Ούτε εκεί όμως μπόρεσε να κάνει τη διαφορά. Στον 1,5 χρόνο που φόρεσε τα πράσινα κατέγραψε 28 συμμετοχές, αλλά μόλις 1 γκολ και 5 ασίστ. Γύρισε ξανά στη Νιμ το 2017 (αυτή τη φορά ως ελεύθερος), χωρίς να βρει τον δρόμο του. Κι από ‘κει και πέρα σαν να το πήρε απόφαση ότι πρέπει να χαμηλώσει τις φιλοδοξίες του.
Μετακινήθηκε στη γ’ κατηγορία της Γερμανίας για λογαριασμό της Σόνενχοφ Γκρόσασπαχ. Το καλοκαίρι του 2020 πήρε μεταγραφή στην Ντιναμό Δρέσδης. Εκεί όμως (εκτός των άλλων) είχε ραντεβού και με την ατυχία. Τον Σεπτέμβρη του 2021 υπέστη ρήξη χιαστού. Έκανε οκτώ ολόκληρους μήνες να ξαναπαίξει. Και μετά το τελευταίο καταγεγραμμένο του ματς (στις 25 Μαΐου 2024) αγνοούνται τα ποδοσφαιρικά του ίχνη…