Η Μαρσέιγ των τελευταίων 30 ετών, ο νέος αντίπαλος του ΠΑΟΚ στα προημιτελικά του Conference League, είναι ένα σημαδεμένο ποδοσφαιρικό κλαμπ. Η σκοτεινή περίοδος του Μπερνάρ Ταπί στην ηγεσία της, με τα σκάνδαλα δωροδοκίας και διαφθοράς, χάραξαν βαθιά το δέρμα της κι άφησαν μια ανεπούλωτη πληγή που δεν επιτρέπει στο βρώμικο παρελθόν της να θαφτεί στη λήθη. Κι ας συνδυάστηκε με λαμπρές στιγμές που τον εξύψωσαν σε μάτια πολλών, ιδίως μετά θάνατον.
Ο πολυμήχανος Ταπί ήταν ένας φιλόδοξα τζογαδόρος επιχειρηματίας που έπαιξε και για κάποια χρόνια ξεγέλασε τους πάντες προσφέροντας εφήμερη χαρά, αλλά στο τέλος έχασε. Γκρεμοτσακίστηκε στα βράχια.
Αναπόφευκτα τα κρίματά του συμπαρέσυραν τη υστεροφημία της Ολιμπίκ, η οποία κουβαλά το «μίασμα» και έχει αποκτήσει εχθρούς σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της χώρας. Ο πυρήνας των οπαδών της το καταλαβαίνει, της κάθεται στο λαιμό κι αντιδρά. Τις περισσότερες φορές άγρια. Με (άγρια) επεισόδια και (σφοδρές) συγκρούσεις. Κρίνει πώς αδικείται κι αυτός είναι ο τρόπος να δείξει ότι υποφέρει και δεν υπομένει. Είναι πάντα κόντρα σε νόμους ή ήθη και απαιτεί.
Είναι ο μαρκαρισμένος νότος που επαναστατεί απέναντι στο γαλλικό status quo της υπόλοιπης επικράτειας. Σπανίως διαχωρίζει το καλό από το κακό, βάλλει αγόγγυστα κατά πάντων, ενίοτε απέναντι σε δικούς του. Το ηφαιστειογενές Βελοντρόμ γεννά μια καυτή λάβα κι όποιος γλιτώσει έχει καλώς. Ουδείς μένει στο απυρόβλητο. Ποδοσφαιριστές, υπάλληλοι, μέτοχοι. Εκτός κι αν αποδείξουν την ικανότητα να εγγυηθούν την επιτυχία. Με όποιον τρόπο. Ή και κόστος.
Το american dream του νέου ιδιοκτήτη
Από τον Αύγουστο του 2016 οι τίτλοι ιδιοκτησίας του κλαμπ, που ανήκαν στη χήρα Ντρεϊφούς μετά τον θάνατο του Ρομπέρτ-Λουί, έχουν περάσει στα χέρια του Φρανκ ΜακΚορτ, που ακόμη παλεύει να πείσει ότι θα γιγαντώσει τη Μαρσέιγ.
Προ 5,5 ετών ο (σήμερα 68χρονος) Αμερικάνος επιχειρηματίας διέβη τον δικό του Ρουβίκωνα, που ‘χε την μορφή του Ατλαντικού ωκεανού κι όχι απλού ποταμού, και πάτησε το πόδι του στην Ευρώπη για να συνεχίσει την ενασχόλησή του με αθλητικούς οργανισμούς, καθώς το αμερικανικό «trust» τον είχε θέσει αναγκαστικά εκτός πλαισίου. Διότι το ‘χε μπλέξει σε προσωπικές υποθέσεις, το ‘χε εκθέσει και κατ’ επέκταση βλάψει την εικόνα του, την ώρα που ο ίδιος αυγάτιζε την περιουσία του κατά δύο δισεκατομμύρια δολάρια, στην μέχρι τότε ακριβότερη πώληση κάποιου franchise στην ιστορία των σπορ στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο ΜακΚορτ είχε πάντα την τρέλα με τα αθλητικά πρότζεκτ και από τον Φλεβάρη του 2004 έως τον Μάρτιο του 2012 τού ανήκαν οι Λος Άντζελες Ντότζερς, μια από τις πιο φημισμένες ομάδες του επαγγελματικού μπέιζμπολ (MLB). Γόνος πλούσιας οικογένειας με καταγωγή από τη Μασαχουσέτη, αφότου ο μετανάστης από την Ιρλανδία προπάππους του εγκαταστάθηκε στη Βοστόνη και δημιούργησε μια από τις πιο επιτυχημένες εταιρίες κατασκευής οδικών αρτηριών, την οποία και κληροδότησε στους επόμενους άνδρες της φαμίλιας.
