Πρωταθλήματα, κύπελλα, αξέχαστες βραδιές στο Champions League, κατάκτηση του Euro 2004, μία σπουδαία καριέρα στην Αγγλία και γκολ, πολλά γκολ. Η πλειοψηφία των Ελλήνων ποδοσφαιριστών θα ζήλευε εύκολα την καριέρα του Στέλιου Γιαννακόπουλου, που στα 50 του ακολουθεί πια το δρόμο της προπονητικής.

Καισαριανή, Πύργος, Πειραιάς

Μία μέρα σαν κι αυτή, πριν από 50 χρόνια, στις 12 Ιουλίου του 1974, γεννήθηκε ο Στέλιος Γιαννακόπουλος. Γιος του παλαίμαχου ποδοσφαιριστή Αλέκου Γιαννακόπουλου, διαπίστωσε από πολύ νωρίς ότι το μέλλον του βρίσκεται εντός των 4 γραμμών του γηπέδου. Μεγάλωσε στην Καισαριανή και ξεκίνησε στον τοπικό Φωστήρα και λίγο αργότερα μεταπήδησε στη “μεγάλη” ομάδα της γειτονιάς, τον Εθνικό Αστέρα.


Έγινε επαγγελματίας στα 17 του, υπογράφοντας συμβόλαιο με τον Εθνικό Αστέρα, με μισθό 80.000 δραχμές.  Ακόμη και τότε, διέθετε όλα τα στοιχεία που πρέπει να έχει ένας νεαρός ποδοσφαιριστής, πέρα από το ταλέντο, που δεν ήταν άλλα από υψηλούς στόχους, προσδοκίες, μπόλικη και σκληρή δουλειά, δίψα για γνώση:

 

 

Το 1993 μεταγράφηκε στον Πανηλειακό, που αγωνιζόταν στην Γ’ Εθνική. Με την ομάδα του Πύργου ανέβηκε 2 κατηγορίες σε 2 χρονιές. Στον Πύργο έγινε η μετάβαση από το επίπεδο του παιδιού σε εκείνο του (ποδοσφαιρικά) ενήλικα. Έφτασε στον Πύργο στα 18 και έμεινε μέχρι τα 21.

Τα χρόνια της δόξας στον Ολυμπιακό

Το καλοκαίρι του 1996, ο Ολυμπιακός του Σωκράτη Κόκκαλη έμοιαζε αποφασισμένος να δώσει τέλος στα πέτρινα χρόνια και τη δεκαετία χωρίς πρωτάθλημα. Η ομάδα πρώτα προσέλαβε τον Ντούσαν Μπάγεβιτς και στη συνέχεια επιχείρησε να συγκεντρώσει στον Πειραιά ό,τι καλύτερο υπήρχε ποδοσφαιρικά στην ελληνική αγορά. Μεταξύ άλλων στο (παλιό) Καραϊσκάκη βρέθηκαν ο Ρέφικ Σαμπανάτζοβιτς από την ΑΕΚ, ο Ανδρέας Νινιάδης από τον Εθνικό και ένα από τα δίδυμα που έμελλε να αφήσουν ανεξίτηλο το στίγμα τους στην ερυθρόλευκη ιστορία: Οι Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς και Στέλιος Γιαννακόπουλος, που σχεδόν αμέσως ανέλαβαν τα άκρα της μεσαίας γραμμής στην ομάδα του μεγάλου λιμανιού, αμφότεροι από τον Πανηλειακό.

 

 

Στον Ολυμπιακό πέρασε 7 σεζόν στις οποίες κατέκτησε ισάριθμα πρωταθλήματα (συν ένα Κύπελλο Ελλάδας, το 1999) και αγωνίστηκε με την ομάδα στο Champions League, σημειώνοντας μάλιστα και το πρώτο γκολ της ιστορίας της στο θεσμό. Όχι ένα οποιοδήποτε γκολ αλλά εκείνο που αναδείχθηκε και τέρμα της χρονιάς για τη σεζόν 1997-98.

Οι τίτλοι και οι επιτυχίες -μεταξύ άλλων ανακηρύχθηκε κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής της χρονιάς, το 2003- δεν αρκούσαν για να τον κάνουν να αλλάξει την αντίληψή του περί σκληρής δουλειάς.

Το καλοκαίρι του 2003, μετακόμισε από τον Πειραιά στην βορειοδυτική Αγγλία. Στην Μπόλτον θα έπρεπε, πέρα από την προσαρμογή σε ένα νέο περιβάλλον, να ανταπεξέλθει και στις συνθήκες του καλύτερου πρωταθλήματος του πλανήτη, της Premier League. Ήταν η εποχή που δειλά-δειλά οι Έλληνες ποδοσφαιριστές έκαναν τα πρώτα τους σταθερά βήματα στο εξωτερικό αλλά υπήρχε ακόμη μεγάλη καχυποψία γι’ αυτούς.

 

 

Το ντεμπούτο του στην Premier League έγινε στις 16 Αυγούστου 2003, στο Old Trafford, με αντίπαλο την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Αρκετοί το θυμούνται, καθώς συνέπεσε με ένα ακόμη σημαδιακό γεγονός για το παγκόσμιο ποδόσφαιρο: Ήταν παράλληλα και το ντεμπούτο του Cristiano Ronaldo με την κόκκινη φανέλα, σε ηλικία 18 ετών.

