Λες και η πορεία του ήταν χαραγμένη από τη μεθυσμένη φαντασία ενός μάγιστρου της μπάλας. Ο,τι το μυστικιστικό διαχρονικά εκφράζεται μέσα από τη σημειολογία του ποδοσφαίρου, από τους θρύλους και τις παραδόσεις του, στον Ζιοβάνι Σίλβα ντε Ολιβέιρα το βρίσκεις.

Τη Σάντος του Πελέ. Τη Σάντος και τον Πελέ. Με τη φανέλα της peixe βγήκε στο παλκοσένικο. Αργά για τα δεδομένα του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου, στα 22 του. Μα, η σύσταση ήταν “βασιλική”, αφού η Αυτού Μεγαλειότητα ήταν εκείνη που τον διέκρινε, τον κάλεσε, τον πήρε υπό την προστασία του και τον σύστησε στον κόσμο.

Τη σελεσάο. Το ντεμπούτο του το έκανε στο Ναό. Στο Γουέμπλεϊ, σ’ ένα φιλικό κόντρα στην Αγγλία, καλοκαίρι ’95. Αντικατέστησε τον Ρονάλντο. Τον… ορθόδοξο. Με τη φανέλα της “πεντακαμπεάο” φόρεσε το “7” και το “9”. Δεν τα χαρίζουν αυτά οι πατριώτες του.

Το “10”. Τον περίμενε. Στη Βαρκελώνη του το έδωσαν. Στην Μπαρτσελόνα. Αυτή ήταν που πλειοδότησε, έναν χρόνο αργότερα, για να τον φέρει στην Ευρώπη. “Καμπ Νου”, Ρονάλντο, Στόιτσκοφ (στην επιστροφή του), παράδοση και βάρος που λυγίζει μόνο στην σκέψη, μα το καθαγιασμένο δέκα, για δαύτον το κρατούσαν οι “μπλαουγκράνα”.

Το Κόπα Αμέρικα. Το Παγκόσμιο Κύπελλο. Όχι περαστικός, όχι με όποιον και όποιον, μα πρωταγωνιστής, κερδίζοντας το πρώτο (1997) και φτάνοντας ως τον τελικό του δεύτερου (1998).

Έτσι ήρθε, στα 27 του μόλις, με όλα τούτα να τον συνοδεύουν, στον τόπο των πιο εξανθρωπισμένων από καταβολής θεών, κατακαλόκαιρο του ’99. Με τον Ολυμπιακό να προέρχεται από το μεγαλύτερο what if της ιστορίας του, εκείνο τον αποκλεισμό λόγω του φυσήματος του ανέμου, της κακής εξόδου του Ελευθερόπουλου και της διορατικότητας του Κόντε από την τετράδα του Champions League.

Τέσσερα δις. Δραχμούλες. Σημερινά χρήματα, παραπάνω από 13 εκατ. ευρώ. Δίπλα στα – πάνω κάτω – άλλα τόσα που στοίχισε εκείνο το καλοκαίρι η αγορά του Ζλάτκο Ζάχοβιτς. Μα, δίπλα δίπλα, κακά τα ψέματα, κανείς δεν τους έβαζε. Και όχι μόνο στο θυμικό, μα και στην πραγματικότητα, βλέποντας έναν ποδοσφαιριστή που όμοιο του, εκείνη την εποχή, αναζητούσες μόνο μεταξύ των απόλυτα αναγνωρίσιμων της υφηλίου.

Το δράμα. 4 Δεκεμβρίου 1999. Εκείνη η κραυγή που ακολούθησε την (εγκληματική) προβολή του Λάζαρου Σέμου στο παιχνίδι του Ολυμπιακού με τον Ηρακλή στο Καυταντζόγλειο, βγαλμένη θαρρείς από χορό αρχαίας τραγωδίας. Λες και ήξερε τι θα προκαλούσε. Λες και ήξεραν όλοι, που μαζί του την έβγαλαν βλέποντας τον να σφαδάζει, τι θα στερούνταν.

Σε λίγους μήνες μόνο είχε δικαιολογήσει όλα εκείνα που συνέβαλλαν στη διαιώνιση των μύθων και των ιερών του ποδοσφαίρου. Κακά τα ψέματα, όταν επέστρεψε από εκείνη τη ρήξη χιαστών, ίδιος δεν ήταν. Πριν, όλα, τα πάντα, γίνονταν πιο γρήγορα, πιο αεράτα, πιο ανεμπόδιστα, πιο φυσικά. Μετά, κάτι έλειπε. Όχι σε σχέση με τους υπόλοιπους, μα με τον πρότερο εαυτό του, το τι μαγεία θα μπορούσε να συνεχίσει να προσφέρει.

Ο Ζιοβάνι Σίλβα ντε Ολιβέιρα μετά το χτύπημα του Σέμου και τον σοβαρό τραυματισμό του
Ο Ζιοβάνι Σίλβα ντε Ολιβέιρα μετά το χτύπημα του Σέμου και τον σοβαρό τραυματισμό του ΙΝΤΙΜΕ
Όχι πως δεν το έκανε. Αρτίστας απ’ τους λίγους, ξέχειλη η ποιότητά του, μα πλέον μπορούσε ψήγματα της, εκλάμψεις της μόνο να δείξει. Έφταναν, έτσι κι αλλιώς, για το μάγος που του αποδόθηκε ως παρατσούκλι. Έφταναν για να περάσει έξι χρόνια στα «ερυθρόλευκα», μα να δεθεί «για πάντα στο λιμάνι».

