Αναλύει ο Κ. Μανωλιουδάκης σε άρθρο που δημοσίευσε στις 6-1-2022 στην ιστοσελίδα sdna.gr
Ούτε με Ουζουνίδη, ούτε με Στραματσόνι, Μπόλονι, Πογιάτος είχαμε δει τον Βιγιαφάνιες σε ρόλο «πλέι μέικερ».
Ο Λούκας Βιγιαφάνιες έχει κλείσει τα 30 του χρόνια από τον περασμένο Οκτώβριο. Δεν είναι κανένα αμούστακο παιδάκι ούτε ξεκινάει τώρα την καριέρα του.
Ουδέποτε ωστόσο έχει παρουσιάσει τόσο ώριμη και ισορροπημένη αγωνιστική εικόνα σαν αυτή που είδαμε στο ματς με τον Αρη και βλέπουμε εδώ και αρκετό καιρό.
Από το ματς με τη Λαμία στο Πανθεσσαλικό τον περασμένο Νοέμβρη, όταν τον προώθησε στην 11άδα ο Γιοβάνοβιτς μαζί με το 4-3-3 ως σχηματισμό, μέχρι σήμερα.
Εκτοτε, σ’ όλα τα ματς του Παναθηναϊκού (Λαμία, Παναιτωλικός, ΑΕΚ, Ατρόμητος, ΠΑΣ Γιάννινα, Βόλος, Αρης) ο Βιγιαφάνιες είναι εκ των κορυφαίων του γηπέδου.
Το εντυπωσιακό εντούτοις δεν είναι αυτό.
Είναι ότι ο Βιγιαφάνιες κινείται στο γήπεδο έχοντας ένα ρόλο τύπου Μόντριτς (χωρίς προφανώς να τίθεται θέμα σύγκρισης των παικτών, προς Θεού, η αναφορά γίνεται αποκλειστικά για τις αρμοδιότητες του ρόλου), υποδεχόμενος και μεταφέροντας υποδειγματικά τη μπάλα ακόμα και πίσω από το μεσαίο τρίτο του γηπέδου και αναχαιτίζοντας ταυτόχρονα τις αντίπαλες επιθέσεις.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι… όνειρο είδε ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς και αποφάσισε να δώσει στον Λούκας Βιγιαφάνιες την ταυτότητα του «deep line playmaker» στον Παναθηναϊκό.
Αυτό που ξέρουμε είναι ότι ποτέ στο παρελθόν ο Αργεντινός δεν είχε τόσο μεγάλη επιρροή στο παιχνίδι της ομάδας του, ποτέ δεν είχε αυτές τις αρμοδιότητες στην καριέρα του (τουλάχιστον στη χώρα μας) και ουδέποτε είχε τέτοια αξιοθαύμαστη ισορροπία ανασταλτικά και δημιουργικά.
Ούτε όταν είχε πρωτοεμφανιστεί μ’ εκείνη τη γκολάρα στη Λεωφόρο στο 2ο λεπτό, φορώντας τη φανέλα του Παναιτωλικού τον Γενάρη του 2016 και δείχνοντας που μπορεί φτάσει το εύρος της ποιότητάς του.


Ούτε όταν είχε αποκτηθεί επί των ημερών του Αντρέα Στραματσόνι στον πάγκο της ομάδας. Ούτε στην πιο πρόσφατη έκδοση του Παναθηναϊκού που φαινόταν ικανή για πρωταθλητισμό με προπονητή τον Ουζουνίδη το 2017, έχοντας στην παρέα του Μπεργκ, Βλαχοδήμο, Μολέδο, Εμποκού, Ζέκα, Κουρμπέλη κλπ.
Ούτε φυσικά στην επιστροφή του στο τριφύλλι επί Ντάνι Πογιάτος, αν και για να είμαστε ακριβοδίκαιοι με τον «ρούκι» Ισπανό προπονητή δεν είχε προλάβει να αγωνιστεί καθώς προερχόταν από τραυματισμό.
Πολλώ δε μάλλον επί Μπόλονι, με τον οποίο εκτός των άλλων ήταν στα «μαχαίρια» όπως και η συντριπτική πλειονότητα των ποδοσφαιριστών της ομάδας.
Ανέκαθεν ο Βιγιαφάνιες αγωνιζόταν ως πλάγιος χαφ/εξτρέμ που έκλεινε προς τα μέσα και ως 10άρι πίσω από τον επιθετικό. Το πιστοποιούν οι αριθμοί.
Συνολικά στην καριέρα του έχει αγωνιστεί τις περισσότερες φορές στα άκρα, σε θέση δεξιού ή αριστερού χαφ (112 ματς συνολικά, 83 ως δεξί με 15 γκολ και 13 ασίστ και 29 ως αριστερό με 6 γκολ και 4 ασίστ).
