Ποδοσφαιριστής της χρονιάς το 1966 για τη Σοβιετική Ένωση ψηφίστηκε ο Αντρέι Μπίμπα. Στα 29 του, ο γεννημένος στο Κίεβο ποδοσφαιριστής της Ντινάμο έφτασε στο απόγειό του, διότι είχε έναν προπονητή που είχε καταλάβει ακριβώς τις ικανότητές του και τον βοηθούσε στο να μη συμμετέχει στο αμυντικό παιχνίδι με τη συχνότητα που απαιτούνταν.

Ο Βίκτορ Μάσλοφ, τεχνικός της ομάδας από το Κίεβο, πήρε την άμυνα που ο Ζεζέ Μορέιρα είχε χρησιμοποιήσει στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954. Η ζώνη, τότε, βρισκόταν στα σπάργανα και η Σοβιετική Ένωση ακολουθούσε τις εξελίξεις εκ του μακρόθεν, και χρονικά.

Το ποδόσφαιρο, βέβαια, ήταν ένας τόπος που επέτρεπε την επιρροή από τους δυτικούς και δεν την θεωρούσε προδοσία απέναντι στους κομουνιστές. Όμως η χώρα που επηρέασε περισσότερο από όλες την ΕΣΣΔ, ήταν η Βραζιλία. Όχι μόνο στην τακτική της, αλλά και σε ό,τι αφορά τους παίκτες της.

Ο Μπίμπα εμφανίστηκε σαν γλόμπος στο κεφάλι του Μάσλοφ. Ήταν ο παίκτης που γύρευε, επειδή τον είχε ξαναδεί. Ήταν ο Σοβιετικός Ντίντι. Η περιγραφή του Ιωσήφ Μπέτσα, διεθνή με τη Σοβιετική Ένωση που κατέκτησε το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο το 1956 στη Μελβούρνη και αργότερα προπονητή, ήταν σαν να γίνεται για έναν από τους πλέον θρυλικούς Βραζιλιάνους μέσους όλων των εποχών.

«Όταν έπαρνε την μπάλα στα πόδια του, ήξερε από πριν τι θα έκαναν τόσο οι συμπαίκτες του όσο και οι αντίπαλοι. Στο μυαλό του είχε σχεδιάσει τις επόμενες κινήσεις του και είχε την άνεση να πραγματοποιήσει ό,τι σκεφτόταν. Αν ένας αντίπαλος μάντευε τις προθέσεις του, μπορούσε να αλλάξει αμέσως την κατεύθυνση της επίθεσης. Ταυτόχρονα, ο Μπίμπα είχε εξαιρετικό μακρινό σουτ και μπορούσε να τελειώνει τις επιθέσεις από τα δεξιά, καθώς βρισκόταν εκεί που έπρεπε τη στιγμή που έπρεπε».

Μόνο το όνομα, στην ατάκα του Μπέτσα, προδίδει ότι ο λόγος γίνεται για τον Μπίμπα. Η πλάκα είναι ότι το επώνυμό του μοιάζει με αυτό του προκατόχου του, του πιονέρου της θέσης του επιτελικού μέσου στο ποδόσφαιρο. Ο Μπίμπα, βεβαίως, δεν δίσταζε να λερωθεί, ενώ ο Βαλντίρ Περέιρα Ντίντι έπαιρνε τον ιδρώτα προσβλητικά.

Οι Σοβιετικοί, μετά το παιχνίδι στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958, για τα τρία πρώτα λεπτά του οποίου ο Γκαμπριέλ Ανό (ο άνθρωπος πίσω από την ιδέα του Κυπέλλου Πρωταθλητριών) έγραψε ότι ήταν «τα τρία λεπτά καλύτερου ποδοσφαίρου που παίχτηκαν ποτέ», τον λάτρεψαν.

Εκείνο το ματς της 15ης Ιουνίου στο Γκέτεμποργκ ήταν που προσγειώθηκαν στον πλανήτη ο Πελέ και ο Γκαρίντσα, αλλά ο Ντίντι ήταν σταθερή αξία.

