Αν νομίζετε ότι ο Νίκος Γκάλης είναι ο πρώτος Έλληνας μπασκετμπολίστας που αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ σε μεγάλη διεθνή διοργάνωση, κάνετε μεγάλο λάθος.

Στις 8 Οκτωβρίου 1967 ολοκληρώθηκε το 15ο Ευρωμπάσκετ, στα γήπεδα της Φινλανδίας. Η Σοβιετική Ένωση κατέκτησε τον τίτλο νικώντας στον τελικό την Τσεχοσλοβακία με 89-77, όμως πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης δεν αναδείχθηκε ο Σεργκέι Μπέλοφ ή ο Μοντέστας Παουλάουσκας ούτε κάποιο άλλο «αστέρι» της.

Τους περισσότερους πόντους από κάθε άλλον παίκτη σημείωσε ο Έλληνας φόργουορντ, Γιώργος Κολοκυθάς, παρότι η Εθνική μας κατέλαβε μόλις τη 12η θέση ανάμεσα στις 16 συμμετέχουσες. Με 227 πόντους, δηλαδή μέσο όρο 25,4 ανά αγώνα, ο άσος του Παναθηναϊκού κατέλαβε την πρώτη θέση στον πίνακα των σκόρερ, δείχνοντας από τότε ότι το μέλλον του αθλήματος ήταν λαμπρό.

Βέβαια, μιλάμε για μια εποχή κατά την οποία το ελληνικό μπάσκετ είχε σημειώσει ήδη διακρίσεις. Το 1966 η ΑΕΚ είχε προκριθεί στο Final-4 του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Ο Φαίδων Ματθαίου, ο Κώστας Μουρούζης και ο Μίμης Στεφανίδης είχαν παίξει με επιτυχία στο ιταλικό πρωτάθλημα, ενώ από το 1949 κιόλας η Εθνική Ελλάδας είχε μετάλλιο σε Ευρωμπάσκετ (έστω σε εκείνη την περίεργη διοργάνωση στην Αίγυπτο με τις πολλές απουσίες).

Ο Κολοκυθάς είχε ύψος 1.95 μ. και ήταν ένας χαρισματικός φόργουορντ, που αγωνιζόταν με επιτυχία και ως «τριάρι» και ως «τεσσάρι». Εκείνα τα χρόνια που δεν υπήρχε τρίποντο, το βάρος του σκοραρίσματος έπεφτε στους ψηλούς και ο «Μύτος» (όπως ήταν το παρατσούκλι του) κατάφερνε να στέλνει την μπάλα στο καλάθι με κάθε τρόπο, χάρη στην αλτικότητα και την πλαστικότητα στις κινήσεις του.

Η κορυφαία εμφάνισή του στο Ευρωμπάσκετ του 1967 ήταν εκείνη κόντρα στην Ισπανία, στις 7 Οκτωβρίου. Ήταν ο πρώτος αγώνας για τις θέσεις 9-12 (αφού η Ελλάδα είχε τερματίσει 5η ανάμεσα σε οκτώ ομάδες στον όμιλο της Α’ Φάσης) και ο Κολοκυθάς πέτυχε 43 πόντους, σημειώνοντας ατομικό ρεκόρ με το εθνόσημο.

Η «Ρόχα» επικράτησε με 99-95 στην παράταση, έχοντας κορυφαίο παίκτη τον Εμιλιάνο Φερνάντεθ, ο οποίος κατέλαβε τη δεύτερη θέση στον πίνακα των σκόρερ με μέσο όρο 21,8 πόντους. Σχεδόν τέσσερις λιγότερους από τον μέσο όρο του Κολοκυθά, ο οποίος θα επαναλάμβανε τη διάκριση και στο επόμενο Ευρωμπάσκετ, το 1969 στην Ιταλία.

Συνολικά πέτυχε 1.807 πόντους σε 90 συμμετοχές με την Εθνική μέχρι το 1971, είχε δηλαδή 20,1 πόντους ανά αγώνα σε μια εποχή που δεν υπήρχε τρίποντο.

Σε συλλογικό επίπεδο, ο Κολοκυθάς κατέκτησε τέσσερα πρωταθλήματα Ελλάδας με τον Παναθηναϊκό (1967, 1969, 1971, 1972) και αναδείχθηκε άλλες τρεις φορές πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης: το 1964 και το 1966 με τη φανέλα του Σπόρτιγκ, απ’ τον οποίο ξεκίνησε την καριέρα του και το 1967 με το «τριφύλλι».

Μετά το τελευταίο πρωτάθλημα που πανηγύρισε, αναγκάστηκε να σταματήσει το μπάσκετ σε ηλικία μόλις 28 ετών, λόγω ενός προβλήματος στο γόνατο, αλλά είχε αφήσει ήδη τεράστιο αποτύπωμα. Το 1970 επιλέχτηκε στη Μικτή Ευρώπης, ενώ το 1991 το επίσημο περιοδικό της FIBA τον συμπεριέλαβε στους 50 κορυφαίους Ευρωπαίους μπασκετμπολίστες όλων των εποχών.

Οι νεότεροι τον θυμούνται από τη θητεία του στην Ελληνική Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης, όπου για πολλά χρόνια κατείχε το πόστο του γενικού αρχηγού των εθνικών ομάδων. Το 2005 στο Βελιγράδι γεύτηκε «από μέσα» την κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ, αν και τις περισσότερες φορές είχε τόση αγωνία για τη νίκη που δεν άντεχε να παρακολουθεί τους αγώνες.

Έφυγε από τη ζωή στις 2 Μαρτίου 2013 από ανακοπή καρδιάς, σε ηλικία 67 ετών.