Έφταναν για να φύγει, περπατώντας στα 34 πλέον, δηλώνοντας με δάκρυα στα μάτια πως αυτά τα χρόνια που πέρασε εδώ ήταν τα καλύτερα της γεμάτης σε τίτλους, σε διακρίσεις, σε στιγμές που άλλοι περιμένουν μια μόνο για ζωές ολάκερες, καριέρας του.

Έφταναν για ν’ αφήσει παρακαταθήκη συλλογικής και όχι μόνο οπαδικής μνήμης, το “καντηλάκι” στον Μοντραγκόν, λόμπες αδιανόητες, συλλήψεις παρανοϊκές, “ποδιές”, ντρίμπλες, κοντρόλ, εμπνεύσεις, όλα κομμάτια μιας ποδοσφαιρικής λειτουργίας που ευλογημένοι κοινώνησαν οι απανταχού των ελληνικών γηπέδων πιστοί.

Τέχνη. Η. Κάποτε, στα χρόνια του στη Βαρκελώνη, ο συμμετρικός σε όλα του Λουίς βαν Χαάλ, απαντώντας στις διαρκείς και επίμονες ερωτήσεις των εκεί media γιατί δεν χρησιμοποιούσε όσο ήθελαν τον Ζιοβάνι αποκρίθηκε: “Πείτε μου σε τι θέση αγωνίζεται, ποιος είναι ο ρόλος του, να τον βάλω εκεί να παίξει”.

Κοντά τρεις δεκαετίες αργότερα, με το ποδόσφαιρο να έχει έρθει περισσότερο στα μέτρα του Ολλανδού, σε νόρμες αθλητικές και σε “κουτάκια” συγκεκριμένων ρόλων και αρμοδιοτήτων και το περιθώριο για ένστικτο, για αλαναρία στο γήπεδο, για ελευθέρας βοσκής και αντίληψης σεργιάνι με την μπάλα να έχει ουσιαστικά εξαλειφθεί, δεν είναι μόνο βιολογική η απορία, αλλά και – έστω στη ματαιότητά της – πρακτική.

Την αφορμή αυτός την έδωσε. “Μισή ώρα, νιώθω ότι θα μπορούσα να παίζω ακόμη με τη φανέλα του Ολυμπιακού”, ξεστόμισε στη συνέντευξη που παραχώρησε στο SPORT24. Στις 4 του επόμενου Φλεβάρη θα κλείσει τα (πρώτα) πενήντα του χρόνια ζωής, μα αν σήκωνε ποντάρισμα ένα τέτοιο ενδεχόμενο, δεν θα ήταν παράτολμο – βάσει της συχνά εκτεθειμένης στα social media φυσικής και σωματικής του κατάστασης – ένα στην επιβεβαίωση του.

Η απορία όμως, η μανία που σφηνώθηκε στο μυαλό από την ανάγνωση της κουβέντας του με τον Σταύρο Γεωργακόπουλο ήταν επαγωγική, βασισμένη σ’ ένα ταξίδι στον χωροχρόνο που μόνο με τα ποδοσφαιρικά μάτια και νου της φαντασίας μπορεί να γίνει. Που λοιπόν θα χώραγε, που θα έπαιζε; Παντού. Απλά, ξάστερα. Με τις δεξιότητές του, είναι να ρωτάς, να το σκέφτεσαι;

Δίπλα στον Ελ Αραμπί; Πόσα γκολ περισσότερα άραγε θα ‘χε ο Μαροκινός. Στη θέση του, κορυφή και κατάληξη της επίθεσης; Ναι. Πρώτη φορά θα ‘ταν που τέτοιο ρόλο επωμίζονταν; Πίσω, εκεί που πιότερο γούσταρε μα και του ταίριαζε άλλωστε, ν’ αλωνίζει λεύτερα όπου γουστάρει και όπου τραβάει η ψυχή του; Τι να λέμε. Στα άκρα; Αλί στους μπακ που τον έβλεπαν με την μπάλα στα πόδια να ‘ρχονταν κατά πάνω τους.

Στιλιζαρισμένο, με ρόλους διακριτούς και ξεκάθαρους το ποδόσφαιρο της εποχής μας, μα αλήθεια, ανεξαρτήτως της γενικότερης προσέγγισης και της εξειδικευμένης φιλοσοφίας, σαν και δαύτον καλλιτέχνες, αυτό το ποδόσφαιρο έχει;

Όσες και αν προς χάρη της εξέλιξης του αθλήματος – ανθρώπινης και φυσιολογικής καθ’ όλα – αυτό το ποδόσφαιρο χτίζει φυλακές που στενεύουν τον κλοιό της ανεπιτήδευτης, ενστικτώδους έκφρασης, της αλεγρίας, ο νους (μας) πάντα θα τρέχει στο αληταριό (και) του Ζιοβάνι Σίλβα Ντε Ολιβέιρα και θα αναπολεί, θα ονειρεύεται, θα δραπετεύει.