 

 

 

Το καλοκαίρι του 2005 βρέθηκε πάρα πολύ κοντά στη Λίβερπουλ. Για την ακρίβεια βρισκόταν με το 1,5 πόδι στο Anfield και στο μυαλό του πρόβαρε τη θρυλική φανέλα των Reds με το νο.7, που πολλοί θρύλοι φόρεσαν στο παρελθόν. Ο ίδιος είπε γιατί δεν μεταγράφηκε στην -τότε- ομάδα του Rafa Benitez, που λίγους μήνες πριν είχε κατακτήσει το Champions League στον επικότερο τελικό στην ιστορία του θεσμού. “Μία κάτι παραπάνω από πονεμένη ιστορία και ένα από τα δύο μεγάλα ανεκπλήρωτα όνειρα που είχα ως ποδοσφαιριστής. Είναι αλήθεια ότι έφτασα πάρα πολύ κοντά αλλά τέτοιες περιπτώσεις ίσως και να είναι κομμάτι της γοητείας του ίδιου του σπορ. Η τότε διοίκηση της Μπόλτον βρισκόταν συνεχώς σε επαφές με την αντίστοιχη της Λίβερπουλ, συγκεκριμένα δύο άτομα: Ο πρόεδρος της Μπόλτον Phil Gartside με τον εκτελεστικό διευθυντή της Λίβερπουλ Rick Parry είχαν πολύ καλές σχέσεις και συμφώνησαν για τη μετακίνησή μου, αφού πρώτα καταβληθεί η ρήτρα του 1 εκατομμυρίου λιρών που υπήρχε στο συμβόλαιό μου. Είχα τρομερή εικόνα όλη την προηγούμενη χρονιά στο γήπεδο και θεωρούσα εύλογο το ενδιαφέρον (σ.σ. η Μπόλτον είχε τερματίσει 6η στην Premier League, εξασφαλίζοντας για πρώτη φορά στην ιστορία της μία θέση στο Κύπελλο UEFA)”.


Εκείνη την περίοδο ο Benitez του τηλεφωνούσε καθημερινά, για πάνω από μία βδομάδα, προκειμένου να τον μάθει, να δει πώς είναι, τι νιώθει αλλά κυρίως να τον συμβουλεύσει να προσέχει στην προπόνηση της Μπόλτον για να μην προκύψει κανένας τραυματισμός. Τα πράγματα φαίνονταν ότι είχαν πάρει το δρόμο τους. Αλλά… “Ο κος Gartside παρακάλεσε τελικά τον κο Parry να ανεβάσει την προσφορά καθώς με το συγκεκριμένο ποσό δεν θα μπορούσε να βρει αντικαταστάτη. Αυτή ήταν και η αιτία που χάλασε τελικά η μεταγραφή. Αν με ρωτάς φυσικά και ήθελα να πάω, σαν τρελός. Θα σου πω κάτι και θα είμαι απόλυτα ειλικρινής: Όταν μετά από χρόνια πήγε ο Σωτήρης Κυργιάκος στη Λίβερπουλ, ένιωσα να φεύγει ένα απωθημένο, ότι τελικά ρε παιδί μου έπαιξε εκεί ένας Έλληνας. Κι ας μην ήμουν εγώ. Στο τέλος της ημέρας πάντως νιώθω ευγνώμων για την παρουσία μου στην Αγγλία αλλά και για το γεγονός ότι πήρα από το ποδόσφαιρο πολλά περισσότερα από όσα είχα ποτέ φανταστεί“. Εξηγώντας μου γιατί δεν έκανε τελικά το δρομολόγιο από το Reebok Stadium προς το Anfield, μίλησε για ένα ακόμη ανεκπλήρωτο όνειρο στα χρόνια της καριέρας του. “Είναι ότι δεν έκλεισα την καριέρα μου στον Ολυμπιακό. Ήθελα, γυρνώντας από την Αγγλία, να σταματήσω να παίζω ποδόσφαιρο εκεί, σε ένα περιβάλλον που έζησα τόσα πολλά και ακόμη μέχρι και σήμερα εισπράττω συναισθήματα και συγκινήσεις από αυτό“.

Η εθνική, το έπος του 2004 και η ζωή στους πάγκους

Με το εθνόσημο ο Στέλιος Γιαννακόπουλος αγωνίστηκε 77 φορές και σημείωσε 12 τέρματα. Η πρώτη του συμμετοχή έγινε τον Μάρτιο του 1997, σε ένα φιλικό εναντίον της Κύπρου. Στις 7 Ιουνίου του 2003, πέτυχε ένα από τα σημαντικότερα τέρματα της καριέρας του, που παράλληλα είναι μέχρι σήμερα και ένα από τα σημαντικότερα γκολ στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Είναι ασφαλώς εκείνο που σφράγισε την σπουδαία νίκη επί της Ισπανίας στη Σαραγόσα και αποτέλεσε το σπουδαιότερο ίσως βήμα για την πρόκριση στην τελική φάση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος -ένα χρόνο μετά- στα γήπεδα της Πορτογαλίας.

 

 

Στην Πορτογαλία, το καλοκαίρι του 2004 γράφτηκε το μεγαλύτερο έπος στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού.  Εκτός από το Euro 2004, αγωνίστηκε ακόμη στο Euro 2008 καθώς και στο  Confederations Cup του 2005. Παραδόξως, οι σπουδαιότερες εμφανίσεις του με τη γαλανόλευκη φανέλα δεν έγιναν φορώντας τον αγαπημένο του αριθμό “7”, αλλά τον αμέσως επόμενο.

Τρία χρόνια αφού κρέμασε τα παπούτσια του, το 2009, ο Στέλιος Γιαννακόπουλος αποφάσισε να ασχοληθεί με την προπονητική,