Το πάθος που ένιωθε ο Ιταλός Πιερ Πάολο Παζολίνι για τον αθλητισμό –και ιδιαίτερα για το ποδόσφαιρο– γίνεται κατανοητό σε βάθος διαβάζοντας αυτά που κατά καιρούς είχε γράψει. Σε ένα βιβλίο των Ισπανικών εκδόσεων «Contra» υπάρχουν κείμενα που είχε γράψει ο διάσημος Ιταλός ηθοποιός, ποιητής, συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης από το 1957 και 1971 και δημοσιεύτηκαν σε διάφορα μέσα.

Αφορούν το ποδόσφαιρο, την πυγμαχία και την ποδηλασία, αλλά και τους Ολυμπιακούς Αγώνες στη Ρώμη το 1960. Επίσης, μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του.
Aιρετικός, κομουνιστής, ο Παζολίνι, έπαιζε συχνά ποδόσφαιρο, τους άρεσε να παρακολουθεί τους αγώνες της αγαπημένης του Μπολόνια και αγώνες πυγμαχίας και ποδηλασίας.
Θαύμαζε τον Ενρίκε Ομάρ Σίβορι, Αργεντινό επιθετικό της Γιουβέντους και της Νάπολι, ο οποίος έπαιξε στην Εθνική Αργεντινής και στην Εθνική Ιταλίας. Συχνά έλεγε για τους ποδοσφαιριστές: «Όπως είναι γνωστό, οι ποδοσφαιριστές έχουν ένα ελάττωμα… Μόνο για μερικά χρόνια της νιότης τους, είναι σταρ όπως κανένας άλλος σταρ».
Αναφερόταν και στον λόγο των αθλητικών συντακτών: «Η λογοτεχνία, όπως όλοι γνωρίζουν, είναι μια ορολογία, ένας κώδικας. Έτσι, ασκείται από μια ελίτ, παρόλο που αυτή η ελίτ επεκτείνεται σήμερα. Πλέον, δεν βλέπω αντίθεση μεταξύ της λογοτεχνικής γλώσσας και της αθλητικής γλώσσας, επειδή η αθλητική γλώσσα είναι ένας υποκώδικας του λογοτεχνικού κώδικα. Όμως η αθλητική γλώσσα δεν είναι η γλώσσα των αθλητικών συντακτών».

«Μια ιεροτελεστία και μια απόδραση»

Ο Παζολίνι έλεγε για το ποδόσφαιρο: «Είναι η τελευταία ιερή παράσταση της εποχής μας. Βασικά είναι μια ιεροτελεστία, αν και είναι και μια απόδραση. Ενώ οι άλλες ιερές παραστάσεις, ακόμα και η μαζικές, παρακμάζουν, το ποδόσφαιρο είναι το μόνο που μας έχει απομείνει. Το ποδόσφαιρο είναι το θέαμα που έχει αντικαταστήσει το θέατρο.
Ο κινηματογράφος δεν μπόρεσε να αντικαταστήσει το θέατρο, αλλά το ποδόσφαιρο μπόρεσε. Γιατί το θέατρο είναι μια σχέση αφενός ενός κοινού με σάρκα και οστά και έχει απέναντι του χαρακτήρες με σάρκα και οστά που παίζουν επί σκηνής. Ενώ ο κινηματογράφος είναι μια σχέση ανάμεσα σε κοινό με σάρκα και οστά και την οθόνη, κάποιες σκιές.
Το ποδόσφαιρο, από την άλλη, είναι για άλλη μια φορά ένα θέαμα στο οποίο ο πραγματικός κόσμος, από σάρκα, στις εξέδρες του γηπέδου, μετριέται με τους πραγματικούς πρωταγωνιστές, τους αθλητές στο γήπεδο, που κινούνται και συμπεριφέρονται σύμφωνα με ένα ακριβές τελετουργικό. Γι’ αυτό θεωρώ ότι το ποδόσφαιρο είναι η μόνη μεγάλη ιεροτελεστία που παραμένει στην εποχή μας».
Ο Ιταλός σκηνοθέτης και συγγραφέας, υποστήριζε ότι «στο ποδόσφαιρο υπάρχουν στιγμές που είναι αποκλειστικά ποιητικές: είναι οι στιγμές του γκολ. Κάθε γκολ είναι μια ανακάλυψη, είναι πάντα μια ανατροπή του κώδικα, κάθε γκολ έχει έναν αναπόφευκτο χαρακτήρα, είναι αστραπή, λήθαργος, μη αναστρέψιμο. Σαν την ίδια ποιητική λέξη. Ο πρώτος σκόρερ στο πρωτάθλημα είναι πάντα ο καλύτερος ποιητής της χρονιάς».

