Οργανωτής του γεύματος, ο εφοπλιστής Γιάννης Καραγιώργης, «βάζελος» από κούνια, παντοτινός παθιασμένος φίλαθλος του Παναθηναϊκού που τιμούσε τις ένδοξες προσωπικότητες του συλλόγου. Ο Μίμης Δομάζος, ροδαλός όπως πάντα στο πρόσωπο, με εκείνη την ισόκορμη σωματική στάση και το αθλητικό σκαρί, παρότι έκλινε ανεπαίσθητα όταν μιλούσε, δεν έμοιαζε καν να περπατάει στα 82 του χρόνια. Μετά βίας τον έκανες 60άρη. Ούτε ήπιε, ούτε κάπνισε, όπως έκανε μια ολόκληρη, πειθαρχημένη ζωή.
Με ώμους χαλαρούς, ανάσα ήρεμη, ενδόμυχο σχεδόν χαμόγελο, ρυθμό στον χαμηλόφωνο λόγο, πείσμα στο πράσινο βλέμμα του, τίποτε σπαταλημένο στην όψη που ρυτιδιάζει και ραγίζει στο διάβα του χρόνου του βίου. Με παράστημα λεβέντικο, παρότι μικρός το δέμας, μόλις 1,68, φάνταζε έτοιμος να μπει στη Λεωφόρο να παίξει πάλι μπάλα. Και να μη χορταίνεις να τον βλέπεις από την κερκίδα. Να θαυμάζεις την ακατάβλητη αντοχή, την επινοητικότητα, το κοντρόλ και τη φαντεζί ντρίμπλα πακέτο, τα φινετσάτα σουτ, τις δημιουργικές μακρινές πάσες ακριβείας του. Να μην εκπλήσσεσαι με τη διάρκεια του παίκτη που σε κάθε αγώνα έχανε 4 κιλά από τον ιδρώτα. Ενός αφοσιωμένου στο σπορ αθλητή που από Κυριακή σε Κυριακή σκεφτόταν αποκλειστικά το επόμενο ματς. Ενός επαγγελματία ποδοσφαιριστή πριν τον επαγγελματισμό. Στρατηγός των γηπέδων από τα 20 του χρόνια και επί μια συναπτή 20ετία. Εμπνευστής, ομαδικός, εμψυχωτής, σφράγισε ανεξίτηλα μια ολόκληρη εποχή.
Ενας μαέστρος που με το εγκεφαλικό του παιχνίδι διηύθυνε μια ολόκληρη ομάδα. Με μυαλό σε εγρήγορση, αλλά και τα πόδια του πάντα θαρραλέα στη φωτιά σε σκληρά μαρκαρίσματα. Δεν τον θυμάμαι ποτέ τραυματία, αδιάφορο, φυγόπονο στους αγωνιστικούς χώρους. Αλλά τον θυμάμαι πάντα σταθερά ως ενεργό, δραστήριο, υγιώς ανταγωνιστικό μαχητή. Ποτέ ως παλαίμαχο ή βετεράνο. Κι ας τον πρωτοείδα όταν ήμουν 8 χρόνων πιτσιρικάς, πάνε 60 πια χρόνια, στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας σε ένα ματς με τον Παναιγιάλειο, στο οποίο ο Παναθηναϊκός κέρδισε με 6-1. Τότε επί αήττητου πρωταθλήματος. Τότε επί Μπόμπεκ όταν… και πάνε λέγοντας σαν χάντρες κομπολογιού οι αναμνήσεις. Με τον Μίμη δεν αντάμωνα πρώτη φορά. Τα είχαμε πει και ξαναπεί μασουλώντας ηλιόσπορο στη Θύρα 3 της Λεωφόρου, στην 9 του ΟΑΚΑ, σε παραλιακές ξαπλώστρες του Ξυλοκάστρου, στην καφετέρια του Λιόνα στο Μαρούσι, όταν βλέπαμε παρέα στην τηλεόραση τα εκτός έδρας ματς της ομάδας.
