O Κάσιους Μαρσέλους Κλέι, γνωστός ως Μοχάμεντ Άλι (17 Ιανουαρίου του 1942 – 3 Ιουνίου 2016) έμελλε να γίνει ο μεγαλύτερος πυγμάχος όλων των εποχών αλλά κι ένα ιερό σύμβολο για τη διεκδίκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ο Κάσιους Κλέι γεννήθηκε στο Λούισβιλ της πολιτείας του Κεντάκι στο νότο των ΗΠΑ. Ο πατέρας του, συντηρούσε την οικογένειά του εργαζόμενος ως σχεδιαστής πινακίδων και η μητέρα του, Οντέσα Γκρέιντι Κλέι, εργαζόταν ως οικιακή βοηθός.
Η ενασχόλησή του με την πυγμαχία ξεκίνησε όταν ήταν στην ηλικία των δώδεκα ετών, αρχικά σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Το 1960 κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης, στην κατηγορία των 87.5 κιλών, γεγονός που σηματοδότησε την έναρξη της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας στην πυγμαχία.
Οι πρώτες επαγγελματικές εμφανίσεις του προκάλεσαν εντύπωση περισσότερο εξαιτίας της συμπεριφοράς του, καθώς συνήθιζε να απευθύνεται με υπεροπτικό και ειρωνικό ύφος προς τους αντιπάλους του, υιοθετώντας για τον εαυτό του το παρωνύμιο «Μέγας» και χρησιμοποιώντας στίχους ή φράσεις με τις οποίες αυτοχαρακτηριζόταν, όπως η περίφημη ρήση του πως «πετά σαν πεταλούδα, τσιμπά σαν μέλισσα».
Η συμπεριφορά του και ο τρόπος που αγωνιζόταν προκάλεσαν τόσο το θαυμασμό μέρους του κοινού και των ειδικών του αθλήματος όσο και την οργή άλλων. Στη διάρκεια των αγώνων, ο Κλέι διατηρούσε τα χέρια του αρκετά χαμηλά και επιχειρούσε να αποφεύγει τα χτυπήματα περισσότερο με την κίνηση του σώματός του, αντί της συνηθισμένης παθητικής άμυνας. Στις 25 Φεβρουαρίου του 1964 διεκδίκησε για πρώτη φορά τον τίτλο του πρωταθλητή, από τον Σόνι Λίστον, νικώντας στην αναμέτρησή τους μετά από έξι γύρους.
Τα επόμενα χρόνια, ο Μοχάμεντ Άλι κυριάρχησε στους αγωνιστικούς χώρους όπως λίγοι πυγμάχοι στην ιστορία του αθλήματος. Κατόρθωσε να υπερασπιστεί τον τίτλο του απέναντι στον Λίστον το Μάιο του 1965, επικρατώντας του αντιπάλου του με νοκ άουτ στον πρώτο γύρο του αγώνα, ενώ ακολούθησαν και άλλες επιβλητικές νίκες επί σπουδαίων πυγμάχων.
Αδιαφιλονίκητος παγκόσμιος πρωταθλητής στην κατηγορία βαρέων βαρών, ο άνθρωπος τον οποίο αποκαλούσαν «The Greatest». Τελείωσε την επαγγελματική του σταδιοδρομία με ήττα στα σημεία από τον Τζαμαϊκανό Τρέβορ Μπέρμπικ, στις 11 Δεκεμβρίου του 1981 στο αθλητικό κέντρο Βασίλισσα Ελισάβετ στο Νασάου.

Αντιρρησίας συνείδησης
Το 1967, τρία χρόνια μετά την κατάκτηση του πρώτο παγκόσμιου τίτλου του ο Άλι κλήθηκε να καταταγεί στον στρατό και να πολεμήσει στο Βιετνάμ. Όταν ο αξιωματικός φώναξε τρεις φορές το όνομά του εκείνος αρνήθηκε να κάνει το βήμα μπροστά. Μετά την προειδοποίηση ότι διέπραττε κακούργημα και κινδύνευε με 5ετη φυλάκιση αλλά και πρόστιμο τα πόδια του έμειναν καρφωμένα στο έδαφος. Μυημένος στο κίνημα των «Μαύρων Μουσουλμάνων», ο Άλι αρνήθηκε τη στράτευση για λόγους συνείδησης, ως μουσουλμάνος ιερέας.
