Ο Τζορτζ Μπάλντοκ δεν ήταν απλά ένας παίκτης του Παναθηναϊκού. Δεν ήταν, απλά, ένας διεθνής ποδοσφαιριστής. Ήταν ένας αθλητής, ένα παιδί που πέθανε μόλις στα 31 του χρόνια. Προφανώς, τα «φώτα» είναι εντονότερα λόγω του βιογραφικού του. Δεν θα έπρεπε να είναι έτσι, μα είναι. Ας μην κρυβόμαστε.
Όπως καλό θα ήταν, να μην κρυβόμαστε πίσω από ψεύτικες ευχές. Συγκινούμαστε, στεναχωριόμαστε, θυμόμαστε τις πραγματικές αξίες της ζωής όταν αυτή χαθεί. Μα… εν ζωή, ο κάθε Μπάλντοκ, ακούει από την εξέδρα ότι αισχρό μπορεί να φανταστεί κανείς, για τον ίδιο και την οικογένειά του.
Το «ψόφα», ο καρκίνος, το «να πάθεις χιαστό», το «να μείνεις τζιαι να μεν ξανασηκωστείς» μετά από τραυματισμό, τ’ ακούς από τον διπλανό ή βγαίνει απ’ το δικό σου στόμα. Λες και δεν πρόκειται για συνάνθρωπο, λες και η φανέλα που φοράει, έχει μεγαλύτερη αξία από την ανθρώπινη ζωή.
Την αξίας της οποίας θυμόμαστε όταν προκύπτει μία τέτοια θλιβερή είδηση. Υποκριτικό, τουλάχιστον. Απάνθρωπο. Μα είναι βέβαιο ότι η σκέψη αυτή, θα ξεχαστεί γρήγορα. Στο επόμενο, στο μεθεπόμενο ματς, κάτι θ’ ακούσει ο (κάθε) αντίπαλος. Η τοξικότητα παίρνει τη θέση της αντιπαλότητας.
Η ζωή δεν είναι μικρή. Αυτό τ’ αποφασίζει ο Θεός και μόνο. Το μόνο που μπορούμε να «αποφασίσουμε» εμείς οι ίδιοι, είναι τον τρόπο με τον οποίο θα ζήσουμε. Αυτό το επιβάλλουμε από μόνοι μας, στον ίδιο μας τον εαυτό.
Ένα παιδί έφυγε από τη ζωή στα 31 του. Ένα παιδάκι, μόλις ενός έτους, δεν θα γνωρίσει ποτέ τον πατέρα του. Μια οικογένεια δεν θα γίνει ποτέ… οικογένεια. Όπως θα ήθελε κι ονειρευόταν να ζήσει κάποτε.
Δεν… ονειρεύομαι ότι θα αλλάξει κάτι. Θα ήταν ουτοπικό να πίστευα κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, έχω τη βεβαιότητα ότι οι σκέψεις του καθενός μετά το θάνατο ενός 31χρονου αθλητή, θα εξανεμιστούν στην λεκτική βιαιότητα κι απανθρωπιά της εξέδρας, που τοποθετεί την κατάκτηση της νίκης πάνω από καθετί άλλο. Πολύ λίγο θα κρατήσουν. Μέχρι τον επόμενο «Μπάλντοκ» και ξανά ο ίδιος κύκλος. Καλό παράδεισο, Τζορτζ Μπάλντοκ.

Ανδρέας Βεντούρης