Τον είχα δει ως φοιτητής στο υπόγειο του καφενείου του Ξυλούρη στην Αλεξάνδρας να παίζει μπαρμπούτι. Τον είχα σταμπάρει στη Β’ θέση του Ιππόδρομου του Φαλήρου να διαλέγει άλογο γκανιάν για να ποντάρει κάπου ανάμεσα στους ηθοποιούς Μάνο Κατράκη και Νίκο Βασταρδή. Ψυχάρα στον τζόγο, όπως και στο γήπεδο. Δεν ήθελε να χάνει ποτέ και από κανέναν. Για μια περίοδο περνούσα τακτικά από τα δύο μαγαζιά που διατηρούσε στην Πλατεία Βικτωρίας. Μια καφετέρια και απέναντι ένα εστιατόριο.
Η Βουγιουκλάκη και τα μαγαζιά
Ηταν τόση η πανελλήνια φήμη του ως λαϊκού ειδώλου που μέχρι και η αδιαμφισβήτητη σταρ της εποχής Αλίκη Βουγιουκλάκη κατέφτασε ως εκεί για να μιλήσει μαζί του και να κάνει τη ρεκλάμα της. Τη συζήταγε αυτή τη συνάντηση, εκείνα τα φεγγάρια προ τηλεόρασης, όλη η γειτονιά λες και έσμιξαν οι πλανήτες Αφροδίτη και Αρης. Τα επόμενα χρόνια ο Μίμης διαμόρφωσε εκεί όπου υπήρχε ο κινηματογράφος «Cine Paris» το κέντρο διασκέδασης «Ζυγός» απ’ όπου πέρασαν μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής μουσικής σκηνής. Συχνά στεκόταν και ο ίδιος χαμογελαστός στην είσοδο του μαγαζιού ως ενισχυτική ατραξιόν στις παραστάσεις του Χάρρυ Κλυνν, του Μανώλη Μητσιά, του Θέμη Ανδρεάδη, της απαράμιλλης Βίκυς Μοσχολιού και λοιπών σπουδαίων ερμηνευτών.
Στην παλιά γειτονιά του στα προσφυγικά Κουντουριώτικα -εκεί που τον ανέθρεψε με θυσίες η μάνα του, η Μικρασιάτισσα νοσοκόμα κυρα-Ουρανία- έλεγαν ότι το παλικάρι που μαθήτευε στη Σεβαστοπούλειο Εργατική Σχολή για να γίνει τορναδόρος, έκανε, εκτός από το ποδόσφαιρο, προκοπή και στις επιχειρήσεις. Μόνο που ο ανοιχτοχέρης και γαλαντόμος Μίμης, παρά τις εισπρακτικές πιένες του μαγαζιού, μπήκε μέσα. Βοηθούσε ανέργους, αναξιοπαθούντες, άτυχους και μπλεγμένους πάντα κιμπάρικα, χωρίς να λογαριάζει ποτέ αν βαστάει η τσέπη του. Αενάως αισιόδοξος ότι το καλό επιστρέφει στον ανιδιοτελή δωρητή, σώρευσε ζημίες.
Ανέλαβε να τις «καθαρίσει» ο εγκάρδιος φίλος του Αντώνης Αντωνιάδης, τότε πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών (ΠΣΑΠ). Με την ενεργή συνδρομή του Ανδρέα Φούρα, υφυπουργού τότε Αθλητισμού, που πέρασε από το Υπουργικό Συμβούλιο να κατευθύνεται νόμιμα μέρος των μηνιαίων επιδοτήσεων προς τον ΠΣΑΠ για την εξόφληση τμήματος των χρεών του ποδοσφαιριστή, ανάσανε ο Δομάζος από τον απειλητικό βραχνά. Παλιές ιστορίες που ακομπλεξάριστα, αλλά με σεβασμό στη μεγαθυμία των άλλων, αφηγούνταν ο Μίμης.
