Όλα τα φώτα πάνω του. Και δικαίως. Ο Κάρλος Αντσελότι στην επιστροφή του στη Μαδρίτη έγραψε το σενάριο μιας απίθανης ποδοσφαιρικής σεζόν για την Ρεάλ . Όχι τόσο για την οδήγησε στο 14ο Champions League της ιστορίας σε συνδυασμό με την άνετη κατάκτηση του πρωταθλήματος, όσο για τον «μοναδικό» παρονομαστή του εγχειρήματος. Για το γεγονός ότι η Βασίλισσα όσα πέτυχε φέτος τα έκανε από την «εξωτερική». Σαν αουτσάιντερ. Σε κόντρα ρόλο…
Δίχως μια καλοδουλεμένη μηχανή στα χέρια του που απλά ήθελε να αλλάξει ταχύτητα. Δίχως μεταγραφές και εκατοντάδες εκατ ευρώ να εγγυώνται την επιτυχία. Με μια ταπεινότητα, που έγινε σήμα κατατεθέν της επιτυχίας.
Μόνο στη… φανέλα της πόνταραν τον περασμένο Σεπτέμβρη εκείνοι που ανέλυαν τα δεδομένα Champions League που έρχονταν. Και με έναν τρόπο είχαν δίκιο. Η διαφορά υπεροχής των ομάδων της Premier League (Σίτι, Λίβερπουλ, Τσέλσι), το γεγονός ότι είχε περάσει επί της ουσίας ένα δεύτερο σερί καλοκαίρι δίχως μεταγραφές (πέραν της προσθήκης του «ελεύθερου» Νταβίντ Αλάμπα) και βεβαίως η αίσθηση πως στα αποδυτήρια των «Μερένχες» υπήρχαν μπόλικοι ξεζουμισμένοι και αρκετά βαρίδια, δεν σχημάτιζαν πεδίο με καλές πιθανότητες. Κανείς όμως δεν λογάριασε στον Αντσελότι. Στην εμπειρία του. Τον χαρακτήρα του. Τον τρόπο να παίρνει το μάξιμουμ.
Δεν επέτρεψε ο Ιταλός να σκεφτεί κανείς χθες βράδυ ότι για τον 37χρονο Λούκα Μόντριτς ήταν το 436ο ματς με τη Ρεάλ Μαδρίτης, ούτε ότι αντιστοίχως ο Τόνι Κρος έφτανε τα 364 και ο 35άρης Καρίμ Μπενζεμά –σε επίπεδο Χρυσής Μπάλας- τα 605. Δεν ήταν πρόβλημα για εκείνον να επενδύσει στα 330 ματς του Ντάνιελ Καρβαχάλ και τα άλλα τόσο Κασεμίρο (333). Ούτε στην τέταρτη σεζόν του Τιμπό Κουρτουά που αναπάντεχα εξελίχθηκε στον ήρωα του φετινού Champions League. Πάνω στις παραστάσεις, την εμπειρία, και το ταλέντο τους σχημάτισε τον ισχυρό «κορμό» της φετινής αγωνιστικής εκδοχής.
Και όλα αυτά με την Ρέαλ Μαδρίτης 2020-21 να έχει αποτύχει παταγωδώς, χάνοντας το πρωτάθλημα από την Ατλέτικο αλλά και μένοντας εκτός κυπέλλου από τη φάση των «32» και κάποια Αλκογιάνο της γ΄ κατηγορίας. Και προφανώς με το κοινό της να πιέζει φιλοδοξώντας σε μεγάλες μεταγραφές από εκείνες που το συγκεκριμένο κλαμπ τις κάνει, όπως άλλο κανένα.
Ούτε σκούπες και φαράσια όμως αναζήτησε ο Ιταλός επιστρέφοντας στο Μπερναμπέου. Ούτε καν λύσεις σε «προβλήματα» άλυτα σαν εκείνα του Γκάρεθ Μπέιλ και του Εντέν Αζάρ. Γιατί; Διότι ο Αντσελότι σκέφτεται και σχεδιάζει ποδόσφαιρο στους 60 παλμούς.
Πόνταρε στην ομοιογένεια. Και αυτό που εμπνεύστηκε για την Ρεάλ 2021-22 είναι μια σπουδαία παρακαταθήκη για τον τρόπο που οι προπονητές πρέπει να εργάζονται.
Σε γενικές γραμμές: Επένδυσε στην εξέλιξη του Φεντερίκο Βαλβέρδε, του Εντέρ Μιλιτάο και του Βινίσιους Τζούνιορ στην επόμενη κορυφαία τρόικα της Βασίλισσας ανοίγοντας παράλληλα χώρο και στον Ροντρίγκο.
Τακτοποίησε το rotation του σε τέτοιο βαθμό που ανά πάσα στιγμή ήξερες τι ακριβώς να περιμένεις από εκείνον ως επόμενη κίνηση.
Δεν χάθηκε μέσα στο… δάσος των επιλογών που του προσέφερε το δικαίωμα να κάνει ότι μεταγραφές ήθελε ούτε τον Γενάρη (απέκτησε μόνο τον Εντουάρντο Καμαβινγκά που επί της ουσίας περιμένει τη σειρά του στην επετηρίδα).
Η διαχείριση του ήταν σε επίπεδο «κοίτα να μαθαίνεις» προς όλους τους προπονητές του κόσμου που εμπλέκονται σε πρωταθλητισμό.
Έχουν φυσικά σημασία οι καταβολές του. Ότι προέρχεται από τον Ιταλικό Βορρά και δη από τη Μίλαν που η φιλοσοφία της δεν πατά σε αλλαγές. Κυρίως όμως έχει να κάνει με τη σοφία που του προσέφεραν οι δεκαετίες στο υψηλότερο επίπεδο του ποδοσφαίρου.
Μια ομάδα χρειάζεται μεταγραφές. Χρειάζεται ενίσχυση και όραμα. Πρωτίστως πετυχαίνει όμως όταν ξέρει να διαχειρίζεται καλά όσα έχει, εξελίσσοντας την ιδέα της και όχι μόνο προσδοκώντας στους «επόμενους» με την ελπίδα ότι μπορούν να κάνουν τη δουλειά καλύτερα από τους προηγούμενους.
Αντι-εμπορικός ίσως, αλλά 100% ποδοσφαιρικός…