Η απόφαση της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων (όπως ονομαζόταν τότε η ΕΟΕ) να χρίσει σημαιοφόρο τον Μπάμπη Χολίδη στη διοργάνωση της Σεούλ, το 1988, είχε προκαλέσει αντιδράσεις.

Ο βραχύσωμος παλαιστής της ελληνορωμαϊκής είχε κατακτήσει το χάλκινο μετάλλιο το 1984 στο Λος Άντζελες. Όμως, ο Τάσος Μπουντούρης, ο οποίος είχε ανέβει στο τρίτο σκαλί του βάθρου το 1980 στη Μόσχα, υποστήριζε ότι είχε προτεραιότητα για τη σημαία.

Η επιλογή του Χολίδη στηρίχθηκε στο γεγονός ότι είχε περισσότερες ελπίδες διάκρισης και στη Σεούλ. Και δικαιώθηκε, αφού ο ποντιακής καταγωγής αθλητής δεν επέτρεψε ούτε στο πρόβλημα που αντιμετώπιζε στο γόνατο, να του στερήσει το βάθρο. Παλεύοντας με καρδιά και αυταπάρνηση, αναδείχθηκε ξανά χάλκινος ολυμπιονίκης στην κατηγορία των 57 κιλών. Αυτό ήταν και το μοναδικό μετάλλιο για την Ελλάδα στους αγώνες του 1988.

Η μάχη του Χολίδη στην κατηγορία των 57 κιλών συνέπεσε με τη μάχη που έδινε ο Ανδρέας Παπανδρέου για να κρατηθεί στη ζωή στο Λονδίνο. Την ώρα της μετάδοσης των αγώνων, η ΕΡΤ ενημέρωνε τον κόσμο για τις καρδιολογικές εξετάσεις στις οποίες υποβαλλόταν ο τότε πρωθυπουργός, με αλλεπάλληλα «κρόουλ» που έτρεχαν στην οθόνη.

Ήταν συμβολικό, ίσως, για τη γερή καρδιά με την οποία έπρεπε να αγωνιστεί ο Χολίδης, μια και η κλήρωση τον είχε φέρει στο δυσκολότερο από τα δύο γκρουπ της κατηγορίας.

Ο πιο σημαντικός αγώνας ήταν ο πρώτος, κόντρα στον Σοβιετικό Αλεξάντρ Τσεστάκοφ. Έναν δυνατό αντίπαλο, από τον οποίο είχε ηττηθεί εύκολα λίγους μήνες νωρίτερα, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Εκεί όμως ο Χολίδης είχε κατέβει λίγο καιρό μετά τις δύο επεμβάσεις στο γόνατο, μόνο και μόνο για να κατοχυρώσει το δικαίωμα συμμετοχής στους Ολυμπιακούς.

Στη Σεούλ τα πράγματα ήταν σαφώς καλύτερα για τον Έλληνα πρωταθλητή, ο οποίος τα έδωσε όλα και πήρε τη νίκη με τρεις παρατηρήσεις. Ο δρόμος για τη διάκριση ήταν πλέον ανοιχτός. Ακολούθησαν άλλες τρεις νίκες, επί του Σουηδού Μπένι Λιούνγκμπεκ, επί του Νοτιοκορεάτη Χουχ Μπιουνγκ-Χο και επί του Αμερικανού Άντονι Αμάντο. Ο Χολίδης πέρασε «μπάι» στον ημιτελικό, όπου θα αντιμετώπιζε τον δυνατό Βούλγαρο, Στόγιαν Μπάλοφ.

Η αγωνία στην Ελλάδα είχε φτάσει στο κατακόρυφο, μια και όλοι γνωρίζαμε ότι αυτή ήταν η μοναδική μας ευκαιρία για ένα μετάλλιο. Όμως, ο Μπάλοφ παρουσιάστηκε ανώτερος, ο Χολίδης είχε ξεμείνει από δυνάμεις και η ήττα με 8-0 έσβησε το όνειρο για το χρυσό μετάλλιο.

Το βάθρο, όμως, δεν είχε χαθεί οριστικά. Υπήρχε και ο μικρός τελικός, για το χάλκινο. Μπορεί ο Χολίδης να ήταν τραυματίας, αλλά λίγες μέρες προτού κλείσει τα 32 του (γεννήθηκε την 1η Οκτωβρίου 1956) ήταν πιο έμπειρος από τον νεαρό Κινέζο Γιανγκ Τσανγκλίνγκ, ο οποίος ήταν ο αντίπαλός του στη μάχη για τη τρίτη θέση.

Ο Έλληνας αθλητής πήρε νωρίς το προβάδισμα με 3-1, αν και χρεώθηκε νωρίς με δύο παρατηρήσεις. Στη συνέχεια πάλεψε συγκρατημένα, αλλά όχι παθητικά, για να μην κινδυνεύσει με αποκλεισμό. Ο Κινέζος παρασύρθηκε κι ενώ προσπαθούσε να φέρει το ματς στα ίσα, είδε τον Χολίδη να του παίρνει τρία σημεία με μια έξυπνη λαβή. Το 6-1 ήταν αδύνατο πια να ανατραπεί και η χώρα μας πανηγύρισε το μοναδικό της μετάλλιο σε εκείνους τους Ολυμπιακούς Αγώνες.

«Πήγα στη Σεούλ με ένα πόδι, στην κυριολεξία. Ποτέ δεν έβγαλα ολόκληρη προπόνηση με τα δύο πόδια, πάντοτε στηριζόμουνα στο ένα, το γερό», δήλωσε μερικά χρόνια αργότερα για την εμπειρία του στη Σεούλ ο ομογενής παλαιστής, ο οποίος είχε γίνει δεκτός με τιμές εθνικού ήρωα κατά την επιστροφή της αποστολής στην Αθήνα.

Δυστυχώς, η δυνατή καρδιά που χάρισε στον Χολίδη τόσες πολλές αθλητικές διακρίσεις, τον πρόδωσε στις 26 Ιουνίου 2019, όταν ήταν μόλις 62 ετών. Έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο Μενίδι, την πόλη που τον τίμησε δίνοντάς το όνομά του στο κλειστό της γυμναστήριο και στην οποία διατηρούσε πρακτορείο ΟΠΑΠ. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της αθλητικής του καριέρας, είχε υπηρετήσει την πάλη και ως προπονητής, στον Άτλαντα Καλλιθέας και στις εθνικές ομάδες.