Στις μεταξύ μας συζητήσεις η κουβέντα δεν ξέφευγε πέραν του ποδοσφαίρου. Ξετυλιγόταν και στριφογύριζε στροβιλιστικά στην εποποιία της Μπρατισλάβας, του Λίβερπουλ, στην ανατροπή μετά τη βαριά ήττα στο Βελιγράδι, στη μάχη του ευρωπαϊκού τελικού με το περιβραχιόνιο του αρχηγού εναντίον του Αγιαξ στο Γουέμπλεϊ, τη διηπειρωτική αναμέτρηση με τη Νασιονάλ στο μακρινό Μοντεβιδέο. Τότε που ξενυχτήσαμε να δούμε το ματς από το άλλο ημισφαίριο και εισπράξαμε από την κρατική ΕΡΤ μαύρο και παράσιτα στη μικρή οθόνη. Τέλος πάντων. Ηταν τα χρόνια του περιλάλητα μυθικού Πούσκας με μια κοιλιά σαν βαρέλι, αλλά με πόδι διαβήτη. Η εποχή που μετά την προπόνηση πήγαιναν οι δυο τους στον «Τάφο του Ινδού», το κλειστό γήπεδο μπάσκετ της Λεωφόρου, και έβαζαν μεταξύ τους στοίχημα ένα γουρουνόπουλο για το ποιος θα πετύχει τα περισσότερα καλάθια με το πόδι. Κέρδιζε μόνιμα ο Ούγγρος προπονητής. Κι όταν κάποτε κέρδισε ο «Στρατηγός» τον Μαγυάρο «καλπάζοντα συνταγματάρχη», έκανε το τραπέζι σε όλη την ομάδα στην ταβέρνα του συνονόματού του «Μίμη» στο Χαλάνδρι με το μεγαλύτερο ψητό γουρουνόπουλο.
Το γήπεδο ήταν το σπίτι του
Ηταν οι καιροί όπου στις προπονήσεις για τη φυσική του κατάσταση ανεβοκατέβαινε με τέμπο τις κατακόρυφες τσιμεντένιες κερκίδες της Θύρας 13 κι εμείς, μαθητές που είχαν κάνει κόπανα από το Γυμνάσιο, τον χαζεύαμε με δέος, έντρομοι από φόβο μην γκρεμοτσακιστεί. Τζάμπα ανησυχία στα εφηβικά μας βλέμματα. Το γήπεδο ήταν το σπίτι του. Η ζωή του ολόκληρη. Το ’χε χτίσει με ιδρώτα και μόχθο, το ήξερε μέτρο το μετρό, λακκούβα τη λακκούβα. Πού να στραβοπατήσει; Δυο βήματα μακριά του μεγάλωσε, σε ένα προσφυγικό φτωχόσπιτο της οδού Τσόχα. Κοιμόταν και ξυπνούσε με τους ήχους του γηπέδου. Οι γονείς του είχαν χωρίσει όταν ήταν 10 χρόνων. Εννοια του στα παιδικά του χρονιά πάντα η μπάλα, όνειρό του να παίξει στη λατρεμένη του πράσινη ομάδα με σήμα το τριφύλλι. Μόλις 13 ετών γράφτηκε στην Αμυνα Αμπελοκήπων. Τον δήλωσαν δύο χρόνια μεγαλύτερο προκειμένου να βγάλει δελτίο. Τον «ψάρεψε» ο τότε προπονητής του Παναθηναϊκού, ο Γιουγκοσλάβος Σβέτισλαβ Γκλίσοβιτς, εντυπωσιασμένος από τις δεξιότητές του μέσα στο γήπεδο, και εισηγήθηκε την απόκτησή του. Το καλοκαίρι του 1959 εντάχθηκε επίσημα στον Παναθηναϊκό σε ηλικία 17 ετών με αντίτιμο ένα κοστούμι, μια πορτοκαλάδα και 16 φανέλες για την Αμυνα.
«Ξηλώθηκε» η διοίκηση για τη μεταγραφή. Δεν τον ένοιαζε. Φτάνει που από τις χωμάτινες αλάνες θα αγωνιζόταν πλέον στο χορτάρι. Μόλις την προηγούμενη χρονιά είχε στρωθεί στη Λεωφόρο πρώτη φορά χλοοτάπητας σε ελληνικό γήπεδο. Με τη νοσταλγία να κορυφώνεται στις διηγήσεις του για εκείνη την πρώιμη, θεωρητικά αγνή και αμόλυντη εποχή της έναρξης της ποδοσφαιρικής καριέρας του.