Με εφόδιο την οικονομική άνεση του μεγαλοεργολάβου πατέρα του, ο δισέγγονος Φρανκ προτίμησε ν’ ακολουθήσει έναν άλλο δρόμο. Ολοκληρώνοντας τον κύκλο σπουδών του στο περίφημο Τζορτζτάουν, προχώρησε στην ίδρυση ατομικής επιχείρησης που ασχολήθηκε με τις μεταβιβάσεις γης. Άρχισε με μια τεράστια έκταση που τη μετέτρεψε σε χώρο στάθμευσης, προβλέποντας την ανάγκη που προκύψει, κι από ‘κει αναζητούσε διαρκώς τις κατάλληλες ευκαιρίες κέρδους.
Τους Μπόστον Ρεντ Σοξ δεν κατάφερε να τους αγοράσει, παρά τη δελεαστική προσφορά που περιελάμβανε την ανέγερση νέου γηπέδου, ούτε τους Λος Άντζελες Έιντζελς. Η τρίτη και… επιτυχημένη απόπειρα εμπλοκής σε ομάδα μπέιζμπολ συνέβη όταν κατέθεσε το έμπρακτο ενδιαφέρον του για τους Ντότζερς. Ο δισεκατομμυριούχος Μάλκολμ Γκλέιζερ προσπάθησε να του χαλάσει τη δουλειά, αλλά επειδή ήταν ήδη μπλεγμένος στο ιδιοκτησιακό καθεστώς άλλου franchise (Μπακανίερς, NFL) ο ΜακΚορτ βρέθηκε χωρίς αντίπαλο και πέτυχε τον μεγαλεπήβολο στόχο του.
Διαζύγιο, υπεξαίρεση, κατηγορίες
Για την απόκτηση του πλειοψηφικού μεριδίου χρειάστηκαν λιγότερα από 500 εκατομμύρια δολάρια. Ύστερα από οκτώ και πλέον χρόνια θα πουλούσε το αντίστοιχο μερίδιο για μυθικό ποσό που μαζί την ακίνητη περιουσία του οργανισμού υπερέβη τα δύο δισεκατομμύρια!
Πρώτα, βέβαια, είχε κερδίσει/εκθέσει καθέναν εξ όσων επιχείρησαν να τον ρίξουν από την εξουσία του. Κυρίως τον κομισάριο της λίγκας, Μπαντ Σίλιγκ. Μαζί και την πρώην σύζυγό του, Τζέιμι, η οποία με αφετηρία το διαζύγιο που αποφάσισαν να πάρουν ύστερα από 30 χρόνια κοινού βίου διεκδικούσε δικαστικώς ένα μεγάλο μερίδιο από την περιουσία του ΜακΚορτ, στην οποία συμπεριλαμβανόταν το 50% των Ντότζερς.
Αλήθεια είναι ότι επί μήνες ο ΜακΚορτ βρισκόταν σε δύσκολη θέση κι έψαχνε τον τρόπο να ξεφύγει χωρίς γρατζουνιές. Κατά βάση χωρίς να σπαταλήσει δικά του χρήματα. Η δικαστική μάχη διαρκείας με την Τζέιμι άνοιξε πληγές. Ο ίδιος ομολογούσε αργότερα πως «είχα υποσχεθεί στ’ αγόρια μου ότι δεν θα γίνει τηλεοπτικό σίριαλ», αλλά δεν το απέφυγε ζώντας σ’ ένα καλιφορνέζικο περιβάλλον που διψά για «πιπεράτες» πληροφορίες και λεπτομέρειες που φαίνονται μόνο μέσα από την κλειδαρότρυπα. Ο πλούτος πουλά σταθερά σε τέτοιες περιπτώσεις.
Λέγεται ότι το επιδίωξε η Τζέιμι ΜακΚορτ για να καταδείξει την αχαλίνωτη χλιδή στην οποία ζούσε το ζευγάρι ως την ημέρα που έριξαν τους τίτλους τέλους στον κοινό βίο τους. Άρχισαν ν’ ακούγονται έντονα φήμες για “μαύρο χρήμα” και υπεξαιρέσεις από το ταμείο των Ντότζερς μέσω του ιδρύματος που είχε συσταθεί.
