Δεύτερες σκέψεις φαίνεται να κάνουν επενδυτές για την υλοποίηση αναπτύξεων στην Παλιά Πόλη της Λευκωσίας, μετά και από την απόφαση του Υπουργείου Εσωτερικών να μην ανανεώσει την εντολή για μειωμένα τέλη εξαγοράς χώρων στάθμευσης, που ίσχυαν από το 2016.

Συγκεκριμένα, ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Επιστημόνων Εκτιμητών Ακινήτων, Πόλυς Κουρουσίδης, μιλώντας στο ΣΙΓΜΑ και την εκπομπή Μεσημέρι και Κάτι, αναφέρθηκε στις περιπτώσεις δύο επενδυτών οι οποίοι σκόπευαν να προβούν σε αλλαγή χρήσης υφιστάμενων κτιρίων, με σκοπό να τα ανακαινίσουν ούτως ώστε να λειτουργήσουν ως μικρό ξενοδοχείο και φοιτητικές εστίες.

Ωστόσο, πέρα από τα αυξημένα κόστη των κατασκευαστικών υλικών, πλέον βρίσκονται αντιμέτωποι με έξοδα εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ επιπλέον, αφού σύμφωνα με το ισχύον πλαίσιο, θα πρέπει να «εξαγοράσουν» εικονικούς χώρους στάθμευσης, το κόστος των οποίων ανέρχεται σε μερικές χιλιάδες ευρώ ανά χώρο στάθμευσης. Η πρακτική αυτή ακολουθείται για περιοχές όπως τα ιστορικά κέντρα των πόλεων, όπου οι επιχειρήσεις δεν έχουν τη δυνατότητα να υποδείξουν χώρους στάθμευσης, με τα χρήματα να καταλήγουν σε ένα ενιαίο ταμείο των δήμων για τη δημιουργία νέων χώρων.

Όπως αποκάλυψε ο κ. Κουρουσίδης οι εν λόγω επενδυτές θα κληθούν να πληρώσουν €100 – €150 χιλιάδες περισσότερα για εξαγορά χώρων στάθμευσης «που δεν υπάρχουν καν».

Αγοράζουν «αέρα» χιλιάδων ευρώ – Τέλος στην έκπτωση του 70%

Ο κ. Κουρουσίδης εξήγησε πως υπάρχει ένας μηχανισμός από το 2016, με εντολή του τότε Υπουργού Εσωτερικών, Σωκράτη Χάσικου, για ενιαία πολιτική εξαγοράς χώρου στάθμευσης σε κτίρια που δεν διαθέτουν τους απαιτούμενους χώρους, με το κόστος να καθορίζεται  αναλόγως του εάν τα υποστατικά βρίσκονται εντός του πυρήνα των πόλεων, σε περιφερειακά εμπορικά κέντρα, είτε σε πεζοδρομημένους δρόμους. Στην ουσία τα λεφτά εξαγόραζαν «αέρα», σημείωσε, αφού τα χρήματα δεν αντιστοιχούσαν σε πραγματικούς χώρους στάθμευσης, αλλά τα έπαιρναν οι δήμοι με σκοπό να δημιουργήσουν πάρκινγκ.

Aπό το 2016 και μέχρι τα τέλη του 2023 ίσχυαν δόθηκε ένα κίνητρο για μειωμένο ποσό της τάξης του 70% και 50% αντίστοιχα στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης εφόσον δεν υπήρχε ενδιαφέρον για αναπτύξεις. Τα μειωμένα ποσά ίσχυαν μέχρι και τα τέλη του 2023, όταν ο νυν Υπουργός Εσωτερικών αποφάσισε να μην ανανεώσει την εντολή, επαναφέροντας το καθορισμένο κόστος, στο ύψος που ίσχυε προηγουμένως:

  • Σε εμπορικά κέντρα που η εξαγορά αφορά λιγότερους των 10 χώρων στάθμευσης το κόστος ορίζεται στις €5.000, ενώ για περισσότερους από 10 στις €8.500
  • Σε πεζοδρομημένες περιοχές με λιγότερους των 10 χώρων στάθμευσης το αντίστοιχο κόστος φτάνει τις €2.500, ενώ για περισσότερους τις €5.000.

Αντικίνητρο που πλήττει την επιχειρηματικότητα 

Ο κ. Κουρουσίδης χαρακτήρισε ως αντικίνητρο την επαναφορά των εν λόγω τελών, τονίζοντας πως το ύψος των εσόδων για τους δήμους δεν είναι τόσο σημαντικό για τον προϋπολογισμό τους, όσο το πρόσθετος κόστος που επωμίζεται ένας νέος επιχειρηματίας, καλώντας το Υπουργείο Εσωτερικών να το ξανασκεφτεί.