Συναισθηματικός άνθρωπος, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε στα 25 του. Για ένα παλικαράκι που κοιμόταν από τις 7 το απόγευμα, δεν έκανε καταχρήσεις και γνώριζε μονότονα τα δωμάτια ξενοδοχείων στις πληκτικές αποστολές μαζί με του συμπαίκτες του, η δημιουργία οικογένειας συνιστούσε απελευθέρωση. Το 1963 ο βενιαμίν της ομάδας Δομάζος παρέα με τον «κούνελο» Ανδρέα Παπαεμμανουήλ, τον «μπουλντόζα» Βαγγέλη Πανάκη και τον «λίνο» Κώστα Λινοξυλάκη κατηφόρισαν προς τον Αγιο Σώστη, οπού επί της οδού Συγγρού συνέρρεαν οι γλεντζέδες στο κοσμικό κέντρο η «Τριάνα του Χειλά». Στο πρόγραμμα του μαγαζιού ο Μπιθικώτσης, ο Ζαμπέτας και η νεαρή Μοσχολιού από την Αγία Βαρβάρα του Αιγάλεω, που είχε αποδράσει από το να γίνει κορδελιάστρα σε εργοστάσιο.
Ο Μίμης και η Βίκυ αντάλλαξαν αθώες ματιές. Η έλξη φάνταζε αμοιβαία. Δύο ημέρες μετά ο ποδοσφαιριστής πήγε με δύο φίλους του από τα παραπήγματα των Κουντουριώτικων στο μαγαζί και οι ματιές έγιναν πιο σπινθηροβόλες. Ξαναπήγε πάλι και πάλι, με κίνδυνο να καταχωριστεί -ανεπίτρεπτα για ποδοσφαιριστή- σε μόνιμο πελάτη. Το ρομαντικό, όμως, ειδύλλιο είχε πια εδραιωθεί. Τόσο πολύ που η ανερχόμενη ερμηνεύτρια όταν η ορχήστρα έπαιζε τα «Παιδιά του Πειραιά» καθόταν αδιάφορη στην καρέκλα. Το ζευγάρι παντρεύτηκε την Πρωτομαγιά του 1967 στη Μητρόπολη των Αθηνών. Παρότι η απριλιανή χούντα της ίδιας χρονιάς είχε απαγορεύσει τις συναθροίσεις, παρευρέθηκαν στο μυστήριο πάνω από 30.000 άτομα. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνουν αρκετές ζημιές στον ναό και να κληθούν οι νεόνυμφοι να καταβάλουν ένα υπέρογκο ποσό προκειμένου να αποκατασταθούν, γεγονός που πήγε πίσω την κατασκευή του σπιτικού που ετοίμαζαν στους πρόποδες του Λυκαβηττού για να ζήσουν.
Ο χωρισμός και η Ηώ
Η ζωή, ωστόσο, φύσηξε στα πανιά τους πρίμα. Η τραγουδίστρια με τα φωνητικά της χαρίσματα εκτοξεύτηκε στο πεντάγραμμο, ο ποδοσφαιριστής με το φυσικό του ταλέντο εκτινάχτηκε σε διεθνή προσωπικότητα του σπορ. Απέκτησαν δύο κόρες, τη Ράνια (Ουρανία) και την Ευαγγελία. Χώρισαν αθόρυβα το 1979, χρονιά που ο Μίμης επέστρεψε στον Παναθηναϊκό έχοντας στόχο να κατακτήσει επί προεδρίας Γιώργου Βαρδινογιάννη ένα ακόμη πρωτάθλημα. Στα επόμενα χρόνια έκανε και δεύτερο γάμο με την Αργυρώ (Ηώ) Θεοδώρου και απέκτησε μία ακόμη κόρη, τη Θεόπη (Πόπη). Ωστόσο, διατήρησε ανέπαφες τις στιγμές των καλύτερων αναμνήσεων από την προηγούμενη σχέση του, χωρίς αυτές να γίνουν βόλια που πέτρωναν την καρδιά του δόλια. Εκλεισε τα κεφάλαια που ανήκαν στο παρελθόν πίσω του. Αλλά η αμέριστη τρυφερότητα προς τις κόρες του δεν έπαυε να αποδεικνύει την ευαισθησία του. Και δώσ’ του οι συναισθηματικές ανατριχίλες του όταν πρωτάκουσε «Τις πιο ωραίες Κυριακές/ με λεμονάδες σπιτικές/ τις είχαμε δροσίσει/ με τον Δομάζο αρχηγό/ και τον Σιδέρη κυνηγό» από την Αλκηστη Πρωτοψάλτη, σε στίχους Λίνας Νικολακοπούλου και μουσική Σταμάτη Κραουνάκη. Για τον Μίμη ήταν μια αναγνώριση ότι το όνομά του περιλαμβανόταν σε ένα τραγούδι που έγινε σουξέ.
