Η φωτιά που άναψε στη γειτονιά μας έχει σημάνει συναγερμό στην Αθήνα ώστε να υπάρξει αποτελεσματική διαχείριση των όποιων προκλήσεων βρεθεί αντιμέτωπη η χώρα μας, με πρώτη βεβαίως το ενδεχόμενο μεταναστευτικών ροών από Παλαιστινίους της Γάζας. Το ΚΥΣΕΑ που συνεδρίασε την περασμένη Πέμπτη υπό την προεδρία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη επιβεβαίωσε την εγρήγορση των δυνάμεων ασφαλείας της χώρας για την αυστηρή επιτήρηση των χερσαίων και θαλάσσιων συνόρων της χώρας.
Οπως τόνιζε πρώην Αμερικανός πρέσβης στο Τελ Αβίβ, η μεγάλη διαφορά με τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το 1973 είναι ότι ο Αιγύπτιος πρόεδρος Ανουάρ Σαντάτ πήγε σε πόλεμο με το Ισραήλ με σκοπό να κάνει μετά ειρήνη. Η Χαμάς εξαπέλυσε την επίθεση όχι για να πλήξει το Ισραήλ ή να το γονατίσει, αλλά για να το καταστρέψει και δεν έχει κανένα απολύτως ενδιαφέρον για ειρήνευση με το Ισραήλ.
Η Χαμάς αιφνιδιάζοντας το Ισραήλ έδειξε ότι οι δυνατότητές της έχουν αναβαθμιστεί και τα κίνητρα της επίθεσης στη συγκεκριμένη συγκυρία είναι αρκετά. Η Χαμάς έχει τον απόλυτο έλεγχο της Γάζας μετά τη νίκη της επί της Φατάχ και του Μαχμούντ Αμπάς, αλλά γνωρίζει ότι η επίσημη εκπροσώπηση των Παλαιστινίων ανήκει στην Παλαιστινιακή Αρχή με έδρα τη Ραμάλα στη Δυτική Οχθη και αυτό περιορίζει τον ρόλο της. Η τελευταία επίθεση με εντυπωσιακό τρόπο επιχειρεί να καταδείξει στους Παλαιστινίους ότι είναι η πολιτική δύναμη που αγωνίζεται με συνέπεια για την παλαιστινιακή υπόθεση και μπορεί να δώσει μάθημα στο Ισραήλ.
Ο βασικός λόγος όμως της επίθεσης τη συγκεκριμένη στιγμή, με παρότρυνση και κρυφή ενίσχυση της Τεχεράνης, ήταν η ανατροπή της προωθούμενης από τους Αμερικανούς ομαλοποίησης των σχέσεων Ισραήλ – Σαουδικής Αραβίας, που εκ των πραγμάτων θα περιθωριοποιούσε και τη Χαμάς και το Ιράν. Διότι ένα από τα ανταλλάγματα που ζητούσε το Ριάντ ήταν να γίνουν κινήσεις από το Ισραήλ στο Παλαιστινιακό, και αυτό φυσικά θα ήταν πολύ πιο εύκολο να γίνει με την Παλαιστινιακή Αρχή.
Ωστόσο, η αποκατάσταση της αποτρεπτικής ισχύος του Ισραήλ δεν μπορεί να γίνει ούτε με ένα απλό παζάρι για την επιστροφή των ομήρων, ούτε με μια απλή συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, παρά μόνο αν επιτευχθεί, αν όχι η διάλυση της Χαμάς στη Γάζα, τουλάχιστον η συντριπτική τιμωρία της. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με χερσαία επέμβαση.
Η χερσαία επέμβαση όμως θα έχει εξαιρετικά μεγάλο αριθμό θυμάτων μεταξύ των αμάχων που χρησιμοποιούνται ως ανθρώπινη ασπίδα από τη Χαμάς και καθώς οι ισραηλινές δυνάμεις θα πρέπει να επιχειρούν σε αστικό περιβάλλον και αστικές περιοχές που συνδέονται υπογείως με τα περίφημα μυστικά τούνελ τα οποία έχουν κατασκευαστεί από τη Χαμάς. Για το Ισραήλ επίσης θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιχειρήσει χερσαία επέμβαση όταν στα χέρια των τρομοκρατών βρίσκονται δεκάδες όμηροι.