Κυκλοφόρησαν καταγγελίες για σχεδόν 200 εκατομμύρια δολάρια που «λεηλατήθηκαν» από το ζεύγος για το “ευ ζην” τους. Ο επιχειρηματίας έχασε την πιστωτική αξιοπιστία του και βρέθηκε ξεκρέμαστος, αντιμέτωπος προβλήματα τραπεζικής στενότητας, τα οποία δεν του επέτρεπαν να είναι συνεπής σε υποχρεώσεις προς την ομάδα. Παίκτες και υπάλληλοι δεν λάμβαναν τους μισθούς τους, οι υποχρεώσεις δεν εκπληρώνονταν στην ώρα τους, η αβεβαιότητα άρχισε να καλύπτει την καθημερινότητα του οργανισμού.
Ο ΜακΚορτ ήταν πεπεισμένος πως η συμφωνία με το τηλεοπτικό δίκτυο Fox θα τού προσέφερε την απαιτούμενη διέξοδο, το ρευστό που είχε ανάγκη για να κάνει ένα νέο ξεκίνημα. Είχε κλείσει ήδη το μεγάλο deal, με τη μορφή δανείου, ωστόσο η ηγεσία της MLB μπλόκαρε ετσιθελικά την επικείμενη συμφωνία, με απώτερο σκοπό ν’ απαλλαγεί από έναν τύπο που “λέκιαζε” το προφίλ του πρωταθλήματος γιατί άφηνε απλήρωτους εργαζομένους και προκαλούσε αναταραχές στην εξασφαλισμένη ομαλότητα.
Η ελεγχόμενη χρεωκοπία
Η κατάσταση άρχισε να γίνεται χαοτική. Ο καθείς λειτουργούσε εκδικητικά και έψαχνε να περάσει χτυπήματα κάτω από τη ζώνη για να βγάλει νοκ άουτ τον αντίπαλό του. Τα επεισόδια ήταν αμέτρητα.
«Δεν έχω ξεκάθαρη απάντηση», αποκρινόταν χρόνια αργότερα ο ΜακΚορτ όταν του είχε ζητηθεί να εξηγήσει διότι ο κομισάριος επιδίωκε τον “αφανισμό” του από την επιφάνεια. Ο επιχειρηματίας είχε αποφασίσει να πουλήσει, αλλά με τους δικούς του όρους, ο Σίλιγκ αντίθετα ήθελε να ελέγξει αυτός τη διαδικασία και επί της ουσίας να τον τιμωρήσει για την ανακόλουθη στάση του.
«Στόχος μου ήταν να διασφαλίσω ότι οι Ντότζερς θα καθοδηγούνται κατάλληλα στο μέλλον για τα εκατομμύρια των θαυμαστών τους. Μέχρι σήμερα, οι ιδέες και οι προτάσεις που μου ζητήθηκε να εξετάσω δεν ήταν συνεπείς με τα καλύτερα συμφέροντα μπέιζμπολ. Η ενέργεια του κ. ΜακΚορτ δεν κάνει τίποτα άλλο από το να βλάψει περαιτέρω το ιστορικό αυτό franchise», υποστήριζε από την πλευρά του ο Σίλιγκ.
Παρέα με τους δικηγόρους του ο ΜακΚορτ προέβη σε μια κίνηση που έμελλε να κερδίσει την παρτίδα. Ένα ρουά ματ. Κατέθεσε αίτηση πτώχευσης σε πολιτικό δικαστήριο κι απέκτησε το πλεονέκτημα εκεί που δεν φαινόταν ότι υπάρχει. Άνθρωποι του περιβάλλοντός του, αυτοί που τον ήξεραν καλά, θα έλεγαν πως ο Αμερικάνος επιχειρηματίας ήταν όντως ένας «έμπορος του χρήματος», κυνηγούσε τον τρόπο να βγάλει χρήματα, αλλά ταυτόχρονα δεν ήθελε να θεωρηθεί ένας κακός διαχειριστής που αφήνει ακάλυπτη την ομάδα του. Διότι θα έχανε την έξωθεν καλή μαρτυρία και τη φερεγγυότητα που ήθελε να αποπνέει.