Ο μολούκος από το Κάμπος ντος Γκοϊτασάζες του Ρίο ντε Τζανέιρο ήταν τόσο ντελικάτος και ερευνητικός στην προσέγγιση του ποδοσφαίρου, που ο Γουόλτερ Γουίντερμποτομ, προπονητής της εθνικής Αγγλίας, άλλαξε το σύστημά του για να αντιμετωπίσει τη Βραζιλία στο αμέσως προηγούμενο ματς, διότι σκέφτηκε ότι έπρεπε να περιορίσει τον Ντίντι.

Αν και οι Σοβιετικοί δεν ήταν ακριβώς αυστηροί με την τάση του προπονητή να αφήνει τον πιο ταλαντούχο επιτελικό μέσο του άφθαρτο, ο αθλητικογράφος Αρκάντι Γκαλίνσκι στηλίτευσε το γεγονός: «Μερικοί προπονητές στο ποδόσφαιρο μεταχειρίζονται τους επιτελικούς μέσους σαν ασθενείς σε σπα πολυτελείας. Μπορεί να είναι καλό να απαλλάξεις έναν ή δύο επιθετικούς από τις αμυντικές υποχρεώσεις του, αλλά ένα μέσο; Ποιος είναι; Ο Μπόμπι Τσάρλτον ή ο Ντίντι;»

Αυτή η προσέγγιση, αληθής καθώς είναι, δίνει παραδείγματα τα οποία αφορούν στη σύγχρονη εποχή, ακόμα και σε σπουδαίους προπονητές. Ο Πεπ Γκουαρδιόλα, επί παραδείγματι, κάνει ό,τι μπορεί για να αφήσει τον Κέβιν ντε Μπρόινε έξω από το αμυντικό παιχνίδι της Μάντσεστερ Σίτι όσο περισσότερο γίνεται.

Ναι, πλέον είναι αφύσικο για ένα μέσο να μην τρέχει για να μαρκάρει, αλλά ο Βέλγος τρέχει όσο το δυνατόν λιγότερο, ειδικά σε μία ομάδα που πρέπει να παίζει συνεχώς σε υψηλό τέμπο και να αλλάζει ταχύτητα. Η αεροδυναμική της Σίτι είναι βιβλική, αλλά αυτό συμβαίνει όταν ο Ντε Μπρόινε δαπανά την ενέργειά του και χαρίζει στο θεατή τον ανυπέρβλητο διασκελισμό του στην επίθεση.

Το ιστορικό περπάτημα του Ντίντι με την μπάλα στα χέρια

Ο Βαλερί Λομπανόφσκι αντέγραφε την τεχνική του Ντίντι, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, πήρε το βραβείο του κορυφαίου παίκτη στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958, στα κόρνερ και τα φάουλ. Μαζί με όσους τα κατάφεραν να πετύχουν ένα χτύπημα που περιγράφεται ως «το σουτ του τρίτου δαχτύλου», ο Ντίντι ήταν από τους πρώτους.

Η τεχνική του αποκλήθηκε «folha seca», δηλαδή «ξερό φύλλο». Μεταφράζεται ως «ξερό φύλλο» και πιθανώς συνοδεύεται από την εξήγηση ότι, απαλλαγμένο οποιουδήποτε βάρους, το φύλλο δεν υπακούει τους νόμους της βαρύτητας, διότι έχουν αφαιρεθεί από πάνω του τα περισσότερα συστατικά που προσδιορίζουν την κίνηση μέσω της φύσης.

Ο Ντίντι δεν λερωνόταν στα παιχνίδια του. Έμπαινε όρθιος και παρέμενε όρθιος ως το τέλος. Δεν είναι τυχαίο το άλλο (δηλαδή πέραν εκείνου με το οποίο ονομάζεται) προσωνύμιο που έμεινε γνωστός: «Αιθίοπας πρίγκιπας».

Αυτή η αισθητική τάση έκανε την εμφάνισή της στο πλέον καίριο σημείο για τη Βραζιλία. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι, πριν τον τελικό της 29ης Ιουνίου 1958 στο «Ρασούντα» της Σόλνα, απέναντι στη Σουηδία, η «σελεσάο» δεν είχε στεφθεί παγκόσμια πρωταθλήτρια. Όταν, λοιπόν, ο Νιλς Λίντχολμ άνοιξε το σκορ στο 4’, οι εφιάλτες του 1950 και του 1954 επέστρεφαν.