Η προειδοποίηση του Ισραήλ για εκκένωση της Βόρειας Γάζας, που απορρίφθηκε από τη Χαμάς, δεν θα μπορέσει με κανέναν τρόπο να δικαιολογήσει τα όσα θα ακολουθήσουν μια χερσαία επέμβαση.
Ακόμη κι αν εξουδετερωθεί η Χαμάς, δεν υπάρχει άλλη παλαιστινιακή δύναμη στη Γάζα που θα μπορεί να αναλάβει τη διοίκηση της περιοχής, καθώς η Παλαιστινιακή Αρχή του Αμπάς με έδρα τη Ραμάλα είναι μια ομάδα με μικρή επιρροή, υπόλογη για διαφθορά και στα μάτια των Παλαιστινίων της Γάζας, αλλά και της πλειονότητας στη Δυτική Οχθη είναι μια Αρχή «συνεργαζόμενη με τον εχθρό».
Η επιλογή της διαρκούς παρουσίας των Ισραηλινών στρατευμάτων στη Γάζα υπό μορφή προσωρινής κατοχής είναι κάτι που ούτε το Ισραήλ επιθυμεί, καθώς θα είχε δυσβάσταχτο κόστος – και διπλωματικό και οικονομικό.
Η Χαμάς προκαλώντας μια σφοδρότατη αντεπίθεση του Ισραήλ ήθελε να ενεργοποιήσει και το άνοιγμα νέων μετώπων, κυρίως από Βορρά, καθώς η Χεζμπολάχ δεν θα μπορεί να μείνει για καιρό απαθής σε μια χερσαία επιχείρηση.
Σε ό,τι αφορά το εσωτερικό του Ισραήλ, παρά τη συγκρότηση νέας κυβέρνησης με τη συμμετοχή του ηγέτη του αντιπολιτευόμενου κόμματος και πρώην υπουργού Αμυνας Μπένι Γκαντζ, η παρουσία των ορθόδοξων Εβραίων και ακροδεξιών κυβερνητικών εταίρων του Μπένιαμιν Νετανιάχου αποτελεί ένα σημαντικό εμπόδιο για τους επόμενους χειρισμούς. Καθώς έτσι δίνεται το μήνυμα ότι εγκαταλείπεται η προοπτική λύσης δύο κρατών, ενώ διατηρούνται εντός κυβέρνησης εκείνοι που επιζητούν επέκταση των εποικισμών και κατασταλτική πολιτική εναντίον των Παλαιστινίων πυροδοτώντας ένταση και στη Δυτική Οχθη.
Για το Ισραήλ ο μεγαλύτερος εφιάλτης είναι το ταυτόχρονο άνοιγμα κι άλλων μετώπων. Παρά τα πλήγματα που δέχτηκε το αεροδρόμιο της Δαμασκού (προκειμένου να μην προσγειωθεί ιρανικό αεροσκάφος) και τους περιορισμένους βομβαρδισμούς στον Λίβανο, με τα οποία το Ισραήλ ήθελε να δείξει ότι είναι σε θέση να αντέξει και δύο και τρία ακόμη μέτωπα, είναι προφανές ότι ειδικά με τη Χεζμπολάχ θα αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες.
Η οργάνωση, που έχει ρόλο ρυθμιστή στην πολιτική κατάσταση του Λιβάνου, διατηρεί βαθιές ρίζες στην κοινωνία και συνδέεται ευθέως με το Ιράν, έχει στη διάθεσή της, σύμφωνα με ανεπίσημα στοιχεία, σχεδόν 150.000 ρουκέτες και πυραύλους, εκ των οποίων μεγάλος αριθμός είναι μέσου και μεγάλου βεληνεκούς που μπορούν να χτυπήσουν κάθε γωνιά του Ισραήλ και να γονατίσουν ακόμη και το «Iron Dome».
Το Ισραήλ, παρά το γεγονός ότι έχει απειλήσει ότι θα πλήξει με δικές του δυνάμεις το Ιράν εφόσον πλησιάσει στην απόκτηση πυρηνικών όπλων, δεν θα ήθελε μια εμπλοκή της Χεζμπολάχ να οδηγήσει σε ευθεία αντιπαράθεση με την Τεχεράνη. Εξάλλου, η εκτίμηση είναι ότι το ιρανικό καθεστώς προτιμά να βάζει φωτιές με τους «αντιπροσώπους» του, αλλά το ίδιο να στέκεται μακριά από τις φλόγες.
