Ανακοίνωση εξέδωσε ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας αναφορικά με τις καταγγελίες της Διεύθυνσης των Φυλακών και το πόρισμα Αιμιλιανίδη.

Η Νομική Υπηρεσία δεν εντοπίζει αδικήματα για ποινική δίωξη εναντίον του κ. Κατσουνωτού. Μεταξύ άλλων η ανακοίνωση αναφέρει ότι «θεωρούμε ότι οι ενέργειες του κ. Κατσουνωτού θα μπορούσαν να ελεγχθούν πειθαρχικά σε σχέση με τον τρόπο επικοινωνίας του με τον εν λόγω κατάδικο και τον τρόπο εκτέλεσης των καθηκόντων του».

Αυτούσια η ανακοίνωση: 

Στις 20 Ιουνίου 2022, μετά από καταγγελία της Διεύθυνσης του Τμήματος Φυλακών, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας διόρισε τον κ. Αχιλλέα Αιμιλιανίδη ως Ποινικό Ανακριτή για να διεξαγάγει ποινική έρευνα.  Η έρευνα ολοκληρώθηκε και η Έκθεση του Ποινικού Ανακριτή παραδόθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 2022 στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Η μελέτη της έκθεσης και του συνοδεύοντος αυτήν υλικού ανατέθηκε, ως είναι η πρακτική, σε ομάδα έμπειρων λειτουργών του ποινικού τομέα της Νομικής Υπηρεσίας, προς υποβολή εισηγήσεων για το κατά πόσον δικαιολογείται και ενδείκνυται η έναρξη ποινικής δίωξης εναντίον οποιουδήποτε προσώπου.

Έχοντας υπόψη τα δημοσιεύματα σε διάφορα ΜΜΕ σε σχέση με την καταγγελία, καθώς και τα συμπεράσματα του κ. Αιμιλιανίδη, ξεκαθαρίζουμε εξ αρχής ότι ούτε ο κ. Αιμιλιανίδης, ούτε οι λειτουργοί της Νομικής Υπηρεσίας που μελέτησαν τα ενώπιον τους στοιχεία, αποφάνθηκαν ή εισηγήθηκαν ότι στοιχειοθετείται οποιοδήποτε αδίκημα διαφθοράς εκ μέρους του κ. Κατσουνωτού, με την έννοια του ότι αυτός απέβλεπε με κάποια πράξη του σε κέρδος.

Ο κ. Αιμιλιανίδης ανέφερε ότι θεωρεί ότι ο κ. Κατσουνωτός πιθανόν να διέπραξε το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας με βάση την πρώτη παράγραφο του άρθρου 105 του Ποινικού Κώδικα και το αδίκημα της συνωμοσίας με βάση το άρθρο 373 του Ποινικού Κώδικα.  Και τα δύο αυτά αδικήματα αποτελούν πλημμελήματα και τιμωρούνται με μέγιστη ποινή φυλάκισης τα δύο έτη και/ή με χρηματική ποινή €2.562.

Μετά την διαπίστωση ότι δεν πρόκειται για υπόθεση διαφθοράς ως επεξηγήθηκε ανωτέρω, τα ερωτήματα που μας απασχόλησαν ως Νομική Υπηρεσία είναι (α) κατά πόσο στοιχειοθετείται οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα, και σε τέτοια περίπτωση  (β) κατά πόσο ενδείκνυται με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον να προχωρήσει τέτοια ποινική δίωξη.