Γι’ αυτό πολέμησε κάθε κατηγορία που του είχαν προσάψει. Η νομική ενέργειά του χαρακτηρίστηκε ιδιοφυής. Απευθύνθηκε σ’ ένα δικηγορικό γραφείο με γνώση του αντικειμένου και κατάφερε σε διάστημα μικρότερο των δύο ετών να βρεθεί με δύο δισεκατομμύρια δολάρια στο χρηματοκιβώτιό του και μια επικερδή συμφωνία για τους περιβάλλοντες χώρους, στους οποίους κράτησε δικαιώματα.
Το μεγάλο κέρδος
Στο μεσοδιάστημα το δικαστήριο που εξέτασε την υπόθεση αποδέχθηκε το αίτημά του. Το οικονομικό status των Ντότζερς άλλαξε φυσικά, το μισθολογικό έπεσε κατακόρυφα, το ρόστερ γέμισε με παίκτες χαμηλότερου επιπέδου. Αλλά ο ΜακΚορτ είχε ξεκάθαρα αυτό που ήθελε: το κουμάντο ν’ αποφασίσει το τι και πώς, να ορίζει αυτός τον εαυτό του.
Τη σύζυγό του συναίνεσε να την αποζημιώσει με 131 εκατομμύρια δολάρια, πριν διαρρεύσει η πώληση, και την ομάδα την παραχώρησε στην τιμή που ζητούσε δίχως να υποχωρήσει εκατοστό από την αρχική τιμή. Η επενδυτική ομάδα με επικεφαλής τον Μάτζικ Τζόνσον κάλυψε όλες τις απαιτήσεις του ΜακΚορτ κι έγινε η νέα ιδιοκτήτρια. Μέχρι τότε κανένας αθλητικός οργανισμός των ΗΠΑ είχε πωληθεί για παραπάνω από 1.1 δισ. δολάρια (Μαϊάμι Ντόλφινς, NFL), πόσο μάλλον μια ομάδα μπέιζμπολ.
Ο ΜακΚορτ αποχώρησε μεν, αλλά με τις τσέπες φουσκωμένες από δολάρια. Και οπωσδήποτε με ψηλά το κεφάλι. Εικονικά πτωχευμένος και περήφανος, είχε καταφέρει να επιβιώσει σ’ ένα άγριο πεδίο μάχης.
Βρήκε… μπόσικη τη Μαρσέιγ και αγόρασε κοψοχρονιά
Η Μαρσέιγ έγινε το επόμενο μεγάλο στοίχημά του. Ένας μανιακός με τα σπορ θα ‘ταν παράδοξο να μείνει εκτός αθλητισμού για περισσότερα από τρία χρόνια. Εντός των τειχών είχε χάσει ένα μεγάλο μέρος της αξιοπιστίας του, αλλά έπρεπε να βρει κάτι διαφορετικό.
Τα κεφάλαια που απαιτήθηκαν για να γίνει μεγαλομέτοχος ήταν μόλις 45 εκατομμύρια ευρώ. Η Μαργκαρίτα Ντρεϊφούς ήθελε να απεγκλωβιστεί από ένα βάσανο που την ταλαιπωρούσε και δεν την ένοιαζε το πώς. Όταν εμφανίστηκε η κατάλληλη ευκαιρία πούλησε.
Στην πρώτη συνέντευξή του ο ΜακΚορτ ισχυριζόταν πως «σήμερα ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στη μεγάλη ιστορία της Ολιμπίκ, θα την επαναφέρουμε στον δρόμο της δόξας». Είχε πολύ χρήμα για να κάνει το κέφι του. Μέχρι τον Απρίλιο του 2020 η ζημία στα ταμεία εκτιμήθηκε πως είχε ξεπεράσει τα 200 εκατομμύρια, κυρίως εξαιτίας της υψηλής μισθοδοσίας και των αποζημιώσεων σε στελέχη ή προπονητές που αντικαταστάθηκαν στη θητεία του.
Η πρόκριση στα προημιτελικά του Conference League (και η προοπτική κατάκτησης μιας ευρωκούπας) τον κρατά για την ώρα. Είναι ό,τι καλύτερο έχει επιδείξει το κλαμπ στην 6ετία του αμφιλεγόμενου Αμερικανού επιχειρηματία, ο οποίος το 2020 είχε απορρίψει την προοπτική διαπραγμάτευσης με Γαλλο-τυνήσιο επιχειρηματία για την πώληση. Αν το κάνει, όταν το κάνει, θα ‘ναι με τους δικούς του όρους. Για την ώρα αντέχει σ’ ένα (σκληρο)πυρηνικό περιβάλλον.