Βίντεο: Ισραηλινές δυνάμεις βομβαρδίζουν στόχους στη Γάζα
Η παρουσία ισχυρότατης δύναμης πυρός στη Μεσόγειο, με τις αμερικανικές αρμάδες με δύο αεροπλανοφόρα, στέλνει ισχυρό αποτρεπτικό μήνυμα ότι αν κινδυνέψει το Ισραήλ, είτε από μια μαζική επίθεση από το έδαφος του Λιβάνου είτε πολύ περισσότερο από απευθείας εμπλοκή του Ιράν, τότε η απάντηση θα είναι συντριπτική.
Και για τους Αμερικανούς, όμως, το σοκ ήταν μεγάλο – όχι μόνο για την ανθρωπιστική διάστασή του, αλλά και για γεωπολιτικούς λόγους. Εχοντας αποφασίσει, με ορόσημο την αποχώρηση από το Αφγανιστάν, να δοθεί τέλος στον πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας, που ξεκίνησε την επομένη της 11ης Σεπτεμβρίου, η σταδιακή αποχώρηση από τη Μέση Ανατολή έχει σχεδόν ολοκληρωθεί και υπάρχει μετατόπιση του στρατηγικού ενδιαφέροντος προς τον Ειρηνικό και την αναμέτρηση με την Κίνα.
Δύο βασικά στοιχεία της πολιτικής αυτής ήταν η δρομολόγηση της ομαλοποίησης των σχέσεων του Ισραήλ με τον αραβικό κόσμο και κυρίως με τη Σαουδική Αραβία, που θα διευκόλυνε την αναζήτηση λύσης στο Παλαιστινιακό και συγχρόνως θα αποτελούσε ένα ανάχωμα στη διείσδυση της Κίνας. Παράλληλα, και με την Τεχεράνη είχε επιλεγεί η τακτική του ήπιου κατευνασμού, με την προσδοκία ότι η παροχή οικονομικών κινήτρων, σε πρώτη φάση, θα μαλάκωνε το καθεστώς (πρώτο δείγμα γραφής ήταν η ανταλλαγή κρατουμένων στο Ιράν με το ξεπάγωμα των ιρανικών καταθέσεων 6 δισ. δολαρίων).
Ολα αυτά όμως τώρα βρίσκονται στον αέρα και υποχρεώνουν την Ουάσινγκτον σε μια δύσκολη προεκλογική χρόνια να αναθεωρήσει τη στρατηγική της. Οσο για τη Ρωσία, μάλλον με ικανοποίηση βλέπει να ανοίγει ένα άλλο μέτωπο στη Μέση Ανατολή, στο οποίο στρέφεται το διεθνές ενδιαφέρον αφήνοντας σε δεύτερο πλάνο τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία. Μόσχα και Πεκίνο, πάντως, κρατούν ισορροπημένη στάση καθώς δεν θέλουν να διαταράξουν τις σχέσεις τους με τους Αραβες, οι οποίοι το τελευταίο διάστημα έχουν δείξει διάθεση να κρατήσουν αποστάσεις από τη δυναμική πολιτική των ΗΠΑ εναντίον της Ρωσίας και της Κίνας.
Η συνέχιση της στρατιωτικής σύγκρουσης πρέπει να θεωρείται δεδομένη, χωρίς να είναι γνωστές ακόμη η περιοχή και η ένταση με την οποία θα εκδηλώνεται.
Ωστόσο, η ριζοσπαστικοποίηση των Παλαιστινίων με μια πολυαίμακτη σύγκρουση στη Γάζα δεν θα θέσει σε κίνδυνο μόνο την ηρεμία στη Δυτική Οχθη, αλλά και στην Ιορδανία, η οποία φιλοξενεί 3 εκατομμύρια Παλαιστινίους, οι περισσότεροι πρόσφυγες. Η Ιορδανία είναι η μοναδική όαση σταθερότητας στην περιοχή και διατηρήθηκε έτσι την τελευταία εικοσαετία με την οικονομική και στρατιωτική στήριξη της Δύσης. Οποιαδήποτε κίνηση αποσταθεροποιεί την Ιορδανία θα είναι καταστροφική για ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.