Ο Ντίντι αποφάσισε να αναλάβει δράση. Έπιασε την μπάλα, την έβαλε κάτω από τη δεξιά μασχάλη του και περπάτησε αργά προς τη σέντρα.

Ο Μάριο Λόμπο Ζάγκαλο είχε ήδη πιάσει το στασίδι του στα αριστερά και όταν είδε το συμπαίκτη του να κινείται ράθυμα, του φώναξε: «Βιάσου, Ντίντι, χάνουμε». Ο Βαλντίρ τον κοίταξε και του απάντησε: «Ηρέμησε, φίλε. Είμαστε ακόμη καλύτερη ομάδα από αυτούς. Θα το γυρίσουμε γρήγορα».

Πράγματι, η Βραζιλία ισοφάρισε στο 9’ με τον Βαβά, που σκόραρε το δεύτερο γκολ της στο 32’. Ο Πελέ έβαλε δύο γκολ στο δεύτερο ημίχρονο, ενώ ο Ζάγκαλο πέτυχε ένα. Το 5-2 την έστεψε, για πρώτη φορά, πρωταθλήτρια κόσμου.

Και όταν προσπάθησαν να δώσουν αξία στον Πελέ, είπε ότι «δεν είμαι τίποτα μπροστά στον Ντίντι. Είναι το είδωλό μου, ο παίκτης που παρατηρώ. Στην πρώτη αθλητική κάρτα που πήρα, βρισκόταν το πρόσωπό του».

Οι καθαρές κάλτσες της Ρεάλ Μαδρίτης

Η διαφορά του Ντίντι σε σχέση με τους περισσότερους συμπαίκτες του στη Βραζιλία, ή έστω τους πιο διάσημους, ήταν ότι έκανε το ταξίδι στην Ευρώπη. Το 1959 ενσωματώθηκε στη Ρεάλ Μαδρίτης, με τον Σαντιάγκο Μπερναμπέου να λατρεύει το παιχνίδι του.

Όμως ούτε ο θρυλικός πρόεδρος των «μερένχες» μπορούσε να κάνει κάτι όταν ο Αλφρέδο ντι Στέφανο τσίνιζε για την παρουσία του Βραζιλιάνου στο ρόστερ. Ο Ντίντι έπαιρνε, λέει, λίγη λάσπη για να λερώνει τη φανέλα του, αλλά οι κάλτσες του ήταν πάντα καθαρές.

«Οι Ισπανοί είχαν συνηθίσει τους παίκτες που έκαναν τάκλιν και εγώ δεν έκανα ποτέ τάκλιν. Η φανέλα και οι κάλτσες μου ήταν πάντα καθαρές. Γιατί να μαρκάρω, όταν μπορούσα να επιτίθεμαι και να βγάζω πάσες για γκολ στους φορ; Οι οπαδοί εκνευρίζονταν πάρα πολύ».

Ο Ντίντι γύρισε στην Μποταφόγκο το 1960. Κατέκτησε και το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962, με τη Βραζιλία, ενώ με τους «Glorioso» πήρε τρία πρωταθλήματα Καριόκα. Έπαιξε σε αρκετές ομάδες, μεταξύ αυτών τη Φλουμινένσε και τη Σπόρτινγκ Κριστάλ από το Περού, εκεί που τον λάτρεψε ο ενδεχομένως κορυφαίος παίκτης στην Ιστορία της χώρας, Τεόφιλο Κουμπίγιας.

Έφτασε, μάλιστα, να γίνει ο προπονητής της εθνικής Περού και του Κουμπίγιας και να την οδηγήσει στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, όπου εντυπωσίασε με το αλέγρο ποδόσφαιρό της. Το τελευταίο παιχνίδι του ως ομοσπονδιακού ήταν ο προημιτελικός της 14ης Ιουνίου απέναντι στη σπουδαία Βραζιλία, από την οποία ηττήθηκε 4-2.

Ο Ντίντι πέθανε στις 12 Μαΐου του 2001, στα 72 του, στο Ρίο. Απομένει η λυρική περιγραφή του Βραζιλιάνου ποιητή Νέλσον Ροντρίγκες: «Ο Ντίντι συμπεριφέρεται στην μπάλα με αγάπη. Στα πόδια του φαίνεται να φυτρώνει μια σπάνια και ευαίσθητη ορχιδέα, που πρέπει να προσεχθεί με στοργή και ευχαρίστηση».