Πίσω από τον επιθετικό έχει αγωνιστεί 68 φορές (8 γκολ 13 ασίστ). Μέχρι εκεί. Τελεία. Ως κεντρικός μέσος είναι ό,τι γράφεται φέτος.
Επί Γιοβάνοβιτς είναι η πρώτη σεζόν στην καριέρα του που παίζει σε τόσο χαμηλά μέτρα, πολλές φορές δίπλα ή ακόμα και πιο πίσω από τον αμυντικό μέσο, κι όχι επειδή λειτουργεί άναρχα, όπως έχουμε δει πολλάκις στο παρελθόν ή επειδή απλώς θέλει να έχει τη μπάλα στα πόδια του, αλλά διότι του έχουν δοθεί συγκεκριμένες αρμοδιότητες από τον προπονητή του, τις οποίες τηρεί κατά γράμμα.
Ως εσωτερικός μέσος, στη θέση «8», τον είχε χρησιμοποιήσει κάποτε (εξ ανάγκης) ο Στραματσόνι σε ένα ματς στην Ισπανία με τη Θέλτα.
Τα είχε πάει αρκετά καλά σ’ εκείνο το ματς, αλλά ο ρόλος του ήταν διαφορετικός. Αγωνιζόταν σε πιο ψηλά μέτρα, κάλυπτε αρκετά τον εξτρέμ της πλευράς του και σε καμία περίπτωση δεν ήταν «πλέι μέικερ» ή αν προτιμάτε «regista» (σ.σ. «σκηνοθέτης»), όπως βάφτισαν οι Ιταλοί το ρόλο και έγινε παγκοίνως γνωστός μετά την αλλαγή θέσης στην καριέρα του τεράστιου Αντρέα Πίρλο.
Δεδομένο είναι επίσης ότι ο Γιοβάνοβιτς δεν είχε δει το… όνειρο εξ αρχής. Αυτό που είχε εξ αρχής εισηγηθεί στη διοίκηση πέρυσι το καλοκαίρι για τον Βιγιαφάνιες ήταν ότι «όχι μόνο θέλω να μείνει στην ομάδα, αλλά τον πιστεύω πάρα πολύ».
Στο μυαλό του τον είχε για τη θέση «10» στο 4-2-3-1. Οσα όμως δεν φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή…
Πριν το ματς με τη Λαμία στο Πανθεσσαλικό, όταν λάνσαρε για πρώτη φορά το 4-3-3 στην 11άδα του Παναθηναϊκού με τον Βιγιαφάνιες σε αυτό το ρόλο ο Σέρβος προπονητής, το τριφύλλι είχε υποδεχθεί τον ΠΑΟΚ στη Λεωφόρο.
Ο ΠΑΟΚ είχε μπλοκάρει το χτίσιμο του παιχνιδιού των πράσινων και τη μετάβαση προς το μεσαίο τρίτο, βάζοντας παγίδες στον Πέρεθ στα πρώτα 65 λεπτά. Ο Γιοβάνοβιτς έψαχνε εναλλακτικές επιλογές στον πάγκο και τότε άναψε το φλας.
Εδωσε για πρώτη φορά αυτόν τον ρόλο στον Βιγιαφάνιες (είχε μπει ως αλλαγή στο 66’) και αυτό ήταν.
Ο «Βίγια» ανταποκρίθηκε σ’ αυτά που ήθελε να δει ο Γιοβάνοβιτς και έκτοτε ο -αν μη τι άλλο- ευέλικτος Σέρβος προπονητής καθιέρωσε την μετατόπισή του σε πιο χαμηλά μέτρα, δίνοντάς του την μπαγκέτα και αναδεικνύοντάς τον στον πιο επιδραστικό παίκτη του Παναθηναϊκού στα οκτώ τελευταία ματς της ομάδας σε πρωτάθλημα και Κύπελλο.
Σ’ αυτά το τριφύλλι μετράει έξι νίκες, μία ήττα από την ΑΕΚ στο ΟΑΚΑ και μία λευκή ισοπαλία πρόκρισης στο Βόλο.
Εχει δεχθεί μόλις τρία γκολ και έχει σημειώσει δεκατρία. Το κυριότερο ωστόσο είναι ότι ο Παναθηναϊκός έχει ξαναγίνει ομάδα με σαφείς αρχές και ρόλους, μπορεί να αναδείξει τα θετικά χαρακτηριστικά οποιασδήποτε μονάδας ενταχθεί στο σύνολο και να μην φαίνονται ακόμα και τρανταχτές απουσίες.