Μια εμπλοκή της Χεζμπολάχ, και τα ισραηλινά αντίποινα στο έδαφος του Λιβάνου θα έχουν σοβαρές συνέπειες για τη σταθερότητα και την ενότητα της χώρας που βρίσκεται σε μακρόχρονη και βαθιά οικονομικο-πολιτική κρίση και διχασμό.
Χαμένες στο γεωπολιτικό αυτό παζλ είναι και οι χώρες του Κόλπου εκτός του Κατάρ, που συνιστά διαφορετική περίπτωση, καθώς υποστηρίζει τη Χαμάς και έχει άριστες σχέσεις με το Ιράν – αλλά και αυτό θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση αν κλιμακωθεί η ένταση.
Κυρίως όμως η Σαουδική Αραβία, η οποία κάνει βήματα φιλελευθεροποίησης στο εσωτερικό και θέλει να ενταχθεί ομαλά σε ένα διεθνές σύστημα (οικονομικό, εμπορικό, κοινωνικό), διατηρώντας τις εκλεκτικές σχέσεις όμως με την Κίνα και τη Ρωσία και επιχειρώντας να κλείσει το μεγάλο μέτωπο με το Ιράν, ήλπιζε ότι η αποκατάσταση των σχέσεων με το Ισραήλ θα έδινε σημαντική ώθηση στα σχέδιά της. Εχοντας πριν από μερικές εβδομάδες εξασφαλίσει τη σιωπηρή ανοχή του Νετανιάχου στην ικανοποίηση του αιτήματός του για παροχή πυρηνικής τεχνολογίας από τις ΗΠΑ και την ισχυρή εγγύηση της ασφάλειάς της από την Ουάσινγκτον, ο πρίγκιπας διάδοχος Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν είχε δώσει το πράσινο φως στους Αμερικανούς διαμεσολαβητές να προχωρήσουν για την ολοκλήρωση της συμφωνίας με το Ισραήλ.
Ο Νετανιάχου μάλιστα, παρά τις εσωτερικές πιέσεις από τους ακροδεξιούς εθνικιστές στη συγκυβέρνηση, ήταν έτοιμος να αρχίσει έναν πρώτο γύρο συνομιλιών με τον επικεφαλής της Παλαιστινιακής Αρχής Αμπάς. Αυτό θα ήταν και το αναγκαίο «φύλλο συκής» για το Ριάντ ώστε να απαντήσει στην κριτική ότι εγκαταλείπει την παλαιστινιακή υπόθεση.
Ολα αυτά όμως τώρα βεβαίως παγώνουν για πολύ μεγάλο διάστημα. Σε εξαιρετικά δύσκολη θέση επίσης βρίσκεται η Αίγυπτος, η πρώτη αραβική χώρα που είχε αποκαταστήσει τις σχέσεις της με το Ισραήλ, η οποία διαχρονικά είχε μεσολαβητικό ρόλο και διατηρούσε επαφές και επιρροή στη Χαμάς καθώς και στη διάρκεια του 17χρονου αποκλεισμού το εμπόριο από τη Λωρίδα της Γάζας γινόταν μέσω της διάβασης της Ράφα στο Σινά και των υπόγειων τούνελ που λειτουργούσαν με την ανοχή των αιγυπτιακών αρχών.Τώρα όμως το ενδεχόμενο μαζικής εξόδου Παλαιστινίων, μεταξύ των οποίων και μέλη της Χαμάς και άλλων ισλαμιστικών οργανώσεων προς το Σινά, είναι εφιαλτικό σενάριο για την αιγυπτιακή κυβέρνηση. Στο Σινά υπάρχουν ακόμη διάσπαρτοι πυρήνες τζιχαντιστών, ενώ το καθεστώς Σίσι με δυσκολία κατορθώνει την τελευταία δεκαετία, παρά την καταστολή, να περιορίσει τις δυνάμεις των Αδελφών Μουσουλμάνων.
Μια ανάμειξη ισλαμιστών Παλαιστινίων και τρομοκρατών με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, παράλληλα με την έκρηξη οργής του μουσουλμανικού κόσμου για τη Γάζα, θα ήταν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ για την πολυπληθέστερη αραβική χώρα.