Ο μόνος που βρέθηκε, βράδυ Κυριακής στην Τούμπα και γνώριζε τη διαδικασία της μετάβασης από μια πρόκριση – πόσο μάλλον ανεπανάληπτη – σε τελικό ευρωπαϊκής διοργάνωσης σε ένα must win παιχνίδι πρωταθλήματος ήταν ο Χοσέ Λουίς Μεντιλίμπαρ. Νωπό το είχε μάλιστα, αφού μόλις πέρυσι το έζησε ο τεχνικός του Ολυμπιακού, όντας τότε στον πάγκο της Σεβίλλης.

Γράφει ο Αντώνης Οικονομίδης

Πέμπτη πανηγύριζε μια ακόμη παρουσία των Ανδαλουσιάνων σε τελικό Europa League αποκλείοντας στην παράταση τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Κυριακή, περίμενε στο κολασμένο ντέρμπι της πόλης, στη La Liga, την Μπέτις. Την αποστολή που είχε όταν ανέλαβε τους «ρόχας», την είχε φέρει εις πέρας και μάλιστα από εκεί που φλέρταραν με τον υποβιβασμό, «τρέχοντας» σερί 6-1-1 είχαν φτάσει στον πόντο πια από την 7η θέση και την εξασφάλιση – μέσω του πρωταθλήματος – ενός ευρωπαϊκού εισιτήριου.

Πέμπτη – Κυριακή, ο Βάσκος τα είχε αλλάξει όλα. Όλους κι όλους τρεις κράτησε αμετακίνητους στις ενδεκάδες των δύο παιχνιδιών (Γκούντελ, Ράκιτιτς, Όλι Τόρες). Δεν μαζεύονταν όμως. Στο ζερό έμεινε σε εκείνο το ντέρμπι η Σεβίλλη, η οποία ως το φινάλε της σεζόν άλλη νίκη εντός συνόρων δεν έκανε. Είχε αδειάσει, είχε αλλού να στρέψει βλέμμα, προσοχή, τα πάντα. Και έτσι, τον τελικό ακόμη και στα πέναλτι, τον κέρδισε.

Οι ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού, άμαθοι όπως όλοι μας σε τέτοια συνθήκη παρουσίας σε έναν ευρωπαϊκό τελικό, μετά τα όσα έγιναν την Πέμπτη το βράδυ, θα πρέπει να έφτασαν σπίτια τους νωρίς το ξημέρωμα της Παρασκευής. Αν κοιμήθηκαν, και πως κοιμήθηκαν, θα ξύπνησαν ίσα για να… ονειρευτούν ξανά, με τα μάτια ανοιχτά αυτή τη φορά, ξεκουράζοντας – ακόμη και στο προπονητικό κέντρο – κορμί και μυαλό.

Σε αυτό, στην σκέψη τους, ο ΠΑΟΚ αν μπήκε για πρώτη φορά θα ήταν, στην καλύτερη, απομεσήμερο Σαββάτου, στην αναχώρηση της αποστολής των “ερυθρόλευκων” για τη Θεσσαλονίκη. Και όχι μόνο τότε, μετά δηλαδή την πρόκριση στον τελικό του Conference League, αλλά και πριν. Δύο εβδομάδες τώρα, αυτά που κυριαρχούσαν, αυτά που μονοπωλούσαν ήταν Άστον Βίλα, Ευρώπη, τελικός.

Λογικό και ανθρώπινο. Και στο φινάλε και ιεραρχικά απολύτως δικαιολογημένο.

Από την άλλη, στο μυαλό των ποδοσφαιριστών του ΠΑΟΚ, όλο αυτό το διάστημα, από την τελευταία φορά που πάτησαν γήπεδο, πριν δύο εβδομάδες, πάλι σε ντέρμπι στο «σπίτι» τους κόντρα στην ΑΕΚ, δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός από τον Ολυμπιακό. Εκτός από την επίγνωση πως οι ελπίδες τους για το πρωτάθλημα περνούσαν μόνο μέσα από μια ακόμη επικράτηση.

Ο δικός τους κόσμος, το δικό τους σύμπαν, αυτό ήταν. Τίποτα διαφορετικό. Μόνο αυτό. Απολύτως λογικό και επόμενο.

Έκανε καλύτερα όσα χρειάζονταν για να κερδίσει

Κάτι άλλο δεν χρειάζεται για να εξηγήσει τι έγινε στο χορτάρι, πως επικράτησε ο «δικέφαλος», πως έτσι διατηρήθηκε με τσίτα γκάζια στη διεκδίκηση του τίτλου και πως ο Ολυμπιακός την αποχαιρέτησε.