Και πάλι πίσω στην κουβέντα να ανασύρει από τον νου του τη φάση του 1978 όταν ο Παναθηναϊκός είχε φέρει ισοπαλία με την αδύναμη Καβάλα. Τότε η εφημερίδα «Αθλητική Ηχώ» είχε δημοσιεύσει ότι μετά το τέλος του αγώνα οι Δομάζος και Αντωνιάδης ξημερώθηκαν στα μπουζούκια. Το έντυπο, που απηχούσε το πνεύμα της πράσινης ομάδας και τις διαθέσεις της διοίκησής της, έκρινε πως αποτελούσε ιεροσυλία για τους παίκτες της να μη φορούν πλερέζες και να μην πενθούν έπειτα από μια ισοπαλία.
Ο Δομάζος αρνήθηκε σθεναρά τους ισχυρισμούς της εφημερίδας διαμηνύοντας προς πάσα κατεύθυνση «πού να ’χα κέφι για γλέντι;». Ηταν ακόμη τα χρόνια που οι παίκτες δίσταζαν να ξεμυτίσουν από τα σπίτια τους, καθώς έξω από αυτά σε κάθε αγωνιστική στραβή καιροφυλακτούσε η καζούρα των αντιπάλων και καραδοκούσε η οργή και η γκρίνια των οπαδών. Ωστόσο η διοίκηση του Ερασιτέχνη τότε Παναθηναϊκού -άγνωστο αν ήταν προειλημμένη απόφαση- βρήκε αφορμή στο δημοσίευμα για να διώξει τον εμβληματικό αρχηγό της ομάδας. Ο Μίμης, όμως, δεν έμεινε με σταυρωμένα τα πόδια. Πήγε στα 36 του χρόνια στην ΑΕΚ, με τον Μίμη Παπαϊωάννου να του παραχωρεί με σεβασμό στην ιστορία, στους τίτλους και τη διεθνή αναγνώρισή του την κιτρινόμαυρη φανέλα με το 10 που μέχρι τότε φορούσε ο ίδιος.
Οι «μυρωδιές» της ποδοσφαιρικής πιάτσας τον είχαν για τελειωμένο. Τους διέψευσε. Επαιξε μιάμιση σεζόν με τη νέα του ομάδα και η ΑΕΚ την περίοδο 1978-79 κατέκτησε το Πρωτάθλημα. Δεν ήταν ρεβάνς σε όσους άδικα τον κακολογούσαν, αλλά επίδειξη αξιοπρέπειας. Λέξη τη λέξη από εξιστόρηση σε εξιστόρηση, η αξιοπρεπής συμπεριφορά του Δαμάζου συναρθρωνόταν διαρκώς με το τσαγανό του. Πάμε πάλι πιο πίσω στο 1968. Στις στιγμές της καλύτερης μέχρι τότε Εθνικής Ελλάδας που αγωνιζόταν για τα προκριματικά του Μουντιάλ στο Μεξικό. Ο τσακωμός του Δομάζου με τον τότε ομοσπονδιακό προπονητή Νταν Γεωργιάδη στέρησε στο ελληνικό ποδόσφαιρο μια παγκόσμια αναγνώριση.