«Για μένα η τέχνη είναι παιχνίδι, όπως και κατά κάποιο τρόπο το παιχνίδι είναι τέχνη»

«Μου αρέσει να παίζω ποδόσφαιρο και γι’ αυτό υπάρχει πάντα κάποιος που με καλεί. Απλώς θα παίξω. Για μένα η τέχνη είναι παιχνίδι, όπως και κατά κάποιο τρόπο το παιχνίδι είναι τέχνη», είχε πει κάποτε πριν εξηγήσει ότι μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις του ήταν να παίζει ποδόσφαιρο με φίλους. Και θυμόταν ως τα πιο όμορφα απογεύματα της ζωής του εκείνα που έπαιζε ποδόσφαιρο για έξι ή επτά συνεχόμενες ώρες στο Prados de Caprara.
Επαινούσε το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο -μιλάμε για την του Γκαρίντσα, του Πελέ κ.λπ.-: «ένα ποιητικό ποδόσφαιρο: βασίζεται εξ ολοκλήρου στην ντρίμπλα και στην επίτευξη του γκολ».
Δεν του άρεσε να παίζουν ποδόσφαιρο οι γυναίκες. «Το ότι οι γυναίκες παίζουν ποδόσφαιρο είναι ένας δυσάρεστος μιμητισμός…», ισχυριζόταν. Όριζε τον εαυτό του ως «έναν άθλιο θεατή αθλητικών γεγονότων».
Με αφορμή του Ολυμπιακού Αγώνες του 1960 στη Ρώμη, έλεγε με μια δόση ειρωνείας. «Ο αθλητισμός είναι ψυχαγωγία εδώ και πολύ καιρό και ολόκληρος ο αθλητικός οργανισμός είναι υπέρ της ψυχαγωγίας. Το γρασίδι των γηπέδων και το ρινγκ είναι θεατρικές σκηνές που στην πραγματικότητα έχουν αντικαταστήσει τις πραγματικές σκηνές».
Ίσως πιο κατατοπιστική για τον τρόπο με τον οποίο προσέγγιζε τον αθλητισμό ήταν η ακόλουθη: «Διάβολε, όλοι με θεωρούν απλώς άνθρωπο του πολιτισμού. Θέλουν μόνο πολιτιστικές τοποθετήσεις από εμένα… Ποτέ δεν με προσκαλούν να μιλήσω σε ένα συνέδριο για το ποδόσφαιρο και ασχολούμαι πολύ με το θέμα. Κοιτάξτε, οι αθλητές έχουν κακή μόρφωση και οι μορφωμένοι άνδρες είναι φτωχοί… αθλητικά. Αλλά είμαι η εξαίρεση».

Η δολοφονία στην παραλία της Όστια

Το άψυχο κορμί του Πιερ Πάολο Παζολίνι στην παραλία της Όστια, κοντά στη Ρώμη.

Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι δολοφονήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1975 στην παραλία της Όστια, κοντά στη Ρώμη. Πατήθηκε αρκετές φορές με το δικό του αυτοκίνητο, και μέρος του σώματός του κάηκε με βενζίνη μετά το θάνατό του. Το έγκλημα για πολύ καιρό θεωρήθηκε σαν φόνος εκδίκησης τύπου Μαφίας, και είναι απίθανο ότι έγινε από ένα μόνο άτομο.
Ο Giuseppe (Pino) Pelosi (1958–2017), τότε 17 ετών, συνελήφθη να οδηγεί το αυτοκίνητο του Παζολίνι και ομολόγησε τον φόνο. Καταδικάστηκε στο 1976. Το 2005, απέσυρε την ομολογία του, και υποστήριξε ότι άγνωστοι είχαν σκοτώσει τον Παζολίνι. Είπε ότι αναγκάστηκε να ομολογήσει γιατί υπήρχαν απειλές κατά του ίδιου και της οικογένειάς του. Η έρευνα σχετικά με τη δολοφονία Παζολίνι άρχισε εκ νέου μετά την αναίρεση του Πελόζι.
Υπήρξαν ενδείξεις ότι ο φόνος έγινε από εκβιαστές, οι οποίοι είχαν κλέψει μερικές μπομπίνες της ταινίας Σαλό ή 120 Μέρες στα Σόδομα και ο Παζολίνι σχεδίαζε να τους συναντήσει στη Στοκχόλμη. Υπήρξε το σενάριο ότι ο Παζολίνι, που ήταν δηλωμένος ομοφυλόφιλος, δολοφονήθηκε από ακροδεξιούς που φώναζαν γι’ αυτόν «κομουνιστή» και «αδερφή». Οι δικαστές έκριναν ότι οι νέες ενδείξεις δεν ήταν αρκετές για να ξανανοίξουν την υπόθεση. Είναι θαμμένος στην Καζάρσα, στο αγαπημένο του Φριούλι.