Ο κ. Κατσουνωτός υπηρετούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο ως Διοικητής της ΥΚΑΝ και Υπεύθυνος της Υπηρεσίας Διαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφοριών της Αστυνομίας.  Ο κ. Κατσουνωτός, καθώς και άλλα στελέχη της Αστυνομίας, φαίνεται από το ενώπιόν μας υλικό να είχαν προσωπική γνώση στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων τους για τεκταινόμενα στις Κεντρικές Φυλακές («ΚΦ»), τα οποία δεν επιθυμούμε ούτε και κρίνουμε σκόπιμο να αναφέρουμε σε έκταση στην παρούσα.  Αρκεί να επισημάνουμε ότι από το μαρτυρικό υλικό της συγκεκριμένης ποινικής έρευνας προκύπτει ότι ο κ. Κατσουνωτός ετοίμασε, σε ανύποπτο χρόνο, αριθμό υπηρεσιακών εκθέσεων προς την ηγεσία της Αστυνομίας, στις οποίες κατέγραφε τα σε γνώση του γεγονότα, τόνιζε την οργάνωση και εκτέλεση εγκλημάτων μέσα από τις ΚΦ, προειδοποιώντας για τους κίνδυνους που ελλοχεύουν.  Στο πλαίσιο αυτό και υπό την τότε ιδιότητά του, είχε λάβει πληροφορίες από συγκεκριμένο κατάδικο, μετά από πρωτοβουλία του ίδιου του κατάδικου να επικοινωνήσει με τον κ. Κατσουνωτό, για το ότι υπήρχαν βίντεο με προσωπικές στιγμές και βίντεο με ποσότητες ναρκωτικών εντός των ΚΦ.  Τα εν λόγω βίντεο, σύμφωνα με τον πληροφοριοδότη, είχαν περιέλθει στα χέρια ανθρώπων που μπορούσαν να τα εκμεταλλευτούν και/ή τα εκμεταλλεύονταν ασκώντας πιέσεις στην Διεύθυνση των ΚΦ.

Από την ανάλυση του υλικού που συνέλεξε ο κ. Αιμιλιανίδης, φαίνεται ότι το κίνητρο στην επικοινωνία του κ. Κατσουνωτού με τον συγκεκριμένο κατάδικο ήταν η άντληση πληροφοριών σχετιζόμενων με τα καθήκοντά του και την πιθανή διάπραξη αδικημάτων από άτομα εντός των ΚΦ.    Ανάλυση των επίδικων μηνυμάτων, στο σύνολό τους, φαίνεται να δίνει ξεκάθαρη εικόνα των πραγματικών προθέσεων του κ. Κατσουνωτού ενώ η αποσπασματική παρουσίασή τους σε ΜΜΕ αλλοιώνει αυτή την εικόνα.

Κατά την αξιολόγηση των δύο κριτηρίων που αναφέρονται πιο πάνω, μας προβλημάτισε, μεταξύ άλλων, η ποιότητα και η δύναμη της μαρτυρίας που έχει συλλεχθεί κατά την ποινική ανάκριση.  Πέραν των πιο πάνω προβληματισμών, λαμβάνοντας υπόψη τα κίνητρα της δράσης του κ. Κατσουνωτού, την προσπάθεια του για αποτροπή διάπραξης σοβαρών αδικημάτων και την απουσία στοιχείων που στοιχειοθετούν πράξη διαφθοράς, όπως επεξηγήθηκε προηγουμένως, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι δεν εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον με την προώθηση ποινικής υπόθεσης εναντίον του κ. Κατσουνωτού.  Το δημόσιο συμφέρον δεν είναι μία γενική και αόριστη έννοια, αλλά αναλύεται στην κάθε υπόθεση ξεχωριστά.  Όπως πολύ χαρακτηριστικά αναφέρει ο Lord Shawcross A.G. της Αγγλίας το 1951  “It has never been the rule -I hope it never will be- that suspected criminal offences must automatically be the subject of prosecution”.

Παρά την πιο πάνω κατάληξή μας όσον αφορά την ποινική πτυχή, θεωρούμε ότι οι ενέργειες του κ. Κατσουνωτού θα μπορούσαν να ελεγχθούν πειθαρχικά σε σχέση με τον τρόπο επικοινωνίας του με τον εν λόγω κατάδικο και τον τρόπο εκτέλεσης των καθηκόντων του.

Συνεπώς θα διαβιβάσουμε το αναγκαίο υλικό στην αρμόδια Αρχή για να το εξετάσει και να αποφασίσει κατά πόσο δικαιολογείται η λήψη πειθαρχικών μέτρων εναντίον του.