Για ασήμαντη μάλιστα αφορμή. Επειδή στον «Αστέρα» Βουλιαγμένης δεν φορούσε στο πρωινό τη φόρμα της Εθνικής, ο προπονητής τον εδίωξε από το εθνικό συγκρότημα. Χούντα τότε, τον φώναξε στο γραφείο του ένας κραταιός του πραξικοπήματος, ο αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Ασλανίδης που υποδυόταν τον γενικό γραμματέα Αθλητισμού. Του είπε να σταθεί όρθιος λες και ήταν φαντάρος, τον απείλησε ότι θα του κόψει διά παντός το ποδόσφαιρο και του αφαίρεσε μια άδεια πρακτορείου ΠΡΟ-ΠΟ. «Κάνε ό,τι νομίζεις», απάντησε ο τσαμπουκαλεμένος Μίμης στο ανθρωπάκι που κατά τη Μεταπολίτευση την κοπάνησε στη Βραζιλία για να αποφύγει τις διώξεις από τη Δημοκρατία που βάναυσα καταπάτησε.
Γκολ από 40 μέτρα
Οταν ο Δομάζος επέστρεψε στην Εθνική, η ευκαιρία συμμετοχής στο Μουντιάλ είχε πετάξει. Τα έδωσε όλα στο ματς με τη Ρουμανία στο Βουκουρέστι, έβαλε ένα εκπληκτικό γκολ από 40 μέτρα, αλλά το ισόπαλο αποτέλεσμα καταδίκασε την ελληνική ομάδα να μην κερδίσει τη συμμετοχή σε Παγκόσμιο Κύπελλο. Και εκείνη την άδεια του ΠΡΟ-ΠΟ δεν την ξαναπήρε πότε πίσω. Είχε τα κότσια να μην ασχοληθεί. Οπως τότε, αφότου είχε γίνει διάσημος, ο διευθυντής της Σεβαστοπουλείου -που είχε πει στη μάνα μου να τον κάνει λούστρο- του ζήτησε να του χαρίσει το πτυχίο, καθώς αρκούσε μόνο να εμφανιστεί στη σχολή. Δεν πάτησε ποτέ. Διακρινόταν για την αυτοπεποίθησή του να μην ασχολείται με τα ανούσια και περιττά. Πόσο μάλλον με όσα τον υποτιμούσαν.
Θυμόταν ακόμη πως όταν ο προπονητής της ομάδας Αντώνης Μηγιάκης τον έβαζε να παίξει στα 17 του στα «φτερά» του γηπέδου και οι συμπαίκτες του δεν του έδιναν την μπάλα εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας του, σηκώθηκε κι έφυγε από το γήπεδο στη μέση του αγώνα. Οταν, όμως, τον τοποθέτησαν στο κέντρο, στη θέση του επιτελικού μεσοεπιθετικού με τη φανέλα με το 10, όχι μόνο έλαμψε, αλλά θριάμβευσε για δύο δεκαετίες. Κάποτε ένας μπάρμπας μου, Θεός σχωρέσ’ τον, φόλα Ολυμπιακός, είχε αναρρωτηθεί: «Πόσο καιρό θα παίζει αυτός ο δαιμονικός μπάσταρδος ποδόσφαιρο;». Ημουν πολύ νέος και άπειρος για του απαντήσω «αιώνια». Οχι υλικά και σωματικά, αλλά σαν αέναη άυλη ποιότητα. Προερχόταν, εξάλλου, από μια δυσεύρετη αθλητική πάστα που σφράγισε μοναδικά με το απαράμιλλο στυλ του μια ποδοσφαιρική εποχή ως ακαταμάχητος στρατηγός. Με αυτά τα αξεθώριαστα στον χρόνο ένδοξα γαλόνια έφυγε από τη ζωή, ενόσω τα ελληνικό ποδόσφαιρο περιμένει 45 χρόνια να βρει άξιο αντικαταστάτη του.