«Δεν γνωρίζω τίποτα για το Βιετνάμ και δεν έχω τίποτα να χωρίσω με τους Βιετκόνγκ. Τουλάχιστον, αυτοί δεν με φωνάζουν βρωμο-νέγρο» εξομολογήθηκε στα αμερικάνικα ΜΜΕ. Την απόφαση αυτή την πλήρωσε και μάλιστα με βαρύτατο τίμημα. Φυλακίστηκε, του αφαιρέθηκαν οι τίτλοι του και του απαγορεύτηκε η συμμετοχή σε αγώνες πυγμαχίας για τρία χρόνια και έξι μήνες πριν ξαναγίνει παγκόσμιος πρωταθλητής το 1974, κερδίζοντας τους τίτλους του WBA και του WBC, όταν νίκησε με νοκ αουτ (στον 8ο γύρο) τον Τζορτζ Φόρεμαν και έμεινε στην ιστορία ως «βροντή στη ζούγκλα».
Το 2005 τιμήθηκε με το προεδρικό μετάλλιο Ελευθερίας. Τον ίδιο χρόνο τιμήθηκε επίσης με το μετάλλιο ειρήνης για την πολύχρονη συμμετοχή στο αμερικάνικο κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την χειραφέτηση των μαύρων παγκοσμίως καθώς και για το έργο του ως πρεσβευτή καλής θέλησης των Ηνωμένων εθνών.

Η μάχη με το Πάρκινσον
Το 1981 κόντρα στον Τρέβορ Μπέρμπικ ο Άλι έδωσε τον τελευταίο αγώνας καριέρας του, όπου ηττήθηκε στους δέκα γύρους με απόφαση των κριτών. Τον προηγούμενο αγώνα του στις 2 Οκτωβρίου 1980 κόντρα στον Λάρι Χολμς ηττήθηκε και πάλι. Τότε ήταν που το Πάρκινσον άρχισε να κάνει την εμφάνισή του και να λυγίζει τον άλλοτε άτρωτο πρωταθλητή. «Έγινα παγκόσμιος πρωταθλητής. Παντοδύναμος. Και στη συνέχεια ο Θεός πήρε την υγεία μου. Μου είναι δύσκολο να μιλήσω. Δύσκολο να περπατήσω. Είμαι ευγνώμων στο θεό γιατί καταλαβαίνω ότι με δοκιμάζει. Μου έδωσε αυτή την αρρώστια για να μου θυμίσει ότι δεν είμαι εγώ το νούμερο ένα. Αυτός είναι».
Όντας αρκετά καταβεβλημένος είχε σπάνιες δημόσιες εμφανίσεις τα τελευταία χρόνια με τελευταία τον Απρίλιο του 2016 σε μια διοργάνωση συγκέντρωσης πόρων για το μη κερδοσκοπικό κέντρο Πάρκινσον που έφερε το όνομά του. Ο θρύλος της πυγμαχίας εισήχθη σε νοσοκομείο του Φοίνιξ με σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα τις αρχές Ιουνίου. «Είναι θέμα ωρών» δήλωσε άνθρωπος του περιβάλλοντός του. Οι δυσοίωνες προβλέψεις θα επαληθεύονταν λίγες ώρες αργότερα.Ο μεγάλος του αντίπαλος Τζόρτζ Φόρμαν είπε: «Ήταν η μεγαλύτερη προσωπικότητα. Ήταν ένας από αυτούς τους ξεχωριστούς ανθρώπους που συναντάς μια φορά στη ζωή σου. Δε θα ξαναδούμε κάτι τέτοιο. Το μποξ δεν αρκεί για να τον καθορίσει». «Θέλω να με θυμούνται σαν έναν άνθρωπο που δεν πούλησε ποτέ του δικούς του. Όχι απλά σαν ένα καλό πυγμάχο».
Πράγματι, ο Άλι δεν ήταν απλά ένας καλός πυγμάχος. Ήταν ο άνθρωπος που αρνήθηκε να πάρει μέρος σε έναν πόλεμο. Ο άνθρωπος που πέταξε ένα χρυσό μετάλλιο σε ένα ποτάμι. Μα πάνω από όλα ήταν σύμβολο της προσπάθειας των ανθρώπων όπως εκείνος για ίσα δικαιώματα.