Ο ΠΑΟΚ έκανε καλύτερα, αποτελεσματικότερα, ενεργητικότερα, αρτιότερα όσα χρειάζονταν να κάνει ώστε να κερδίσει αυτό το παιχνίδι. Ο Ολυμπιακός, παρότι ο προπονητής του διαφοροποίησε την περυσινή ανδαλουσιάνικη σε ανάλογη περίσταση συνταγή, αλλάζοντας μόλις τέσσερις από την ενδεκάδα της περασμένης Πέμπτης, υστέρησε.

Σε καθαρό μυαλό, σε τρεξίματα, σε ενέργεια, σε διάθεση, σε δεινότητα, σε πίστη, σε – κακά τα ψέματα – στοχοπροσήλωση. Ακόμη ακόμη και σε τσαμπουκά. Στο πρώτο κιόλας (καλό για τους “ερυθρόλευκους”) τέταρτο του παιχνιδιού, ο Αντρίγια Ζίβκοβιτς έκανε σαραντάρι σπριντ, φεύγοντας από τη θέση και τον ρόλο του μόνο και μόνο για να ακολουθήσει μια εφόρμηση του Τσικίνιο και κλέβοντάς του την μπάλα πριν πατήσει στην περιοχή του ΠΑΟΚ, το πανηγύρισε έξαλλα ζητώντας, απαιτώντας την παραπάνω αφύπνιση και στήριξη της εξέδρας.

Η πρώτη, σχετική, ανάλογη αντίδραση των “ερυθρόλευκων” ήταν το μελέ του Ποντένσε με τον Σέρβο και ήρθε στο ξεκίνημα του δεύτερου ημιχρόνου. Μόλις. Τότε όμως το παιχνίδι είχε ήδη δρομολογηθεί.

Σε τέτοια, που το ένα γκολ δηλαδή δεν κάνει απλώς διαφορά γι’ αυτόν που το πετυχαίνει, αλλά βαραίνει διπλά – κυριολεκτικά – αυτόν που το δέχεται, το γκολ το είχε βρει ο ΠΑΟΚ, ελέγχοντας απόλυτα τα πράγματα. Ακόμη ακόμη και τον εκνευρισμό και την ξεκάθαρη από εκείνο το σημείο και έπειτα θολούρα των αντιπάλων του.

Γιατί πλέον – και αναλογικά πάντα – οι “ασπρόμαυροι” έκαναν στους “ερυθρόλευκους” ό,τι αυτοί είχαν κάνει την Πέμπτη στους Villans. Δεν τους άφησαν σπιθαμή ελευθερίας, δεν τους επέτρεψαν δεύτερο κοντρόλ χωρίς κάλυψη, ήταν και έβγαιναν παντού μπροστά τους. Και όταν πια σημείωσαν το δεύτερο γκολ, με τους αρτίστες να ξεδιπλώνουν με δύο επαφές και μια πάσα κόντρα μετά από εκτέλεση κόρνερ, αυτό ήταν, game over.

Δίκαιο. Λογικό. Θέμα προτεραιοτήτων, ιεράρχησης, πνευματικής και σωματικής ανταπόκρισης και προφανώς ανωτερότητας. Από τη μια το μυαλό ήταν αδύνατον να μαζευτεί, από την άλλη, το απόλυτο κεντράρισμα. Πολλές φορές – αν όχι πάντα – δεν χρειάζεται κάτι περισσότερο για να γείρει την πλάστιγγα και να καθορίσει εξέλιξη και έκβαση.

Και έτσι ο Ολυμπιακός, όπως το κέρδισε στο τελευταίο τέρμινο της σεζόν του, θα συνεχίσει να απολαμβάνει τους καρπούς του ιστορικού, εκτός συνόρων, επιτεύγματός του, χωρίς οποιαδήποτε “εγχώρια” αμφιβολία, άγχος, ανησυχία, να μεγεθύνεται τόσο ώστε να ξεπερνάει την ανεπανάληπτη συνθήκη που βιώνουν οι “ερυθρόλευκοι”.

Και έτσι ο ΠΑΟΚ, όπως άξιζε συνολικά για τη μέχρι και χτες χρονιά του, έμεινε αυτός που θα παλέψει στην τελευταία της εβδομάδα για το πρωτάθλημα. Ακόμη και χωρίς να εξαρτάται η κατάκτησή του από τα δικά του αποτελέσματα, ακόμη και αν έχει να σιχτιρίζει για άλλα πρότερα (βλ. Λαμία), το πιστώνεται.

Ανεξαρτήτως τι θα φέρει αυτή η τελευταία εβδομάδα. Άλλη φορά άλλωστε που να έχει φτάσει σε δαύτην και να είναι απόλυτα εντός κόλπου, από τότε που πανηγύρισε το τελευταίο του πρωτάθλημα πριν πέντε χρόνια, δεν έχει υπάρξει.