Όπως εξήγησε, το 2023 ίσως να εξαγοράστηκαν στη Λευκωσία γύρω στους 70 χώρους στάθμευσης. Αντιλαμβάνεστε πως μιλάμε για ένα ποσό της τάξης των €300 – €350 χιλιάδων, το οποίο θα εισπράξει το Δημαρχείο, ανέφερε, λέγοντας πως δεν είναι πολύ σημαντικό ποσό για τον προϋπολογισμό του, αλλά είναι πολύ σημαντικό για ένα νεαρό επιχειρηματία που θέλει να κάνει μία μικρή επιχείρηση ή για έναν επιχειρηματία που θέλει να ανακαινίσει ένα κτίριο.

Σε διάλογο με την Πολιτεία το ΕΤΕΚ

Από την πλευρά του ο Γενικός Γραμματέας του ΕΤΕΚ, Ανδρέας Θεοδότου, ανέφερε πως το Επιμελητήριο βρίσκεται σε διαβούλευση με την Πολιτεία για το θέμα των χώρων στάθμευσης ακόμη και για νέες αναπτύξεις, αλλά και στο πλαίσιο της προώθησης προσιτής κατοικίας. Παραδέχθηκε πως ο Υπουργός Εσωτερικών ίσως θα έπρεπε να είχε διαβουλευθεί καλύτερα εκ των προτέρων με τους εταίρους, προσθέτοντας πως μέσα στις επόμενες μέρες θα το συζητήσουν μαζί του.

«Προφανώς η εξαγορά ενός χώρου στάθμευσης θα είναι ένα επιπρόσθετο κόστος για κάποιον που θέλει είτε να ανακαινίσει, είτε να ενοικιάσει σε κάποιον άλλον που θα προχωρήσει σε ανακαίνιση», συμφώνησε ο κ. Θεοδότου, εκφράζοντας την άποψη πως η επιλογή της ανακαίνισης καθίσταται μη συμφέρουσα για επένδυση στο κέντρο της πόλης. Υπέδειξε ακόμη, πως τα χρήματα θα μπορούσαν να διοχετεύονται εκτός από τη δημιουργία χώρων στάθμευσης και για την προώθηση των μέσων μαζικής μεταφοράς.

Στο κάδρο ασφάλεια, αλλά και γκετοποίηση

Πέραν της οικονομικής πτυχής, το ζήτημα φαίνεται παράλληλα, να αγγίζει και το κεφάλαιο «ασφάλεια», αφού η έλλειψη ενδιαφέροντος για ανακαινίσεις, εν μέσω αυξημένων τελών, οδηγεί σε εγκαταλελειμμένα κτίρια, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις θέτουν σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα των πολιτών.

«Πρέπει να αποφασίσουμε τι θέλουμε», υπογράμμισε ο κ. Κουρουσίδης.  «Θέλουμε κέντρα των πόλεων όπου θα σφύζουν από ζωή με νέες επιχειρήσεις, καφεστιατόρια, ανακαινισμένα και όμορφα κτίρια, όπου και οι τουρίστες θα έρχονται και θα περνούν ωραία ή θέλουμε κέντρα εγκαταλελειμμένα με παλιά κτίρια, τα οποία κινδυνεύουν με κατάρρευση», διερωτήθηκε εγείροντας τα θέματα ασφάλειας που δημιουργεί η μη ανακαίνιση παλαιών κτιρίων στους ιστορικούς πυρήνες των πόλεων.

Αυτή τη στιγμή, σημείωσε, υπάρχει το αυξημένο κόστος κατασκευής και ανακαίνισης και συνάμα, δεν υπάρχει το κίνητρο για εξαγορά χώρου στάθμευσης. Άρα, όπως επεσήμανε, θα βλέπουμε περιστατικά που θέτουν σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα των πολιτών, ακόμη και τη ζωή τους, όπως επίσης και φαινόμενα γκετοποίησης. Απόδειξη το γεγονός πως μεγάλος αριθμός παλιών πολυκατοικιών δεν συντηρούνται με αποτέλεσμα το τελευταίο διάστημα να έχουν αυξηθεί τα περιστατικά με μπαλκόνια που πέφτουν και εγκαταλελειμμένα κτίρια που τυλίγονται στις φλόγες.